Για την Ελένη, και όχι μόνο


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Προσπαθώντας να αδειάσω το μυαλό μου από τα γεγονότα των ημερών έστρεψα τις σκέψεις μου στην καθημερινότητα, που έχει γίνει ζοφερή και τόσο άγνωστη σε ανθρώπους της ηλικίας μου και όχι μόνο. Ποτέ μα ποτέ, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, δεν θυμάμαι να κοιμάμαι και να ξυπνάω ακούγοντας ένα καινούργιο γεγονός τραγικό και απάνθρωπο. Ποτέ οι άνθρωποι δεν επεδείκνυαν αυτήν την αγριότητα και την περιφρόνηση σε κάθε αξία, κατεβάζοντας τη ζωή σε επίπεδα αλόγιστου και αδιάφορου ζωντανού οργανισμού, που ενώ έχει την πολυτέλεια να ζει μέσα σε μια σύγχρονη κοινωνία, προτιμά τα σκοτάδια, την κρυφή της πλευρά, την εγκληματική και ασύδοτη.

Πώς να μη φοβάσαι τι μπορεί να συμβεί στο παιδί σου, το μεγαλωμένο με αγάπη, με αγάπη απέραντη, με πίστη στους ανθρώπους, με όνειρα και σχέδια για το μέλλον, όταν στέλνοντάς το για σπουδές στο στέλνουν άψυχο, βουβό, ταλαιπωρημένο σ’ ένα κουτί. Σοκαρισμένος, συγκλονισμένος κάθεσαι και σκέφτεσαι: Άξιζε, άραγε, να το αφήσεις, σε μια ηλικία που αποζητά την ανεξαρτησία του, να φύγει μακριά από την πατρική εστία; Πιστεύεις πως ναι! Αφού είναι γαλουχημένο με αξίες, αφού έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αφού ξέρει να προστατεύεται, γιατί όχι! Και όμως θα πρέπει να ξέρει ότι δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι. Πάντα θα υπάρχει ο κακός δαίμονας, που μπορεί να σε εκμηδενίσει σαν άνθρωπο και να καταστρέψει ό,τι πίστευες.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει κόσμος αγγελικά πλασμένος. Έτσι, κάθε στιγμή, ο άμοιρος γονιός είναι υποχρεωμένος να τρέχει από πίσω του, να βρίσκεται πάντα σε άμυνα, να προσπαθεί να ξεκλειδώνει αυτόν τον καινούργιο άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά του, το παιδί του να μπαίνει στην ψυχή του, να είναι πάντα ο μεγάλος του φίλος, γιατί σ’ αυτήν την ηλικία των 19-20 χρόνων η ανεξαρτησία του δίνει το δικαίωμα να μην πιστεύει ότι οι αποφάσεις του είναι λανθασμένες ή ότι οι επιλογές του είναι επικίνδυνες, όσο και καταστροφικές.

Για παράδειγμα, τον φίλο της παρέας, της συντροφιάς, το απογευματάκι στον καφέ τον θεωρεί αδελφικό, χωρίς να αποδέχεται το αντίθετο, δηλαδή ότι μπορεί να είναι ένα άθλιο πρόσωπο, γεμάτο επιθετικότητα και βία, ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την αθωότητα ή την αμέλειά του και να το αναγκάσει να φτιάξει έναν «Εφιάλτη», που δεν έχει την τόλμη να τον προδώσει, που ντρέπεται να μιλήσει για το τι συμβαίνει σε μια πόλη, κατά τα άλλα καθώς πρέπει. Δεν θέλω και δεν μπορώ να ξαναδώ εκείνο το χαριτωμένο μουτράκι στην τηλεόραση, που για όλους μας μοιάζει με το δικό μας παιδί.

