Δημήτρης Σιούφας: Ο πολιτικός και ο άνθρωπος

Δημήτρης Σιούφας: Ο πολιτικός και ο άνθρωπος

Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Ανάπτυξης
και Γενικού Γραμματέα της Βουλής των Ελλήνων
(Απρίλιος 2004 – Οκτώβριος 2009)


Κάθε ιστορική εποχή, όπως αυτή χρονικά προσδιορίζεται, χαρακτηρίζεται από την ηγετική παρουσία πολιτικών προσωπικοτήτων που επηρέασαν καταλυτικά την πορεία μιας χώρας. Για τη χώρα μας, ελάχιστοι θα διαφωνήσουν ότι ο εικοστός αιώνας σφραγίστηκε από την παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δίχως να υποβαθμίζεται η διαδρομή, στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, σημαντικών πολιτικών ηγετών, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Σε αυτούς που ο ιστορικός αφιερώνει ελάχιστες μόνο αράδες για να καταγράψει τη δική τους πολυσήμαντη παρουσία είναι πρόσωπα που επέλεξαν να παραμείνουν αφοσιωμένα σε χαρισματικούς ηγέτες και ας είχαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.

Ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου και ο Αντώνης Λιβάνης είναι δύο από τις περιπτώσεις αυτές. Συνήθως σιωπηλοί και ας γνώριζαν (ή γνωρίζουν στην περίπτωση του δεύτερου) πολύ περισσότερα από τους δήθεν επαΐοντες που κάνουν… θόρυβο.

Ο Δημήτρης Σιούφας ανήκε σε μια τρίτη κατηγορία.

Αν και διέθετε ισχυρή προσωπικότητα και πολιτική αυτονομία (εξελέγη 11 συνεχείς φορές βουλευτής), συνδύαζε την αφοσίωση στην κομματική παράταξη με την πίστη του στη δημοκρατία και την αγάπη του στην πατρίδα. Γεννημένος στην επαρχία το 1944, ενηλικιώθηκε στη δύσκολη πρώτη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή εποχή. Το τελευταίο στοιχείο χαρακτήρισε την προσωπικότητά του, καθώς η Καρδίτσα, κατά την εποχή του εμφυλίου, βίωσε πραγματικές μάχες μεταξύ των μεν και των δε. Ίσως για αυτόν τον λόγο ο ίδιος πίστευε τόσο πολύ στην ενότητα του λαού, στον δημοκρατικό διάλογο, στην ανάδειξη της επιχειρηματολογίας κατά την πολιτική αντιπαράθεση και στον σεβασμό του πολιτικού αντιπάλου.

Πρωτογνωριστήκαμε το 1990, όταν ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και εγώ νεαρός οικονομολόγος, σύμβουλος του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά. Μου τηλεφωνούσε συχνά πυκνά για να ζητήσει εξηγήσεις ή σύντομα σημειώματα για να υποστηρίξει νομοσχέδια ή τροπολογίες του υπουργείου Οικονομικών. Μου είχε τότε αναφέρει, με τη σεμνότητα που τον διέκρινε, ότι δεν ήθελε να ενοχλεί τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών, που εξ ορισμού είχε επιφορτιστεί με ένα δυσβάστακτο φορτίο.

Το 1991 έγινε υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λίγο αργότερα υπουργός Υγείας, συνδέοντας το όνομά του με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τον νόμο 2084, που καταγράφηκε ως «νόμος Σιούφα».
Αν και καταξιωμένος πολιτικός πρώτης γραμμής, όταν έγινε υφυπουργός και μετέπειτα υπουργός δεν με ξέχασε. Μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να γίνω μέλος της επιτροπής που είχε συστήσει για τη μελέτη της διαχείρισης των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων. Στην επιτροπή αυτή συμμετείχαν σημαντικοί τεχνοκράτες, όπως ο τότε γενικός γραμματέας του υπουργείου και στενός συνεργάτης του Γιάννης Βαρθολομαίος, ο καθηγητής και μετέπειτα Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιώργος Προβόπουλος, ο καθηγητής Γιώργος Οικονόμου και πολλοί άλλοι.

Στα μέσα του 1993 μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να συναντηθούμε στο γραφείο του. Ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος, καθώς είχε επιτύχει, με τον παροιμιώδη πρακτικό τρόπο που χειριζόταν τα προβλήματα, να επιλύσει όλες τις εκκρεμότητες και να λειτουργήσει επιτέλους το Ωνάσειο Νοσοκομείο που επί σειρά ετών αποτελούσε… «γεφύρι της Άρτας». Μου έκανε μια τιμητική πρόταση συνεργασίας. Δεν αποδέχθηκα την πρότασή του, καθώς θεωρούσα ότι ήμουν πολύ νέος για μια υψηλόβαθμη θέση σε έναν εποπτευόμενο από τον ίδιο κρατικό οργανισμό.

Στην πορεία του χρόνου, όταν συνδεθήκαμε περισσότερο, διαπίστωσα ότι ο Δημήτρης Σιούφας ξεχώριζε για την πίστη του σε νέους ανθρώπους που ο ίδιος θεωρούσε ότι είχαν τις δυνατότητες να προσφέρουν από υψηλές θέσεις ευθύνης. Κριτήριο των επιλογών του ήταν μόνο η εργατικότητα, το ήθος και η αποτελεσματικότητα των συνεργατών του. Κυρίως να μην εργάζονται με το μυαλό στο ρολόι. Δεν είχε καλή σχέση με αυτό και ποτέ δεν τον είδα να φορά ρολόι.

