Ν. Γ. Χαριτάκης: Μεθοδολογία και προτεραιότητες
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Από τον απλό τεχνίτη μέχρι τον σοφό επιστήμονα, η διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος, πρακτικού ή θεωρητικού, είναι συγκεκριμένη. Προσδιορίζουν όσο καλύτερα μπορούν το πρόβλημα και το θέτουν ως προτεραιότητά τους. Στη συνέχεια, με βάση τις γνώσεις και την εμπειρία τους προσπαθούν να βρουν μία λύση. Αν δεν μπορούν ή έχουν κάποιες επιφυλάξεις ως προς τις επιπλοκές που μπορούν να δημιουργηθούν από τη λύση που επέλεξαν, κάνουν τις απαιτούμενες διορθώσεις και προσδιορίζουν τη μεθοδολογία επίλυσής του.
Τίποτα δεν είναι τέλειο και κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Εφόσον το πρόβλημα όμως υπάρχει ως προτεραιότητα και εφόσον νομίζουν ότι μπορεί να λυθεί με τη μεθοδολογία που επέλεξαν, η συνέχεια είναι γνωστή. Αναλαμβάνουν τον κίνδυνο της λύσης που επέλεξαν, ακολουθούν τη συγκεκριμένη μεθοδολογία που θεώρησαν σωστή και αν προκύψει λάθος, το διορθώνουν στην πορεία. Στην πρακτική αριθμητική του δημοτικού οι δάσκαλοι μάς μάθαιναν τον τρόπο: Πρόβλημα – κατάταξη – λύση – συμπέρασμα.
Είναι να απορεί κανείς πώς σοβαροί επιστήμονες και πολιτικοί συσκέπτονται και τοποθετούνται δημόσια για θεμελιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας χωρίς να ακολουθούν αυτήν τη συμπεριφορά του απλού τεχνίτη. Σε θεωρητικό επίπεδο, πολλοί συνάδελφοι θα απαντούσαν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί δεν μπορούν να αναλάβουν ευθύνες επειδή άλλοτε τις βλέπουν ως πρόβλημα μερικής ισορροπίας και την ίδια στιγμή ως πρόβλημα γενικής ισορροπίας. Χάνονται στις λεπτομέρειες και εγκαταλείπουν την όποια λύση θεωρούν αναγκαία. Είναι σαν να μην μπορεί ο χειρουργός να αποφασίσει για το πώς θα χειρουργήσει τον ασθενή, γιατί φοβάται πώς θα αντιμετωπίσει έξω από το χειρουργείο τους συγγενείς, αν κάνει λάθος και πεθάνει ο ασθενής. Κατά περίεργο τρόπο, φοβούνται ακόμη και να ξεστομίσουν το κλασικό: «Η εγχείρηση επέτυχε, αλλά ο ασθενής απέθανε».
Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL’s) είναι γνωστό και τεράστιο από τότε που ξεκίνησε η κρίση (2010). Το πρόβλημα των κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls) είναι γνωστό και τεράστιο από όταν μας προέκυψε, το 2015. Το πρόβλημα της πιστωτικής εξασφάλισης του Ελληνικού Δημοσίου με την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου είναι γνωστό και τεράστιο από τον Ιούνιο του 2018 και είναι περιορισμένο μέχρι την πιστωτική κάλυψη των 24,5 δισ., γνωστή και ως «μαξιλάρι».
Επειδή από το 2010 δεν λύσαμε το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, μας προέκυψαν τα capital controls και η ανασφάλεια στο πιστωτικό σύστημα και στις ιδιωτικές καταθέσεις. Επειδή το 2015, μετά τα capital controls, έχοντας εξασφαλισμένες τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου από το Μνημόνιο Τσίπρα, και πάλι δεν μας ενδιέφερε το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, στηριχθήκαμε στα capital controls, που μπορούσαν να εξασφαλίσουν στις τράπεζες περιστασιακά τη δική τους κεφαλαιακή επάρκεια.
Ήρθε όμως το 2018 και το τέλος του Μνημονίου Τσίπρα. Κάναμε πως δεν γνωρίζαμε ότι με capital controls και με «κόκκινα» δάνεια αναγκαστικά θα μας προέκυπτε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Γνωρίζαμε ότι αυτόματα θα έπρεπε να υπαχθούν στον αυστηρό έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, όπου με capital controls ούτε ένας κερδοσκόπος μεγαλοκαταθέτης δεν θα μπορούσε να καταθέσει έστω και για μία νύχτα (repos) το αναγκαίο για να ισορροπήσει ο ισολογισμός της τραπέζης ποσό.
Έτσι, αισίως, φτάσαμε στο σήμερα. Και δυστυχώς δεν θέλουμε ακόμη και τώρα να καταλάβουμε ότι, έτσι που τα καταφέραμε, η επιλογή μας είναι μία και οδηγεί στο να στερηθούμε ένα σημαντικό τμήμα του «μαξιλαριού». Τμήμα που αναγκαστικά θα μεταφερθεί στην εξασφάλιση του τραπεζικού συστήματος. Γιατί μόνο αφελείς θα πρέπει να είναι εκεί στην ΕΚΤ, για να μας αφήσουν να τινάξουμε το τραπεζικό σύστημα στον αέρα. Εκ των πραγμάτων λοιπόν θα μεταφέρουν την ιδιοκτησία του τραπεζικού συστήματος, όπως ακριβώς και με την περιουσία του Υπερταμείου, σε αλλοδαπά κεφάλαια, ενώ το υπουργείο Οικονομικών θα στερηθεί μέρος του «μαξιλαριού», χωρίς να μπορεί να βγει με κάποιες εγγυήσεις στις αγορές.
