Η Συμφωνία των Πρεσπών, με επίφαση τη διπλή ονομασία, δίνει στους Σκοπιανούς την ψεύτικη Μακεδονική Ταυτότητα που ήθελαν πάντα

Η Συμφωνία των Πρεσπών, με επίφαση τη διπλή ονομασία, δίνει στους Σκοπιανούς την ψεύτικη Μακεδονική Ταυτότητα που ήθελαν πάντα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Ελλάδα ήταν σε θέση ισχύος. Είχε ως στρατηγικό πλεονέκτημα το βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είχε επίσης κανέναν λόγο η ίδια να επισπεύδει για λύση. Επισπεύδων ήταν τα Σκόπια, που αντιμετωπίζουν με άγχος τη συμβίωση με το Αλβανικό στοιχείο και την άνοδο των Αλβανικών διεκδικήσεων, στο πλαίσιο της ιδέας της μεγάλης Αλβανίας.

Γνωρίζουν ότι όσο διαρκεί το πρόβλημα με την Ελλάδα, η αναγνώριση των άλλων χωρών είναι μεγάλη διπλωματική επιτυχία, αλλά δεν αίρει την αστάθεια και την αβεβαιότητα και δεν δίνει προοπτική. Οι άλλες χώρες δεν θίγονται από την πλαστογραφία των Σκοπίων. Η μόνη χώρα που θίγεται είναι αυτή που αντιπροσωπεύει την πραγματική Μακεδονία και την Ιστορία και τον πολιτισμό της.

Εκτός από τα Σκόπια, υπήρχαν, δυστυχώς, και άλλοι επισπεύδοντες: Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρώτο ενδιαφερόμενο τη Γερμανία. Τα Βαλκάνια κατέχουν μια εξόχως στρατηγική θέση στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Βρίσκονται στο σημείο συναντήσεως τριών ηπείρων: Της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Αποτελούν σταυροδρόμι των καθέτων και των οριζοντίων αξόνων, που συνδέουν αντιστοίχως τα Βαλκάνια και την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή και το Σουέζ και την Αδριατική με τον Εύξεινο Πόντο.

Η κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία το 1999 άλλαξαν το γεωπολιτικό τοπίο. Η Ρωσία, που επί αιώνες ασκούσε σημαντική επιρροή στα Βαλκάνια και είχε σταθερούς συμμάχους, βρέθηκε σε θέση αδυναμίας επί Γιέλτσιν να υποστηρίξει τις θέσεις της και την επιρροή της και να αντιταχθεί στη Νατοϊκή και Αμερικανική επέμβαση.

Η εύθραυστη ειρήνη που επεβλήθη με τις Συμφωνίες του Dayton έδωσε χρόνο αναμονής για την επανάληψη και για τα Δυτικά Βαλκάνια του μοντέλου που εφαρμόσθηκε στις χώρες τις Ανατολικής και της ΝΑ Ευρώπης. Την εσπευσμένη, δηλαδή, ένταξή τους στους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προώθηση της διαδικασίας αυτής αντιμετωπίζεται μάλιστα με μια αίσθηση επείγοντος, λόγω αφενός του κινδύνου νέων εκρήξεων στις υπολανθάνουσες εστίες κρίσεως (Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο αλλά και Σκόπια) και αφετέρου λόγω της παλινορθώσεως της Ρωσικής ισχύος, που επιτρέπει στη Ρωσία να αντιμετωπίζει σήμερα με άλλα δεδομένα την επιχειρούμενη από τη Δύση έξωσή της από τα Βαλκάνια.

