Οι Πρέσπες ένωσαν τη ΝΔ

Οι Πρέσπες ένωσαν τη ΝΔ

Σε ενιαία γραμμή Μητσοτάκης, Καραμανλής, Σαμαράς

-Το φιάσκο με την πρόταση δυσπιστίας

Σε ενιαίο, όσο και συμπαγές μέτωπο –για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό τα τελευταία χρόνια– εμφανίσθηκε η Νέα Δημοκρατία ως προς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Το εθνικό ζήτημα έδρασε ως συγκολλητική ουσία, με αποτέλεσμα η ηγεσία αλλά και τα κορυφαία στελέχη να ευθυγραμμιστούν τόσο στην αυστηρή κριτική τους προς την κυβέρνηση όσο και στις επισημάνσεις για τους εθνικούς κινδύνους που εγκυμονεί η συγκεκριμένη Συμφωνία.

Με κάποιες ενδεχομένως διαφοροποιήσεις σε επιμέρους πτυχές της υπόθεσης, που ωστόσο δεν αλλοιώνουν τη γενική θετική εντύπωση.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε τη Συμφωνία «εθνική ήττα» και «εθνικό λάθος», που προσβάλλει την ιστορία της πατρίδας και δεν έπρεπε να υπογραφεί, ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «παραχώρησε» στη γειτονική χώρα εθνότητα και γλώσσα. Από την πλευρά του ο Κ. Καραμανλής ε­γκάλεσε την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό τονίζοντας ότι δεν αξιοποίησαν τη θετική για τη χώρα μας απόφαση του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι.

Κατηγόρησε δε τον κ. Τσίπρα για το γεγονός ότι ακολούθησε μια τακτική που προκάλεσε οξύτητα και έφερε τον διχασμό, αντί να επιδιώξει την εθνική συνεννόηση. «Η Συμφωνία δεν λύνει το πρόβλημα, δημιουργεί πολύ μεγαλύτερο», σημείωσε ο Αντ. Σαμαράς, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα υποχωρεί σε όλα δίνο­ντας στα Σκόπια και ονομασία και γλώσσα και εθνότητα.

Για «δύσκολη και στενάχωρη ημέρα για την Ελλάδα» έκανε λόγο ο κ. Μητσοτάκης σε δηλώσεις του αμέσως μετά την ψηφοφορία στη Βουλή, προσθέτοντας ότι «η κυβέρνηση με μια ευκαιριακή πλειοψηφία ψήφισε την επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών».

Κατηγόρησε εκ νέου τον πρωθυπουργό ότι εγκατέλειψε εθνική γραμμή δεκαετιών και για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει «είπε ναι εκεί που όλοι οι προκάτοχοί του είπαν όχι». Τέλος κατήγγειλε ότι «τα κομματικά παζάρια και ο κυνισμός του ΣΥΡΙΖΑ επικράτησαν του εθνικού συμφέροντος». Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δεσμεύθηκε να αγωνιστεί προκειμένου να αμβλυνθούν οι αρνητικές για τη χώρα μας συνέπειες της Συμφωνίας, αν και, όπως έχει κατ’ επανάληψη πει, η κύρωσή της από τη Βουλή και στη συνέχεια η κύρωση του πρωτοκόλλου ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ δημιουργεί δεδομένα που δεν μπορούν να ανατραπούν.

«Οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα πρέπει να βρουν τρόπο να διαπραγματευθούν (σ.σ.: τη Συμφωνία). Δεν θα είναι εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο», είναι η άποψη του κ. Σαμαρά, ο οποίος με τον τρόπο αυτό βάζει πιο ψηλά τον πήχη για τον κ. Μητσοτάκη, αν μετά τις εκλογές αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού.

Ο τελευταίος πάντως περιόρισε το πεδίο δράσης μόνο σε ό,τι αφορά τη μελλοντική ένταξη της γειτονικής χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επισήμανε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν σχετίζεται με την ενταξιακή πορεία και η χώρα μας μπορεί ανά πάσα στιγμή να ασκήσει βέτο στη διαδικασία. «Αυτό το δικαίωμα της
πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω», είπε ο κ. Μητσοτάκης.

Η πρόταση δυσπιστίας που δεν… κατατέθηκε!
Σημείο τριβής στα ενδότερα της Νέας Δημοκρατίας αποτέλεσε –τις ημέρες που προηγήθηκαν της ψηφοφορίας– το ενδεχόμενο να κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Ένθερμοι υποστηρικτές ήταν –σύμφωνα με πληροφορίες– Αντ. Σαμαράς, Άδ. Γεωργιάδης και ορισμένοι ακόμη βουλευτές που κινούνται στην ίδια πτέρυγα της παράταξης. Φαίνεται δε ότι κάποια στιγμή έκαμψαν τις επιφυλάξεις του Κυρ. Μητσοτάκη, εξ ου και οι σχετικές πληροφορίες από το πρωί της Δευτέρας διακινούνταν από παράγοντες της Πειραιώς.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλες συσκέψεις με ή χωρίς τον κ. Μητσοτάκη, όπου εξετάσθηκαν λεπτομερώς τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας πολιτικής πρωτοβουλίας. Δεδομένου ότι –βάσει και της διάταξης των δυνάμεων στη Βουλή– η πρόταση δυσπιστίας δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρώσει τον «μαγικό αριθμό» των 151, στην Πειραιώς επικεντρώθηκαν στα επιμέρους οφέλη. Θα μπλόκαραν μεν την κύρωση της Συμφωνίας, αλλά αυτό μόνο για δύο ημέρες. Θα είχαν την ευκαιρία να ασκήσουν κριτική κατά της κυβέρνησης, αλλά η συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας τους παρείχε πολλαπλές ευκαιρίες.

Στη συζήτηση μπήκε αναγκαστικά και η αντίδραση που θα υπήρχε από παράγοντες εκτός Ελλάδας, που κάθε άλλο παρά ευχαριστημένοι θα ήταν με την αναστάτωση αυτή. Ως εκ τούτου, ο κ. Μητσοτάκης και τα στελέχη που συγκροτούν το επιτελείο του κατέληξαν στην απόφαση να μην κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας, με το… σκεπτικό ότι η κίνηση αυτή θα συσπείρωνε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θα έδινε την ευκαιρία στον Π. Καμμένο να επιδοθεί σε πατριωτικές κορόνες. Η δε Νέα Δημοκρατία δεν θα είχε κανένα πολιτικό όφελος.


Σχολιάστε εδώ