Ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής: Συγκρατημένη αισιοδοξία για επανεκκίνηση του διαλόγου συνεργασίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Ήταν η δεύτερη επίσημη συνάντηση κορυφής μέσα σε ενάμιση χρόνο μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών, οι σχέσεις των οποίων κάθε άλλο παρά συναντώνται σε όμορα κράτη, που ανήκουν και στην ίδια συμμαχία, το ΝΑΤΟ.
Η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2017, όταν ο τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε επισκεφθεί, κατόπιν προσκλήσεως που του είχε απευθύνει ο έλληνας πρωθυπουργός, την Αθήνα και στη συνέχεια τη Θράκη. Η προ ημερών επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Άγκυρα αποτελούσε ανταπόδοση της πρώτης, όπως είθισται στη διπλωματική πρακτική. Κατά την επίσκεψη Ερντογάν είχαν υπάρξει πολλά αρνητικά σχόλια, κυρίως για την έμμεση αλλά σαφή αναφορά του τούρκου Προέδρου για αναθεώρηση της Συνθήκη της Λωζάννης, στην οποία δόθηκε άμεση και προσήκουσα απάντηση από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος επισήμανε ότι οι συνθήκες ειρήνης είναι αμετάβλητες και πρέπει να γίνονται σεβαστές. Η συνέχεια της επίσκεψης στη Θράκη είχε αίσιο τέλος, με τον κ. Ερντογάν να συμπεριφέρεται εντός των πλαισίων της διεθνούς νομιμότητας στις συναντήσεις του με την εκεί θρησκευτική μειονότητα. Γενική ήταν τότε η εκτίμηση ότι η συνάντηση κορυφής των Αθηνών ούτε βελτίωσε αλλά ούτε και χειροτέρευσε τις διμερείς σχέσεις.
Οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο συνεχίστηκαν, άλλοτε σε εντονότερο και άλλοτε σε χαμηλότερο βαθμό, ενώ στο μεταξύ προστέθηκε και η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των ενεργειακών ερευνών σε οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ, που αμφισβητούνται από την Τουρκία. Στην πραγματικότητα, αυτές οι συμπεριφορές της Άγκυρας συνετέλεσαν, προφανώς, στην έκφραση επιφυλάξεων για την ανταποδοτική επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Τουρκία, η οποία πραγματοποιήθηκε προ ημερών (5 – 7 Φεβρουαρίου). Κατανοητές οι επιφυλάξεις και πολλές φορές επιβοηθητικές. Όχι όμως όταν αποσκοπούν σε αποτροπή κάθε πρωτοβουλίας για διάλογο και επαναπροσέγγιση, που πρέπει να είναι βασικό μέλημα κάθε κυβέρνησης.
Οι πρώτες εντυπώσεις και εκτιμήσεις από την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα κρίνονται θετικές και αυτό επιβεβαιώνεται και από τις διεθνείς αντιδράσεις και τα αντίστοιχα σχόλια. Στην ελληνική κοινή γνώμη ευμενή απήχηση και εντύπωση είχαν οι επισκέψεις που πραγματοποίησε το πρωθυπουργικό ζεύγος στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (τελευταίος επισκέπτης εκεί ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος!), που αναμένεται να επαναλειτουργήσει ύστερα από δεκαετίες αναγκαστικής σιγής, όπως και στην Αγία Σοφία, που αποτελεί την Κιβωτό της Ορθοδοξίας. Επίσημο ανακοινωθέν των τετ α τετ συνομιλιών μεταξύ των δύο ηγετών, που διήρκεσαν πάνω από δύο ώρες, δεν εκδόθηκε.
Το περιεχόμενό τους και όσα συμφωνήθηκαν συνάγονται από τις κοινές δηλώσεις που ακολούθησαν τις κατ’ ιδίαν συνομιλίες και συνοψίζονται στα εξής: Στην έκφραση κοινής βούλησης για επανεκκίνηση του διαλόγου για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που αφορούν την ασφάλεια, σε επίπεδο υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών, για τις διερευνητικές συνομιλίες, τη συνεργασία στην αντιμετώπιση του Προσφυγικού στα πλαίσια της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, τη συνεργασία στο ενεργειακό, που όπως επισήμανε ο έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να συνιστούν στοιχείο συνεργασίας και όχι αντιπαράθεσης.