Μέσα στο γεωπολιτικό αυτό πλαίσιο, ήταν αναμενόμενο ότι θα ασκούνταν πιέσεις για την επίλυση του θέματος των Σκοπίων και την ένταξή τους κατ’ αρχήν στο ΝΑΤΟ. Γιατί όμως οι πιέσεις θα στρέφονταν αναγκαστικά κατά της Ελλάδος και όχι κατά των Σκοπίων; Λογικά, θα ανέμενε κανείς η Ελλάδα, που αναβαθμίσθηκε, υποτίθεται, γεωστρατηγικά μετά την κρίση στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις, να επωφεληθεί από τη συγκυρία και να διαπραγματευθεί με τους Αμερικανούς μια λύση στο θέμα των Σκοπίων, που θα βασιζόταν στις πραγματικότητες και όχι στην ιστορική παραχάραξη και στον σφετερισμό μιας ξένης ταυτότητας.

Γιατί όμως τα πράγματα ακολούθησαν μια ακριβώς αντίθετη φορά; Ένας λόγος είναι η πολιτική των ΗΠΑ να προσεταιρισθούν τους Σλάβους των Σκοπίων ικανοποιώντας τα «εθνικά» τους αιτήματα, αναλώμασι, βεβαίως, της Ελλάδος. Ένας άλλος λόγος είναι η προθυμία των Ελλήνων ιθυνόντων να διαβουκοληθούν με ωραία λόγια για δήθεν αναβαθμισμένο ρόλο στα Βαλκάνια, με την οποιαδήποτε «λύση» του θέματος των Σκοπίων. Ένας τρίτος λόγος είναι η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς, που μένει ανυποχώρητη γιατί προεξοφλεί την υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς υπό την πίεση του ξένου παράγοντα.

Η προσδοκία τους, δυστυχώς, δεν διαψεύσθηκε. Επιβεβαιώθηκε και εκπληρώθηκε πέρα από κάθε όριο. Η Ελλάδα της υποτιθέμενης Αριστεράς, με επίφαση τη διπλή ονομασία, έδωσε στα Σκόπια το όνομα της Μακεδονίας, αναγνωρίζοντας Μακεδονικό δήθεν έθνος, ταυτότητα και γλώσσα. Ανέτρεψε, με άλλα λόγια, την Ελληνική αμυντική στρατηγική για τη Μακεδονία, που έχει πίσω της 150 χρόνια, και έδωσε νομιμοποίηση στα γνωστά σχέδια και ιδεολογήματα της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς και του στρατάρχη Τίτο.

Διαβάζοντας κανείς το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών μένει άναυδος από τις αδιανόητες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς αλλά και από την προχειρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία αντιμετωπίσθηκε η διαπραγμάτευση των Ελληνικών θέσεων. Η επίσημη Ελληνική πλευρά προσπάθησε να συγκαλύψει τις υποχωρήσεις με αβάσιμους ισχυρισμούς ότι δήθεν δεν έγιναν ή ότι κακώς ερμηνεύονται. Η αλήθεια όμως βοά και είναι αναντίρρητη. Το αφήγημα ότι η διπλή ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» παίρνει πίσω το απλό «Μακεδονία» και αποτελεί επομένως βελτίωση και ότι η τροποποίηση του Συντάγματος απαλείφει τον αλυτρωτισμό δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική.

Η πραγματική κατάσταση γίνεται ολοφάνερη ήδη από το πρώτο άρθρο της Συμφωνίας. Στο 3α του πρώτου άρθρου αναφέρεται ως επίσημο όνομα του Δευτέρου Μέρους (των Σκοπίων) η «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Αμέσως μετά ακολουθούν οι παράγραφοι β, γ, δ, ε, στις οποίες γίνεται αντιστοίχως αναφορά σε «Μακεδονική ιθαγένεια», σε «Μακεδονική γλώσσα», σε διαφορετικό νόημα των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» για την κάθε πλευρά και σε κωδικούς χώρας που παραμένουν οι ίδιοι (ΜΚ και ΜΚD). Αλλάζουν μόνο οι κωδικοί των αυτοκινήτων.

