Οι κακοί οιωνοί της επόμενης ημέρας των Πρεσπών

Οι προκλήσεις στην εφαρμογή μιας προβληματικής Συμφωνίας

-Νομιμοποιήσαμε τη βάση του «Μακεδονικού αλυτρωτισμού» και του «Μακεδονισμού»!

H Συμφωνία των Πρεσπών, παρά την αντίδραση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού και των πολιτικών δυνάμεων, αποτελεί πλέον μέρος της ζωής μας, έχοντας αφήσει βαθιά τραύματα στον εθνικό κορμό και βαθιά καχυποψία των πολιτών για τις προθέσεις εκείνων που την επέβαλαν αλλά και για τις διαθέσεις μερικών εξ όσων την πολέμησαν.

Κυρίως όμως η Συμφωνία αυτή αφήνει ανοικτούς λογαριασμούς με την άλλη πλευρά, που δεν θα χρειάζονται κάθε φορά παρά μία μικρή σπίθα για να αναζωπυρωθούν φωτιές από το παρελθόν.

Το μεγάλο λάθος της κυβέρνησης και όσων διαπραγματεύθηκαν τη Συμφωνία είναι ότι στις πράξεις τους καθοδηγήθηκαν από το κομματικό πολιτικό συμφέρον, θεωρώντας ότι προέχει μια όποια λύση του ονοματολογικού και όχι μια καλή λύση, προκειμένου να διεμβολίσουν άλλους πολιτικούς χώρους και να ανασυνθέσουν το πολιτικό σκηνικό κατά το δοκούν. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε το ονοματολογικό και η αντιπολίτευση, θεωρώντας ότι με την κακή συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση θα μπορέσει να αρθρώσει αντιπολιτευτικό λόγο, καθώς στα θέματα της οικονομίας και της μεταμνημονιακής εποπτείας οι διαφοροποιήσεις από την έξωθεν υπαγορευμένη πολιτική δεν είναι δυνατές.

Σε αυτό το νοσηρό και προβληματικό σκηνικό επιχειρήθηκε να δοθεί λύση σε ένα ζήτημα που βασανίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική σχεδόν 130 χρόνια και στη νέα του έκφανση από το 1991. Διότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ απλώς το όνομα του κράτους, αλλά ο «μακεδονικός αλυτρωτισμός», ο οποίος επιβιώνει με την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας» από την Ελλάδα.

Και αρκετές φορές ακούσθηκε στη Βουλή το αφελές επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο «δεν είχαμε εμείς μακεδονική γλώσσα, ούτε μακεδονική ταυτότητα, συνεπώς αδίκως κατηγορείται η κυβέρνηση ότι εκχώρησε κάτι που δεν έχει…». Είναι πραγματική στρεψοδικία αυτό που επιχειρείται. Γιατί είναι σαφές ότι δεν συνιστά εκχώρηση με τη μορφή αυτή που υπονοούν τα κυβερνητικά στελέχη. Αλλά είναι αναγνώριση γλώσσας και ταυτότητας, που ενώ έχουν σαφή σλαβικό προσδιορισμό και αναφέρονται σε μικρό μόνο μέρος του εδάφους της συνολικής γεωγραφικής έννοιας της Μακεδονίας, αναγνωρίσθηκαν από την Ελλάδα ως «μακεδονικές».

Αυτό είναι το μεγάλο ολίσθημα αυτής της Συμφωνίας, καθώς πλέον με την υπογραφή της Ελλάδας αναγνωρίζεται και νομιμοποιείται ακριβώς αυτή η βάση του «μακεδονικού αλυτρωτισμού» και του «μακεδονισμού», η ύπαρξη δηλαδή «μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας».

Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή δυστυχώς ακούσθηκαν πολλές ανακρίβειες, όπως και το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο «πλέον η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους όρους ‘‘Μακεδονία’’ και ‘‘Μακεδόνας’’». Αυτό συνιστά τρανταχτό ψέμα. Με τη Συμφωνία πλέον η Ελλάδα αποδέχεται και αναγνωρίζει το δικαίωμα της γειτονικής χώρας να χρησιμοποιεί ελεύθερα τους δύο αυτούς όρους.

