Ν. Γ. Χαριτάκης: Άρχισαν τα όργανα…
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Θυμήθηκα τους στίχους του γνωστού τραγουδιού της επικεφαλίδας διαβάζοντας τις οικονομικές ειδήσεις την εβδομάδα που μας πέρασε. Το είχαμε προβλέψει ότι θα γίνουν, αλλά η πολιτικά κατευθυνόμενη ειδησεογραφία το απέκρυπτε επιμελώς.
Η πρώτη είδηση αφορούσε τη ΔΕΗ και τη δήλωση του κ. Παναγιωτάκη σε σχέση με την πολύπαθη νοηματική διαφορά στις έννοιες «πώληση περιουσίας» και «ξεπούλημα». Σύμφωνα με δήλωσή του «η ΔΕΗ πωλεί τις μονάδες (Μεγαλόπολης και Μελίτης), συμμορφούμενη με τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων, αλλά δεν πρόκειται να ξεπουλήσει». Η δεύτερη προέκυψε από τη δήλωση του κ. Δραγασάκη, που μας πληροφόρησε ότι «αν δεν γίνει κάτι (;) με τα ‘‘κόκκινα’’ δάνεια μπορεί να οδηγήσουμε τις τράπεζες να απαιτήσουν νέα κεφάλαια και αυτά να κληθεί (;) να τα βάλει πάλι ο έλληνας φορολογούμενος». Η τρίτη είδηση αφορούσε το «φιλικό» κλίμα των εταίρων στο Eurogroup προς τον εκπρόσωπό μας κ. Χουλιαράκη. Εξέφρασαν έντονη δυσαρέσκεια, μίλησαν για μικροκομματικές σκοπιμότητες και ήταν ιδιαίτερα δηκτικοί. Και μέσα σ’ όλα εξέφρασαν και την ανησυχία τους για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των δικαστικών αποφάσεων.
Όταν πριν από κάποιες εβδομάδες διατυπώναμε ακριβώς αυτές τις επιφυλάξεις, πάντα κάπως συγκεκαλυμμένα, γνωστός πολιτευόμενος της Δεξιάς σε προσωπική συζήτηση με αμφισβητούσε λέγοντάς μου φιλικά ότι δεν θα γίνει τίποτα από όλα αυτά γιατί οι λύσεις στην Ευρώπη είναι πολιτικές. Και όταν εξέφρασα τις αμφιβολίες μου, μου απάντησε θυμοσοφικά «περίμενε και θα δεις». Ας δούμε λοιπόν ένα προς ένα το νόημα των πολιτικών λύσεων που μας ανακοίνωσε η πολιτική ηγεσία της χώρας, από τον κ. αντιπρόεδρο μέχρι τον κ. διοικητή της ΔΕΗ, με στόχο να αξιολογήσουμε τη δυνατότητα πολιτικής λύσης.
Ο κ. Παναγιωτάκης διοικεί μια χρεοκοπημένη στην ουσία εταιρεία δικτυακού χαρακτήρα κατά το παρελθόν μ’ ένα έντονα ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Πρέπει να συρρικνωθεί άμεσα, πρέπει να απαλλαγεί από τα ζημιογόνα περιουσιακά της στοιχεία και πρέπει να δει τι θα κάνει με τις «κόκκινες» απαιτήσεις, που δεν θα εισπράξει ποτέ. Η ανανέωση ενός μεγάλου ομολόγου της είναι προ των πυλών και οι πιστωτές της, κυρίως ελληνικές τράπεζες, δεν αντέχουν άλλο να διατηρούν στο χαρτοφυλάκιό τους μη εμπορεύσιμα αγαθά (ομόλογα και δάνεια προβληματικών επιχειρήσεων). Το Δημόσιο κάνει ό,τι μπορεί κρατώντας τις τιμές υψηλά, με πρόσχημα τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ, και μάλιστα ακούει και την εισήγησή της για πιθανή αύξηση.
Το πλοίο βουλιάζει και η εισήγηση είναι μία: Κλείστε εργοστάσια και πουλήστε ό,τι μπορείτε, γιατί διαφορετικά θα πτωχεύσετε. Η πρόταση που υπογραμμίζουμε έχει γίνει από τεράστια εταιρεία οικονομικών συμβουλών με παγκόσμια φήμη και έχει εγκριθεί από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα. Και μάλιστα κατά παρέκκλιση των κανόνων ανταγωνισμού στην αγορά της ενέργειας. Η δικαιολογία ήταν ότι η ΔΕΗ ήθελε χρόνο για να προσαρμοστεί στη μετατροπή από καθολικό σε ανταγωνιστικό πάροχο. Ύστερα από όλα αυτά, η ΔΕΗ, αδιαφορώντας για την κατάρρευση και μη κάνοντας τίποτα όσον αφορά τον ισολογισμό της και τη βιωσιμότητά της, λέει ότι δεν ξεπουλάει και δεν ακούει τις εισηγήσεις των κοινοτικών αν δεν πάρει μία συμφέρουσα τιμή. Ποιον, αλήθεια, απειλεί;
Κατ’ αρχήν της υπενθυμίζουμε τι έγινε με τον διαγωνισμό του αεροδρομίου. Εκεί το Δημόσιο βρήκε συμφέρουσα μια τιμή και ύστερα από παρέμβαση των κοινοτικών ο διαγωνισμός οδήγησε σε τριπλασιασμό του τιμήματος. Άρα, για εμάς, τους ταπεινούς, μάλλον το Δημόσιο ξεπουλάει και όχι οι κοινοτικοί. Τι σημαίνει όμως ξεπούλημα περιουσίας, όταν οι πιθανοί ανταγωνιστές σου γνωρίζουν ότι αν δεν πουλήσεις, κλείνεις; Δηλαδή, πώς αντιμετωπίζει η αγορά τον πλειστηριασμό ενός ακινήτου, αν γνωρίζει ότι ο ιδιοκτήτης πάει φυλακή αν δεν πουλήσει; Ας προχωρήσουν λοιπόν οι διαδικασίες, ας φτιάξει η ΔΕΗ, βιαίως πλέον, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια ελιγμών, τον ισολογισμό της και ας συρρικνωθεί σε μερίδιο αγοράς κρατώντας τα μεγαλεία του παρελθόντος για να τα διηγείται κλαίγοντας.