Στο ίδιο άρθρο, προβληματικές είναι και άλλες παράγραφοι, ιδίως αυτή που αφορά εμπορικές ονομασίες και σήματα. Από όσα διαλαμβάνονται στη Συμφωνία, είναι σαφές ότι δεν προνοείται καμιά κατοχύρωση των εμπορικών επωνυμιών της Ελληνικής Μακεδονίας και το θέμα παραπέμπεται σε διμερή Επιτροπή και σε αρμόδιους διεθνείς Οργανισμούς.

Στα άλλα άρθρα της Συμφωνίας γίνεται σαφές ότι:
• Οι τροποποιήσεις του Συντάγματος αφορούν μόνο το προοίμιο και τα άρθρα 3 και 49. Εκτός από το γεγονός ότι η τροποποίηση του προοιμίου και των παραπάνω άρθρων δεν απαλείφει ουσιαστικά τον «Μακεδονικό» αλυτρωτισμό, τα άρθρα 36, 56 και 78, που αναφέρονται στον «Μακεδονικό λαό», δεν αναθεωρούνται.

Το προπαγανδιστικό ιδεολόγημα για δήθεν τριχοτόμηση της «Μακεδονίας» με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, παραμένει ενεργό, ενώ είναι γνωστό ότι αυτό αποτελεί σύγχρονο κατασκεύασμα και προπαγανδιστικό δημιούργημα δύο Τούρκων αξιωματικών. Δεν υπήρχε το 1913 καμιά έννοια «Μακεδονίας», όπως αυτή που εφηύρε αργότερα η Κομμουνιστική Διεθνής και ο Τίτο. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθόρισε απλώς τα σύνορα μεταξύ Ελλάδος, Βουλγαρίας και Σερβίας και δεν υπάρχει σ’ αυτήν καμιά αναφορά σε Μακεδονία.

Γεωγραφικά επίσης η Αρχαία Μακεδονία συνέπιπτε σχεδόν με τη σημερινή Ελληνική Μακεδονία, πέρα από την οποία εκτεινόταν κατά σειρά η Πελαγονία, η Παιονία και η Δαρδανία (στην περιοχή των Σκοπίων). Ο μύθος για δήθεν διαμελισμένη Μακεδονία άρχισε να προωθείται συστηματικά το 1993, μετά την έκδοση στην Άγκυρα του βιβλίου «Η Μακεδονία δεν είναι Ελληνική», που συνέγραψαν ο βοηθός Αρχηγός Επιτελείου της Τουρκίας, στρατηγός Κουρμάι Μπασκανλίκι και ο στρατηγός Οζνάλ Ερντογάν. Εκπροσωπώντας την Τουρκική πολιτική και προπαγάνδα, οι δύο Τούρκοι στρατηγοί «τεκμηρίωσαν» με χαλκευμένα στοιχεία και χάρτες την ιδέα της δήθεν τριχοτομήσεως της «Μακεδονίας», ενώ γνώριζαν ότι ούτε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ποτέ ενιαία γεωγραφική περιοχή με το όνομα Μακεδονία.

Η παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας και «Μακεδονικής ταυτότητας» στους Σκοπιανούς ανατρέπει πλήρως την Ελληνική θέση. Αντί να «λύσει» το πρόβλημα, όπως διατείνονται οι αρχιτέκτονες της Συμφωνίας, πυροδοτεί νέα μεγάλη έκρηξη πιστοποιημένου «Μακεδονισμού» που δημιουργεί κινδύνους αποσταθεροποιήσεως σ’ ολόκληρο τον βορειοελλαδικό χώρο. Η Συμφωνία αυτή είναι ένα απίστευτο διπλωματικό φιάσκο, με το οποίο δεν μπορεί να συμβιβασθεί η χώρα. Είναι μια ύβρις στην αλήθεια, την ιστορία και την Ελληνική ταυτότητα, για την οποία πρέπει να υπάρξει κάθαρση και αποκατάσταση με τον αγώνα του Ελληνικού λαού.


Σχολιάστε εδώ