Πολύ απλά, δηλαδή, ε­γκλωβίστηκε και μπήκε σε μια συζήτηση, στην κατάληξη της οποίας είτε θα έπρεπε να απαρνηθεί η Ελλάδα τη χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» είτε να αναγνωρίσει το ίδιο δικαίωμα στην άλλη πλευρά, όπως και έκανε τελικά.
Ο «μακεδονισμός» στην άλλη πλευρά των συνόρων έχει πλέον και την ελληνική σφραγίδα…

Η Συμφωνία αυτή έκανε μία ιδεολογική υπέρβαση, θεωρώντας ότι μόλις μπουν οι υπογραφές και μόλις μπουν στα υπουργεία της γειτονικής χώρας οι τα­μπέλες με το νέο όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» όλα θα ξεχασθούν και οι ακροδεξιοί εθνικισμοί (όπως χαρακτηρίζουν κάθε φωνή που εναντιώνεται στη Συμφωνία) θα κοπάσουν.
Θα ήταν ευχής έργον αν οι διεθνείς σχέσεις ακολουθούσαν μηχανιστικά τις υποθέσεις εργασίας σε κάποιο υπουργείο Εξωτερικών ή σε κάποιο ακαδημαϊκό γραφείο.

Η Συμφωνία των Πρεσπών αφήνει ζητήματα άλυτα και κυρίως ανοίγει νέα. Για τη γλώσσα και την ταυτότητα έχει γίνει μεγάλη και εξαντλητική συζήτηση και έχουν αναδειχθεί όλα τα επίμαχα ζητήματα.

Οι εμπορικές χρήσεις των όρων «Μακεδονία» και «μακεδονικός» έχουν μείνει στον αέρα. Οι αλλαγές των εγγράφων στο εσωτερικό της χώρας θα παραμείνουν σε εκκρεμότητα καθώς έχουν συνδεθεί με ένα εντελώς ρευστό χρονοδιάγραμμα, όπου ανά τομέα θα γίνεται η αλλαγή πέντε χρόνια μετά το… κλείσιμο του αντίστοιχου κεφαλαίου των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ!

Ακόμη και το Σύνταγμα της χώρας θα παραμένει ως έχει για λόγους συμβολικούς, με τις αναφορές σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας», σε «μακεδονικό λαό και σε «μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες», με τις τροπολογίες οι οποίες εγκρίθηκαν και αποτελούν προϋπόθεση για την κύρωση της Συμφωνίας να μπαίνουν ως επισυναπτόμενα έγγραφα στο τέλος του Συντάγματος…

Τα διαβατήρια θα παραμένουν ως έχουν, δηλαδή διαβατήρια της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», με αναγραφή «μακεδονικής εθνικότητας», μέχρι να λήξουν και αντικατασταθούν, μετά από μία πενταετία…

Μπορεί ο κ. Μπόλαρης να δηλώνει ότι οι εκπρόσωποι της ΠΓΔΜ δεν ζήτησαν κάτι στην επανεξέταση των σχολικών βιβλίων (στην πρώτη συνάντηση της μεικτής επιτροπής), αλλά φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ζητήσουν αλλαγές και στα ελληνικά σχολικά βιβλία στην επόμενη συνάντησή τους, καθώς η Συμφωνία τους δίνει αυτό το δικαίωμα.

Λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι η χρήση του όρου «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «μακεδονικός» από την άλλη πλευρά επισημοποιείται πλέον και με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας για κάθε φορέα, δραστηριότητα, σύλλογο, οντότητα, επιχείρηση που δεν χρηματοδοτείται από το κράτος. Και αυτό είναι κάτι που θα αποτελεί μόνιμη εστία τριβής στις καθημερινές διμερείς σχέσεις.

Όσο για τις παρενέργειες και τις επιπτώσεις στο εσωτερικό, μπορεί μεν η Συμφωνία να δεσμεύει την άλλη πλευρά ότι δεν θα αναμειχθεί σε εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, ούτε θα επιδείξει ενδιαφέρον για έλληνες πολίτες, όμως πλέον, ειδικά με τη διευκρίνιση που προσφέρθηκε στην άλλη πλευρά (ότι η γλώσσα είναι «μακεδονική», αλλά ανήκει στη σλαβική οικογένεια γλωσσών) θα είναι αδύνατον κάποιο ελληνικό δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα ελλήνων πολίτων ή φορέων με συγκεκριμένη στόχευση, όπως είναι το Ουράνιο Τόξο, για ίδρυση φροντιστηρίων και συλλόγων για την προώθηση της «μακεδονικής γλώσσας» και του «μακεδονικού πολιτισμού και κουλτούρας» στις περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας…

Δυστυχώς, σε ένα σοβαρότατο επί της ουσίας αλλά και για το διεθνές κύρος της χώρας μας ζήτημα επελέγη ο γνωστός δρόμος του διχασμού και της αντιπαράθεσης για μικροπολιτικές και μικροκομματικές σκοπιμότητες. Και αυτό είναι κάτι που πάντοτε πλήρωσε ο Ελληνισμός. Μακάρι να διαψευσθούν οι κακοί οιωνοί…

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