Πού πηγαίνουμε; – Τι πάει στραβά;

Πού πηγαίνουμε; – Τι πάει στραβά;


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Κάτι τέτοιες μέρες, που ο αγέρας σφυρίζει παγωμένος και η βροχή πνίγει ανθρώπους, καταπίνει αυτοκίνητα και η γη βουλιάζει, παίρνοντας μαζί της τα ανθρώπινα κτίσματα, σαθρά οικοδομήματα μιας επιπόλαιας τακτικής, σκέπτεσαι πόσο αδόκητο είναι να συζητάς για οικονομία και τα προβλήματά της, για πεπαλαιωμένες ιδεολογίες που η κοινωνία έχει βάλει από καιρό στο περιθώριο.

Τελικά, τα πάντα, φιλίες, αγάπες, επιδιώξεις, συμφέροντα, εξαρτώνται από ό,τι ο καθένας πάσχει. Μιλάς ή προσπαθείς να μιλήσεις για πράγματα που σε καίνε, για τα άγχη σου, για της ψυχής σου τις πληγές, τις αθεράπευτες, και συναντάς μια ματαιοδοξία που δεν κορέστηκε ποτέ. Κάποια στιγμή, ίσως, αυτές οι βασανιστικές απώλειες να σταματήσουν και οι άνθρωποι να προσαρμοστούν σε έναν λιγότερο αλόγιστο βίο, πιο λιτό, να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και να καταλάβουν όλοι ότι δεν γίνεται να γίνεις σπουδαίος και τρανός με δανεικά, ότι πρέπει να δουλέψεις για να αισθανθείς τον εαυτό σου ικανοποιημένο, απαστράπτοντα ωσάν τον ήλιο και κοκορόμυαλο.

«Τα αγαθά κόποις κτώνται», έλεγαν οι σοφοί μας. Τις πληγές όμως της ψυχής κανείς δεν μπορεί να τις γιατρέψει. Ούτε ψυχολόγοι ούτε γιατροί και παραγιατροί. Αυτές πρέπει πάση θυσία να κλείσουν με σοφία, με ανυποχώρητη τακτική, με υπομονή και με αποθέματα καρδιάς, όσα, τέλος πάντων, έχουν μείνει.
Σήμερα, όμως, που ο κόσμος έχει πάρει την κατρακύλα και κλαίνε όλοι πάνω στα ερείπια μιας ζωής αχαλίνωτης, μιας ζωής με ξέφρενους ρυθμούς, που όλοι θέλησαν να γίνουν αστέρες, είναι καιρός να δώσουμε την εύνοια και την προσοχή μας πάνω στα παιδιά που εμείς φτιάξαμε. Αδιάφορα, σκληρά, κακότροπα, με ιδέες παράλογες, με έλλειψη σεβασμού και ευπρέπειας.

Ευτυχώς που είναι μια μικρή, φαντάζομαι, μερίδα της νεολαίας μας. Θα πρέπει να μάθουν τι θα πει τιμωρία και από την άλλη μεριά να προβάλλουμε εκείνα τα χρυσά νιάτα, που μας κάνουν περήφανους στις επιστήμες, στον αθλητισμό, στις ξένες εμπορικές και πανεπιστημιακές εστίες. Είναι θλιβερό, μαθητής μέσα στο ίδιο του το σχολείο να χτυπά καθηγητή, είναι σκληρό να ακούς καθημερινά για έναν φόνο, μία αυτοκτονία ενός νεαρού κοριτσιού, που θέλοντας να αποφύγει τη διαπόμπευση από εκβιασμούς μιας ομάδας ανόητων και ψευτόμαγκων νεαρών, δίνει τέλος στην αγωνία της. Ενώ ο κοινωνικός (αυτών των ντενεκέδων) περίγυρος μπορεί να καλύψει τις εξτρεμιστικές και απάνθρωπες συμπεριφορές τους σε αφελή και εντελώς ανυποψίαστα παιδιά που φεύγουν μακριά από τα σπίτια τους.

Σκεφτήκατε ποτέ πού πηγαίνουμε; Τι πάει στραβά; Τι έχει ξεχαστεί από τον κοινωνικό μας ιστό; Η ανθρωπιά, η θλίψη, η απελπισία, η αγωνία για το αύριο; Τι απ’ όλα αυτά; Ή όλα μαζί έχουν κάνει τους ανθρώπους αδιάφορους, έτοιμους να δεχθούν, θα έλεγε κανείς, ό,τι πιο ανήκουστο, σε μια Ελλάδα που πέφτει αργά αλλά σταθερά σε μια άβυσσο χωρίς τελειωμό. Ένας μαθητής δωδεκάχρονος βίασε μέσα στο σχολείο άλλον μαθητή. Θεέ μου, τι παραζάλη, τι εκφυλισμός. Έχει διαρραγεί άρρωστα η τάξη των πάντων και εμείς κοιτάμε άφωνοι και ανίσχυροι μια γενιά να καταρρέει κάτω από το βάρος μιας συμπεριφοράς που διδάχθηκε στα προηγούμενα χρόνια. Ας αφήσουμε ήσυχη τη θρησκεία μας, ας κοιτάξουμε την οικογένειά μας πιο ζεστά, ας σκύψουμε πάνω στα προβλήματα των παιδιών μας, μήπως μάθουμε τι επιτέλους συμβαίνει.

Και πάνω απ’ όλα, ας πιστέψουμε ότι τίποτε δεν μπορεί να μας σώσει, παρά μόνο η προσγείωση στις πραγματικές συνθήκες, συναισθανόμενοι ότι η ματαιοδοξία δεν είναι έννοια που σου δίνει το δικαίωμα να καυχιέσαι για τα πεπραγμένα σου. Και ότι αυτή είναι ελάττωμα.


Σχολιάστε εδώ