Η στασιμότητα της παραγωγικότητας θέτει σε κίνδυνο τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας…
Το 2018 έκλεισε με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης.
Όμως, το νέο έτος, που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα είναι το τρίτο κατά σειρά έτος μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, ξεκινά με εντεινόμενους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με βάση όλες τις εκτιμήσεις, το 2019 θα είναι μια δύσκολη χρονιά. Στη διεθνή οικονομία επικρατούν συνθήκες ήπιας επιβράδυνσης, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να χειροτερεύσουν, καθώς οι αγορές κεφαλαίων έχουν εισέλθει σε αμυντική φάση και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή από μια πιθανή εντατικοποίηση των εμπορικών πολέμων παγκοσμίως σε συνδυασμό και με ένα ασύντακτο Brexit.
Οι τάσεις προστατευτισμού, που διαμορφώνονται κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές ροές, που πυροδοτούν ολοένα και περισσότερες εθνικιστικές τοποθετήσεις, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2019.
Οι προκλήσεις αυτές αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από εννιά χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα Μνημόνια με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.
Στην Ελλάδα, στο πολιτικό επίπεδο, θα υπάρξουν συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, που αυξάνουν την αβεβαιότητα. Ενώ τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη εξελίσσονται ικανοποιητικά, η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με ορατό τον κίνδυνο υποτροπής.
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται η περαιτέρω ενίσχυση της παραγωγικότητας της χώρας, ώστε η ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι η μεγέθυνση της οικονομίας εξακολουθεί να στηρίζεται σήμερα πρωτίστως στην εγχώρια ζήτηση, η οποία σε σημαντικό βαθμό τροφοδοτείται από τις εξαγωγές και τον τουρισμό, που θα είναι και οι πρώτοι τομείς που θα κινδυνεύσουν από έναν διεθνή κύκλο οικονομικής επιβράδυνσης.
Απαιτείται επομένως η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, η οποία πρωτίστως επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης των επενδύσεων, και δη των ιδιωτικών.
Μέχρι σήμερα, και σε όλα τα χρόνια της μνημονιακής πραγματικότητας, οι όποιες προσπάθειες αύξησης της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα πραγματοποιούνται κυρίως μέσω της διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών εργασίας αλλά και μέσω της απειλής απόλυσης και αντικατάστασης των υφιστάμενων εργαζομένων από τη μεγάλη δεξαμενή ανέργων. Όμως η άνοδος της παραγωγικότητας μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας έχει περιορισμένα όρια, που καθορίζονται από τις φυσικές αντοχές των εργαζομένων.
Ιστορικά η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων προέκυψε περισσότερο από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, από την αποτελεσματικότερη διοικητική λειτουργία των επιχειρήσεων καθώς και από τον εμπλουτισμό του εργατικού δυναμικού.
Ειδικά για το τελευταίο, η αύξηση του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων έχει συμβάλει στην απώλεια ή στασιμότητα των δεξιοτήτων, με επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα. Επιπλέον, μια μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας (ΜΚΕ) περισσότερο μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας παρά μέσω της μείωσης των μισθών είναι πιο αποτελεσματική καθώς:
α) Δεν πραγματοποιείται τόσο σε βάρος των καταναλωτικών δαπανών, με τις επακόλουθες (πολλαπλασιαστικές) επιπτώσεις στη ζήτηση και τελικά στο παραγόμενο προϊόν.
β) Συμβάλλει πιο αποφασιστικά στην απομείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ασφαλώς, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί έναν πιο μακροχρόνιο σχεδιασμό, που στη βάση του υπάρχει η αύξηση των επενδύσεων και η ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού.
Με απλά λόγια, οι έλληνες επιχειρηματίες έχουν σημαντική ευθύνη για την παρατηρούμενη στασιμότητα της παραγωγικότητας. Η μείωση του ΜΚΕ που επιτεύχθηκε την περίοδο των Μνημονίων είναι προφανώς αποτέλεσμα της μείωσης των ονομαστικών μισθών και όχι της αύξησης της παραγωγικότητας. Σήμερα, που πλέον η πολιτική των μειώσεων των ονομαστικών μισθών δεν τίθεται στο τραπέζι, εμφανίζεται ο κίνδυνος στασιμότητας της παραγωγικότητας.