Ούτε να φανταστώ την απίστευτη βαναυσότητα δύο αληταριών που είχαν το θράσος μετά τη θανάτωση της μικρής Ελένης να συνεχίσουν τη δράση τους, για την οποία μπορεί να καυχιόταν κιόλας ή να εξεβίαζαν χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα εγκληματικά για μένα. Και ο νόμος, η Αστυνομία, η προστάτιδα του απλού πολίτη δεν μπόρεσε να αντιληφθεί αυτήν την παρέα των περίεργων που χτυπούσαν ακόμα και άτομα με ειδικές ανάγκες. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι εκείνη η μάζωξη έξω από το ειδικό σχολείο μπορεί και να ήταν η καθημερινή αγορά ναρκωτικών και η αποπλάνηση ενός καινούργιου θύματος, ανήμπορου και ανίσχυρου; Ή φοβόντουσαν μήπως το νησί της Ρόδου χαρακτηριστεί ως δεύτερη εν απωλεία νήσος του Αιγαίου, αμαρτωλή και έκφυλη.

Πότε θα καταλάβουν οι Αρχές ότι εκτός από την πολιτική λιτότητας, τις υπογραφές δώθε και κείθε, αυτές που εξυπηρετούν συμφέροντα ξένων, με αντάλλαγμα άγνωστο στον κοσμάκη, υπάρχει και μια νεολαία, νεοσσοί ακόμα της ζωής, που χρειάζονται την προστασία του κράτους από ελεεινά υποκείμενα διαφόρων ειδών με άσχημες διαθέσεις, εγκληματίες του ονείρου (των παιδιών του καθενός μας) που πλάθεται μέσα στην οικογένεια για μια ζωή, μια καριέρα για πρόοδο για καθετί που θα μπορούσε να εκπληρώσει ό,τι μέσα στις σκέψεις του προσδοκά.

Και έρχεται μια καταιγίδα απίστευτα δυνατή. Ένας βράχος ξεκολλά από τη μέχρι τότε ήρεμη και γαλήνια φύση. Το σπίτι γκρεμίζεται. Χάνονται σε ένα βαθύ πηγάδι απελπισίας, σε χαλάσματα, σε χώματα, σε νερά ψυχές αλλοτινά ευτυχισμένες, που δεν υπάρχουν πια. Καμιά λέξη δεν μπορεί να παρηγορήσει αυτόν τον ατέλειωτο πόνο. Τα ερωτήματα καρφιά που σε ματώνουν. Τι έφταιξε, άραγε; Οι τύψεις σου κόβουν κομμάτια τη ζωή. Ξυπνάς και πετάγεσαι φοβισμένος, μουσκεμένος από την αγωνία, νομίζεις ότι ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που συγκλόνισε την ύπαρξή σου. Και τότε η αλήθεια είναι πως αναθεματίζεις την ώρα και τη στιγμή που άφησες το παιδί σου να φύγει.

Όλα αυτά σκέφτεσαι ότι θα μπορούσαν να είχαν εκλείψει, λες παραμιλώντας. Αν… Αν τι; Αν σταματούσες να κάνεις όνειρα, αν γύριζες πίσω στο χωριό παρέα με τα πρόβατα και τα γίδια σου, να μη σε ενδιαφέρει τι γίνεται στον κόσμο, να μη σε ενδιαφέρουν οι συνθήκες που αλλάζουν και συ δεν είσαι παρά ένας μονόχνοτος, αποδιοπομπαίος τράγος, εγκαταλελειμμένος στην άγνοιά σου ή να ξαναγίνεις τρωγλοδύτης γιατί φοβάσαι να ζεις μέσα στη σημερινή κοινωνία, που πρέπει πάση θυσία να ξαναβρεί το σταθερό βήμα της, να γίνει φύλακας, τιμωρός και εκτελεστής των νόμων που έχουν ξεφτίσει.

Άλλωστε, κάτι που θα μπορούσε να γλυκάνει όλη αυτήν την πίκρα είναι ότι η ζωή δεν είναι μόνο μαύρο, έχει και το άσπρο χρώμα, που μπορεί να μας κλείσει αργά και σταθερά τις βαθιές πληγές.


Σχολιάστε εδώ