Να λοιπόν γιατί γίνεται σήμερα ο καυγάς. Συντηρούν την αναβλητικότητά τους προσποιούμενοι πως δήθεν δεν γνώριζαν όλα αυτά τα χρόνια ότι στο πολεμικό χειρουργείο τα πάντα επιτρέπονται και παράλληλα συντηρούν την άποψη ότι το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό, έτσι ώστε τελείως τυχαία οι πιστωτές να μας οδηγήσουν –για δικούς τους λόγους– σε λύση τύπου «Κούγκι»;
Οι ενδείξεις ως προς το τελευταίο ενδεχόμενο είναι πολλές. Οι διοικήσεις των τραπεζών αρχίζουν να λειτουργούν ασυντόνιστα, εμφανίζοντας διαφορετική στάση ως προς τις προτάσεις επίλυσης των κεφαλαιουχικών τους αναγκών. Άλλες επιλέγουν, πιθανά διότι θεωρούν ότι στο τέλος θα τους στηρίξει η κυβέρνηση, τη μεταφορά περιουσίας στους ιδιώτες μετόχους και αναζητούν κρατική ενίσχυση και εγγυήσεις στο κουφάρι που θα έχει τις καταθέσεις. Στρατηγική που στα χρηματοπιστωτικά φέρει τον όρο «περιουσιακή απογύμνωση» (asset stripping). Άλλες, επειδή δεν πιστεύουν ότι το Δημόσιο μπορεί να αποφασίσει, επιλέγουν να ακολουθήσουν την αυστηρή μεθοδολογία της ΕΚΤ, θεωρώντας λογικά ότι αν είναι συνεπείς με τον κώδικα δεοντολογίας της, το ευρωσύστημα θα τους στηρίξει και θα προστατεύσουν τις καταθέσεις των πελατών τους.
Τέλος, η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της χώρας παλινδρομεί και φαίνεται να προτιμά να μπορεί να εξαντλήσει προεκλογικά το «μαξιλάρι», αφήνοντας το τραπεζικό σύστημα και τους καταθέτες του στη δικαιοσύνη. Χωρίς βέβαια να υπολογίζει τι θα συμβεί αν το τραπεζικό σύστημα αναγκαστεί να ζητήσει να πληρωθεί άμεσα το σύνολο των κρατικών ομολόγων και των εγγυημένων από το Δημόσιο δανείων των ΔΕΚΟ. Αν, για παράδειγμα, οι τράπεζες και οι ομολογιούχοι των ΔΕΚΟ τις πάνε συλλογικά στην εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης των διαφορών. Η FF άλλωστε μέχρι τότε θα έχει χαράξει τον δρόμο.
Παιδική χαρά ή τραγική αδιαφορία; Το ερώτημα ρητορικό, καθώς κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη λογική μιας αγέλης σε αδιέξοδο. Σ’ αυτά τα περιβάλλοντα κάποιοι επιλέγουν να ακολουθούν τη λογική του κ. Τσακαλώτου, που στοχεύει στην αδιαφάνεια και στην τακτική του «βλέπουμε και κάνουμε». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όταν ο κ. Δραγασάκης τόλμησε να προβληματιστεί σε σχέση με την πιθανή ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ο κ. Τσακαλώτος του υπενθύμισε ότι υπάρχει το πλαίσιο και όλοι έχουν την ευθύνη να συμβάλουν σ’ αυτό.
Σε ποιους αναφέρεται συγκεκριμένα; Στα μέλη της κυβέρνησης; Στη διοίκηση της ΤτΕ; Στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ΕΚΤ; Στους πιστωτές της χώρας και στις διοικήσεις των ΔΕΚΟ, που χρηματοδοτούν τα διαχειριστικά τους ελλείμματα από τα έσοδα του Υπερταμείου; Στους καταθέτες, που λόγω capital controls δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις καταθέσεις τους; Στην πνευματική ηγεσία και στους ειδικούς, που εκφράζονται ελεύθερα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η σοβαρότητα των καταστάσεων επιβάλλει σιωπή; Ή σ’ εκείνους που κινδυνολογούν, γιατί από το 2010 δεν παίρνουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους; Ή, τέλος, στις νέες γενεές, που μας αφήνουν τη χώρα υπό μορφή ακίνητης περιουσίας και φεύγουν για να βρουν την τύχη τους αλλού, αποποιούμενοι τα χρέη των προγόνων τους;
Ο κ. Τσακαλώτος και οι συν αυτώ συμπεριφέρονται ως πελάτες αργυραμοιβού παλαιάς κοπής. Τους ενδιαφέρει η επιβίωσή τους ως κυβέρνηση, εξαντλώντας τη ρευστότητα που τους παρέχει ο αργυραμοιβός. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν θα επιστρέψουν στο ταμείο του για να διεκδικήσουν την περιουσία της χώρας, που του την παρέδωσαν φτηνά.