Ο κ. Δραγασάκης ήταν αφοπλιστικός. Αφού χάρισε 45 δισ. παλαιές ανακεφαλαιοποιήσεις των φορολογουμένων στους ιδιώτες επενδυτές στην τελευταία αύξηση, αφού μεταβίβασε χωρίς αξιολόγηση ζημιών την ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες, μετατρέποντας το Δημόσιο από αποκλειστικό ιδιοκτήτη σε θεατή των ΓΣ, έρχεται σήμερα και μας τρομοκρατεί ότι μπορεί να κληθούμε και πάλι να συμβάλουμε σε νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Μια απλή ερώτηση: Μήπως σκέφτηκε να προτείνει αύξηση κεφαλαίων στις εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που σπρώχνονται στα ταμεία των τραπεζών, της εφορίας και των ασφαλιστικών οργανισμών και ρυθμίζουν τις ρυθμίσεις των οφειλών; Ως καλός αριστερός, αντί να αγοράσει τις τράπεζες, για να τις σώσει από τα χρέη των επιχειρήσεων, ας αγοράσει τις πτωχευμένες επιχειρήσεις. Οι τράπεζες ας λύσουν το πρόβλημα με τους μετόχους τους και τους ομολογιούχους τους. Και αν δεν καλύπτεται το πρόβλημα, ας πουληθούν. Σ’ αυτό τουλάχιστον δεν διαφωνούν οι μαρξιστές με τους φιλελεύθερους. Δεν μπορεί όμως ο κ. αντιπρόεδρος να τρομοκρατεί τον φορολογούμενο απειλώντας τον με περικοπή των καταθέσεών του, υπαινισσόμενος κατ’ επανάληψη συγχώρεση των λαθών που προκύπτουν από την αδράνεια των τραπεζικών διοικήσεων. Εκτός και αν νομίζει, ως γνήσιος αριστερός, ότι του επιτρέπεται να επιβάλλει υποχρεωτικά να τραγουδούν οι φορολογούμενοι της χώρας με αγαλλίαση το άλλο γνωστό τραγούδι «μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια…».
Ο κ. Χουλιαράκης χθες και ο κ. Τσακαλώτος σύντομα θα κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ μεταμνημονιακής και ενισχυμένης εποπτείας. Αργά κατάλαβαν ότι το τέλος των Μνημονίων εισάγει στη χώρα μας μια σκληρή, σκληρότατη επιτροπεία. Είχαμε κατ’ επανάληψη αναφέρει ότι σε αντίθεση με τα Μνημόνια, που ο κ. Μοσκοβισί μπορούσε με κάποιον τρόπο να μεθοδεύσει αναβολές και καθυστερήσεις, στην ενισχυμένη εποπτεία, που σήμερα υπαγόμαστε, την οικονομία της χώρας την αξιολογούν μόνο οι αγορές. Γιατί ό,τι και να γράφεται στον Τύπο, όσες δημοσιογραφικές πληροφορίες και αν ενισχύουν τη θέση της κυβέρνησης, όχι μόνο αυτής αλλά και όλων των επερχόμενων, μόνο οι αριθμοί, οι αξιολογήσεις των ανεξάρτητων αξιολογητών και οι προβλέψεις των αγορών μετράνε πλέον.
Θα το γράψουμε όσο ειλικρινά αλλά και συγκρατημένα μπορούμε. Στην οικονομία υφέρπει μία νέα φούσκα, η οποία ζητά εκτόνωση, για να μη σκάσει. Αν συνεχιστεί αυτή η διαδικασία, αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε μια νέα κρίση. Όπως και η προηγούμενη, έτσι και αυτή θα είναι δημοσιονομική. Όχι χρέους, αλλά ρευστότητας. Δεν θα είναι διεθνής, αλλά θα είναι εθνική και δεν θα επηρεάσει τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Το πρόβλημα δεν αφορά τις ανάγκες ρευστότητας της οικονομίας αλλά τη διαθεσιμότητα της ρευστότητας. Όταν τα επιτόκια είναι αρνητικά και η χώρα έχει πρόβλημα εξεύρεσης ρευστών διαθεσίμων το θέμα είναι άμεσο. Το να θριαμβολογούν οι υπεύθυνοι για 2,5 δισ., με μόνους πελάτες τους διαχειριστές αντιστάθμισης κινδύνου, είναι σαν να θεωρούμε ότι όταν τρέχει η αγέλη των βουβαλιών μπορούμε να σταθούμε στη μέση και εκείνα θα μας προσέξουν και θα μας σεβαστούν. Τα συγκεκριμένα χρεόγραφα είναι βούτυρο στο ψωμί της κερδοσκοπίας.
Ως κατάληξη λοιπόν και συμπέρασμα: Ας ελπίζουμε ότι θα πρυτανεύσει στο άμεσο μέλλον η εθνική υπευθυνότητα στην πολιτική ζωή του τόπου.