Στον τομέα της ευρύτερης οικονομικής συνεργασίας ιδιαίτερης σημασίας είναι η αναγγελθείσα ναυτιλιακή σύνδεση του λιμένα Θεσσαλονίκης με τη Σμύρνη, δύο πόλεις-σύμβολα στην ιστορία των δύο λαών. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι αναφορές του κ. Ερντογάν στους οκτώ τούρκους στρατιωτικούς, οι οποίοι μετά την πραξικοπηματική απόπειρα κατά του καθεστώτος Ερντογάν το 2016 κατέφυγαν στην Ελλάδα, την έκδοση των οποίων ζητάει επιμόνως η Άγκυρα. Ο έλληνας πρωθυπουργός για άλλη μία φορά επανέλαβε ότι η Ελλάδα σέβεται τις αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών αρχών. Αρνήθηκε, επίσης, την αντιστοιχία της επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και των αιτημάτων της τουρκικής πλευράς αναφορικά με τις δικαιοδοσίες των μουφτήδων της Θράκης.
Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, σχεδόν στο σύνολό της, εξέφρασε επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα και το timing της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού, εν μέσω προκλήσεων και παραβιάσεων του εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο, όπως και για τα αποτελέσματά της. Ιδιαίτερα επικριτικό ήταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπήρχε κατάλληλη προετοιμασία για μια τέτοια επίσκεψη –χωρίς όμως να κατονομάσει τα πιθανά ελλείμματα της προετοιμασίας–, για να προσθέσει στη συνέχεια ότι η πραγματοποίηση της επίσκεψης έγινε με προεκλογικά κριτήρια.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι στη χώρα μας οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν ότι στα θέματα εξωτερικής πολιτικής απαιτείται μεγαλύτερη ανοχή και ευρεία συναίνεση. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ευαίσθητους τομείς, η προσέγγιση των οποίων δεν είναι δυνατή με απλοϊκούς τρόπους. Κυρίως δε όταν αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που είναι άκρως περίπλοκες και πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της πολεμικής αναμέτρησης.
Πιθανόν ένα μέρος της ευθύνης να φέρει και η κυβέρνηση ή οι εκάστοτε κυβερνήσεις, που δεν έχουν τις δέουσες επαφές με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς τουλάχιστον για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής σημασίας θα έπρεπε να εξασφαλίζεται ένα μίνιμουμ συναίνεσης. Για τον μέσο πολίτη λειτουργούν κάπως σαν τους φανατικούς οπαδούς, που επ’ ουδενί αποδέχονται την επιτυχία μίας άλλης, ανταγωνιστικής ομάδας.
Επί της ουσίας και σε σχέση με την τελευταία ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν ήταν ποτέ εύκολες και για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να περιμένουμε θαύματα και άμεσα αποτελέσματα. Εκτός της Ιστορίας, που έχει παίξει έναν αρνητικό ρόλο, η ευθύνη βαρύνει την τουρκική πλευρά. Μετά την εισβολή στη Κύπρο, συνεπεία και της άφρονος συμπεριφοράς της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η Άγκυρα αμφισβητεί συνεχώς κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο που πηγάζουν από διεθνείς συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο.
Ο τούρκος Πρόεδρος εισήγαγε τελευταίως και τους όρους «γαλάζια πατρίδα» και «πατρίδα της καρδιάς», που παραπέμπουν στο Αιγαίο. Φαίνεται όμως να ξεχνάει την ιστορία του λαού του, ο οποίος ξεκίνησε από τις στέπες της Μογγολίας, ενώ οι Έλληνες κατοίκησαν τα νησιά του Αιγαίου και την απέναντι γη της Ιωνίας αιώνες πριν και ανέδειξαν έναν ανεπανάληπτο πολιτισμό, στον οποίο στηρίχθηκε ο μετέπειτα δυτικός.
Ουδείς αμφισβητεί ότι και η Τουρκία έχει δικαιώματα στο Αιγαίο. Η διεκδίκηση όμως πρέπει να βασισθεί στις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου. Αν αυτό γίνει κατανοητό από την Άγκυρα, τότε οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και λαών μπορεί να αλλάξουν άρδην. Ο χρόνος θα δείξει αν και πόσο θα επιδράσει προς αυτήν την κατεύθυνση η συνάντηση της Άγκυρας.
Φωτό: REUTERS/HANDOUT