Ν. Στραβελάκης: Επιστροφή στη μνημονιακή πραγματικότητα – Ο κατώτατος μισθός και η εποπτεία
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών σήμανε μάλλον το τέλος του μήνα του μέλιτος της κυβέρνησης με τους «θεσμούς». Η αιτία βρίσκεται βέβαια στην αποτυχία και του τρίτου Μνημονίου, επιτομή της οποίας είναι η σχεδόν βέβαια ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, όπως ψέλλισε και ο κ. Δραγασάκης την Πέμπτη 31/1.
Όμως κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η ένταση δεν πυροδοτήθηκε ούτε από τις τράπεζες, ούτε από την αποτυχημένη έξοδο στις αγορές, όπου το επιτόκιο του πενταετούς έφτασε στο απαγορευτικό 3,6% σε μια έκδοση μόλις 2 δισ., ούτε από την υστέρηση των εσόδων, που έφερε τη δέσμευση των λογαριασμών ΟΤΑ και ΔΕΚΟ, ούτε καν από τις παλινωδίες στη θέσπιση των 16 προαπαιτούμενων. Το τελευταίο άλλωστε είναι γνωστό εδώ και αρκετό καιρό.
Αυτό που έφερε αντιδράσεις ήταν η επιδίωξη της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11% ή 30 ευρώ περίπου τον μήνα καθαρά. Οι εξελίξεις, πέρα από το ότι καθιστούν ανέκδοτο τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί τέλους των Μνημονίων, έχουν ενδιαφέρον κυρίως γιατί αναδεικνύουν τις αντιφάσεις του κυβερνητικού αφηγήματος αλλά και την ουσία της πολιτικής της ΕΕ.
Όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση προσπαθεί να διασκεδάσει την απουσία επενδύσεων και τον εγκλωβισμό της οικονομίας στη στασιμότητα προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η αύξηση της κατανάλωσης θα φέρει τη μεγέθυνση. Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό η θέση αυτή έγινε αποδεκτή και από την Κομισιόν, που θεώρησε ότι η μη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων και η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης θα ενίσχυαν την οικονομική μεγέθυνση κατά 0,3%.
Η αφελής κ. Αχτσιόγλου μάλιστα το έδεσε και όταν παρουσίασε την πρότασή της για τον κατώτατο μισθό μίλησε για «wage driven growth» (μισθολογικά ωθούμενη οικονομική μεγέθυνση). Δυστυχώς για τους μισθωτούς, όμως, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της μνημονιακής επιτροπείας που συμφώνησε η κυβέρνηση δεν συμμερίζεται αυτήν την καλετσκιανή (από τον πολωνό οικονομολόγο Μίχαλ Καλέτσκι, που την πρωτοδιατύπωσε) άποψη. Στη νεοφιλελεύθερη λογική του οι μισθοί αντίθετα με τις συντάξεις είναι πέραν πάσης αμφιβολίας διαρθρωτικό και όχι δημοσιονομικό μέτρο. Κοντολογίς, πρέπει να μείνουν συμπιεσμένοι σε επίπεδα πείνας, χάριν κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας. Η Έκθεση Συμμόρφωσης της Κομισιόν με ημερομηνία 20 Ιουνίου 2018, που επισημοποίησε, υποτίθεται, την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, δεν αφήνει αμφιβολία και γράφει (σελ. 20):
«Η Ελλάδα έχει κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο στη διάρκεια διαδοχικών προγραμμάτων (σ.σ.: Μνημονίων) να ανακτήσει μισθολογική και κοστολογική ανταγωνιστικότητα (δηλαδή πετσόκοψε τους μισθούς), που χρειάζεται να διαφυλαχθεί τα επόμενα χρόνια, ώστε να επιτευχθεί διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση… Για τον σκοπό αυτό… είναι απαραίτητη η πλήρης εφαρμογή του μηχανισμού διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε το 2012 ως μέρος του προγράμματος του EFSF…».
Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να ομολογήσει ότι έχει συναινέσει σε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, που βασικό του συστατικό είναι η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση. Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να δίνει αντίδωρα υπό μορφή επιδομάτων ώστε να το κάνει πιο ανεκτό. Το χειρότερο όμως είναι ότι το πρόγραμμα αυτό είναι αδιέξοδο. Η μείωση των μισθών δεν εξασφαλίζει αποκατάσταση της κερδοφορίας, πολλώ δε μάλλον της ανταγωνιστικότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι δανειστές απαιτούν την τιτλοποίηση των «κόκκινων» δανείων και την επίσπευση των πλειστηριασμών τόσο για περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεων όσο και για κατοικίες.
Πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσουν χώρο για το κεφάλαιο, καθώς και μείωση των τιμών για διαρκή καταναλωτικά αγαθά, όπως τα σπίτια. Θεωρούν ότι αυτό σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς θα αυξήσει τις αποδόσεις και θα προσελκύσει επενδύσεις. Είναι μια φενάκη, αφού η καπιταλιστική κρίση σοβεί και σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν πλέον ότι μπαίνει σε νέα φάση επιβράδυνσης. Στην πραγματικότητα ζούμε μια παρατεταμένη λιτότητα, καταστροφική για τις λαϊκές ανάγκες, που δεν ανέχεται ούτε συμβολικές αυξήσεις των 30 ευρώ τον μήνα. Το χειρότερο είναι ότι η πολιτική αυτή στο πλαίσιο της ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτη.
Δεν ξέρω ποιος θα είναι ο επικοινωνιακός χειρισμός αυτής της αντιπαράθεσης γύρω από τον κατώτατο μισθό. Μπορεί το θέμα να μείνει στην επικοινωνία, να χρησιμοποιηθεί από την κυβέρνηση για κάποιο στρίβειν διά των εκλογών ή, τέλος, να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός, στη βάση ότι η μείωση του αφορολόγητου θα πάρει πίσω τις πενιχρές αυξήσεις. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι η πολιτική της υπέρβασης της λιτότητας μέσω της πιστής εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων που εισηγείται η κυβέρνηση είναι ένα ακόμη αδιέξοδο αφήγημα που αποβλέπει στον αποπροσανατολισμό του κόσμου.