Π. Νεάρχου: Τουρκική αρπακτικότητα και κατευναστική πολιτική
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το προηγούμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών κατέστησε καχύποπτο κάθε καλοπροαίρετο πολίτη που πληροφορήθηκε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός θα πήγαινε να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν στην Άγκυρα. Τι νόημα και τι σκοπό είχε αυτή η επίσκεψη, μετά τη μέχρι παράνοιας κλιμάκωση των Τουρκικών προκλήσεων και αμφισβητήσεων; Δεν έφτασε στο σημείο η Τουρκική πολιτική να καταστήσει επίσημη θέση της τη διεκδίκηση Ελληνικών νησιών και να προβάλλει αμφισβητήσεις ακόμη και για την Κρήτη και για την Ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ νότια της Κρήτης, προς το Λιβυκό πέλαγος;
Δεν συνεχίσθηκαν ακόμη και λίγο πριν από την έναρξη της επισκέψεως του Έλληνα πρωθυπουργού οι προκλητικές παραβιάσεις του Ελληνικού εθνικού χώρου, οι παράνομες Τουρκικές NAVTEX και βεβαίως, οι παράνομες έρευνες του Τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Barbaros», συνοδευόμενου από δύο φρεγάτες, στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου;
Υπό τις περιστάσεις αυτές, ποιο νόημα και ποια προοπτική θα είχε η επίσκεψη στην Τουρκία του Έλληνα πρωθυπουργού; Ο αντίλογος είναι η γνωστή επωδός ότι θα πρέπει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να διατηρούνται ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και ο διάλογος, ακόμη και αν αυτός περιορίζεται εκ των πραγμάτων σε δευτερεύοντα θέματα χαμηλής πολιτικής.
Η επίσκεψη έγινε. Τα αποτελέσματά της, όσο μπορούν να κριθούν από τις επίσημες δηλώσεις, φαίνονται πενιχρά. Η Τουρκική πλευρά προέβαλε μια ημερήσια διάταξη που περιλαμβάνει όλες τις γνωστές Τουρκικές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις, από τη Θράκη, το Αιγαίο και τα ενεργειακά αποθέματα μέχρι την Κύπρο. Η Ελληνική πλευρά δεν έδωσε καμιά ημερήσια διάταξη. Το θέμα είναι σημαντικό γιατί ακριβώς η Τουρκική πλευρά προσπαθεί να επιβάλει τις αυθαίρετες διεκδικήσεις της ως δήθεν διμερείς «διαφορές», τις οποίες αναγνωρίζει και δέχεται να συζητήσει η Ελληνική πλευρά. Η σιωπή της τελευταίας όταν η Άγκυρα ανακοινώνει «ημερήσια διάταξη» συζητήσεων αφήνει αναπάντητη την Τουρκική προπαγάνδα.
Τι συζητήθηκε στη μακρά ιδιαίτερη συνάντηση Τσίπρα και Ερντογάν; Τι σημαίνουν οι δηλώσεις για επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο, σ’ επίπεδο Γενικών Γραμματέων των αντιστοίχων υπουργείων Εξωτερικών, ο «οδικός χάρτης» για την επίλυση των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων, ο ενισχυμένος διάλογος για το Κυπριακό, ιδιαίτερα στο θέμα της ασφάλειας;
Η επίσκεψη Τσίπρα εντάσσεται, δυστυχώς, σ’ ένα κλίμα ανανεωμένου και ενισχυμένου εξευμενισμού, που δεν αναχαιτίζει και δεν αποτρέπει την Τουρκική επιθετικότητα και τους αναθεωρητικούς και επεκτατικούς της σχεδιασμούς. Η Άγκυρα πιστεύει ότι μπορεί να συνδυάζει χωρίς πρόβλημα τη διεκδικητική της πολιτική έναντι της Ελλάδος, όσο προκλητική και υπερφίαλη και αν είναι, με μια πολιτική «καλών σχέσεων» που της εξασφαλίζει οφέλη και πλεονεκτήματα στις σχέσεις της ιδίως με την Ευρώπη και της ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή έχει ήδη πίσω της την ανατροπή από την Ελλάδα, επί κυβερνήσεως Σημίτη, της Ευρωπαϊκής της πολιτικής και την υποστήριξη, ουσιαστικά άνευ όρων, της Ευρωπαϊκής ενταξιακής πορείας της Τουρκία, με το έωλο επιχείρημα ότι δήθεν συμφέρει την Ελλάδα και την Κύπρο η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαρροή του χρόνου από τη δεκαετία του 1990 έδειξε πόσο «συμφέρει» την Ελλάδα και την Κύπρο η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Άγκυρα κλιμάκωσε από τότε τις διεκδικήσεις και την επιθετικότητά της. Η Ελλάδα όμως και η Κύπρος συνεχίζουν την ίδια ανούσια και ατελέσφορη πολιτική, ακόμη και όταν η ίδια η Τουρκία του Ερντογάν δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα από την προοπτική της εντάξεως. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, οικονομικά και στρατηγικά, στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σ’ αυτόν τον στόχο έρχεται συγκαταβατικός αρωγός η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος, την ίδια ώρα που κορυφώνεται η Τουρκική αρπακτικότητα εναντίον τους και αναλαμβάνονται προσπάθειες δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων σε βάρος τους. Η κατευναστική αυτή πολιτική φαίνεται μεταξύ άλλων στη στάση που τηρεί η σημερινή κυβέρνηση στο θέμα της λαθρομεταναστεύσεως. Έχοντας καταστεί όμηρος με την ακολουθούμενη πολιτική των ανοικτών συνόρων, υπερακοντίζει υπέρ της Άγκυρας και των ανταλλαγμάτων που διεκδικεί από την Ευρώπη, μεταξύ αυτών την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως, που έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα.
Η Τουρκία παρουσιάζεται ως θύμα που σηκώνει μεγάλο βάρος στο μεταναστευτικό και διεκδικεί από την Ευρώπη ανταλλάγματα και όχι ως μια χώρα που χειραγωγεί τις λεγόμενες μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η Ευρω-Τουρκική Μεταναστευτική Συμφωνία και τα κλειστά σύνορα στα Βαλκάνια ανέκοψαν τις μεγάλες ροές προς την Ευρώπη. Δεν τις ανέκοψαν όμως προς την Ελλάδα. Το 2018 εισήλθαν στη χώρα 48.000 παράνομοι μετανάστες. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν βρήκε να πει μία λέξη γι’ αυτό το θέμα στην Άγκυρα.
Αναρωτιέται επίσης κανείς ποιο νόημα έχει ο εξαγγελλόμενος «οδικός χάρτης» για την επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων. Ποια είναι η κοινή βάση, πάνω στην οποία μπορεί να γίνει αμοιβαίως αποδεκτή συζήτηση; Η Άγκυρα απορρίπτει το διεθνές δίκαιο και θέλει Ελληνική αποδοχή και διάλογο πάνω στις αυθαίρετες διεκδικήσεις της. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές και με βάση ένα συνυποσχετικό που θα τις αποδεχόταν ως νόμιμες «διαφορές», θα ήταν έτοιμη να δεχθεί την παραπομπή όλων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με σημαδεμένη τράπουλα.
Η γνωστή Τουρκική στρεψοδικία εκδηλώνεται με παρόμοιο τρόπο στο Κυπριακό. Ζητά «πολιτική ισότητα» στην Κύπρο, που υποκρύπτει την εξίσωση του 18% των Τουρκοκυπρίων με το 80% των Ελληνοκυπρίων και «ισότιμη συμμετοχή» των Τουρκοκυπρίων στα ενεργειακά αποθέματα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Διεκδικεί ουσιαστικά μια «λύση» που θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε Τουρκικό προτεκτοράτο.
Η εμπλοκή επομένως, από θέσεως μάλιστα αδυναμίας, σε διαλόγους που δεν είναι αυστηρά οριοθετημένοι και η καλλιέργεια πνεύματος κατευνασμού, όταν βοούν με αντίθετη φωνή τα γεγονότα, είναι πολιτική όχι απλώς ατελέσφορη, αλλά επικίνδυνη. Η Άγκυρα προσφεύγει απροκάλυπτα στην πολιτική της ισχύος για να προωθήσει τους σχεδιασμούς της. Η Ελλάδα, παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες της, πρέπει να ενισχύσει άμεσα τις αμυντικές και αποτρεπτικές της δυνατότητες, ως βασικό στοιχείο στρατηγικής.