Όταν μετά τις εκλογές του 1993 η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην αντιπολίτευση και εγώ στον ιδιωτικό τομέα, ο Δημήτρης Σιούφας αναδεί­χθηκε στα ύπατα κομματικά αξιώματα του γραμματέα του Πολιτικού Σχεδιασμού, του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, του μέλους του Πολιτικού Συμβουλίου και του γενικού γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Ήταν τότε (περίοδος 1993-2004) που εξελίχθηκε σε κορυφαίο κομματικό στέλεχος, σε ένα άτυπο Νο 2, όπως έλεγαν οι άλλοι, γιατί ο ίδιος ουδέποτε αποδέχθηκε κάτι τέτοιο.

Κατά χρονικά διαστήματα με καλούσε στο πολιτικό του γραφείο ζητώντας απόψεις και σημειώματα για την εκτέλεση ή τη συζήτηση των προϋπολογισμών. Αν και ήταν ήδη επίλεκτο μέλος της ηγετικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας παρέμενε φιλικός και προσηνής σε όλους. Γνώριζε να ακούει και να καταγράφει απόψεις.

Τον Μάρτιο του 1997, εν μέσω εξελίξεων για την ανάδειξη του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, συναντηθήκαμε με δική του, όπως πάντοτε, πρωτοβουλία. Αφού συζητήσαμε για τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, μου ανέφερε ότι ο ίδιος κατά την κορυφαία εσωκομματική διαδικασία θα παρέμενε πιστός στον Μιλτιάδη Έβερτ. Το θεωρούσε αυτονόητο καθήκον του απέναντι στον πολιτικό μέντορά του από την εποχή της ΕΡΕΝ, σε εκείνον που τον είχε προσλάβει ως νεαρό νομικό στον Όμιλο Ανδρεάδη και τον είχε στηρίξει στα πρώτα του πολιτικά βήματα.

Όταν του επιχειρηματολόγησα ότι το συμφέρον της παράταξης ήταν, κατά την άποψή μου, η εκλογή στην ηγεσία του Κώστα Καραμανλή, αφού συμφώνησε μαζί μου για τα χαρακτηριστικά του, περιορίστηκε να αναφέρει: «Ο κάθε ένας σταθμίζει τα γεγονότα και κάνει τις προσωπικές του επιλογές. Εγώ έχω κάνει τις δικές μου ως πολιτικός αρχών και πεποιθήσεων».

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2005, ο ίδιος ισχυρός υπουργός Ανάπτυξης, ως στενός του συνεργάτης πλέον και γενικός γραμματέας του ίδιου υπουργείου ήμουν παρών όταν σε τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στην πολιτική προσωπικότητα του Μιλτιάδη Έβερτ, όταν τον ρώτησαν εάν θέλει να αναφέρει κάτι προσωπικό, δήλωσε κατά λέξη:

«Εγώ και η οικογένειά μου αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη προς τον Μιλτιάδη Έβερτ». Αν και τον γνώριζα πλέον πολύ καλά, έμεινα έκπληκτος, καθώς ήταν από τις ελάχιστες (εάν όχι η μοναδική) φορές που ένας εν ενεργεία πολιτικός πρώτης γραμμής δήλωνε δημοσίως την ευγνωμοσύνη του σε κάποιον άλλο. Αυτός όμως ήταν ο Δημήτρης Σιούφας. Όταν το πίστευε, δεν δίσταζε να εκθειάζει τους άλλους.
Δεν το έπραξε όμως μόνο για αυτούς που τον συνέδεαν στενοί πολιτικοί δεσμοί. Το έπραξε, με την ίδια άνεση, για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όπως είναι ευρέως γνωστό, είχε ιδιαίτερο σεβασμό στον Απόστολο Κακλαμάνη και υψηλή εκτίμηση στον Ευάγγελο Βενιζέλο, στην Άννα Διαμαντοπούλου, στον καθηγητή Χάρη Παμπούκη και σε πολλούς ακόμη. Όπως άλλωστε μας δήλωνε συχνά, «ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι προσωπικός εχθρός».

Είχα τη μεγάλη τύχη να συνεργαστώ μαζί του σε όλη τη διάρκεια της θητείας του ως γενικού γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας (2000 – 2004), υπουργού Ανάπτυξης (2004 – 2007) και προέδρου της Βουλής (2007 – 2009).

Σε ένα σύντομο δοκίμιο δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν αναμνήσεις από μια έντονα δημιουργική περίοδο για τον ίδιο και όλους τους συνεργάτες του. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά, τα οποία, κατά την άποψή μου, σημάδεψαν την πορεία του εκείνη την εποχή.
• Την κατασκευή του ελληνοτουρκικού αγωγού φυσικού αερίου, την επέκταση του εγχώριου δικτύου φυσικού αερίου, την ενίσχυση του συστήματος παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
• Τις διεθνείς ενεργειακές συμφωνίες για τον αγωγό πετρελαίου Μπουρ­γκάς – Αλεξανδρούπολη, τον αγωγό φυσικού αερίου Αζερμπαϊτζάν – Τουρκίας – Ελλάδας – Ιταλίας, τις συμφωνίες με την Αίγυπτο, το Αζερμπαϊτζάν, την Αλβανία, τον καθοριστικό του ρόλο στην ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κ.λπ.
• Την ενίσχυση των βιομηχανικών υποδομών, τις πολιτικές για την ενίσχυση του εμπορίου, την προστασία του καταναλωτή, την αναβάθμιση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, την ίδρυση του Συνηγόρου του Καταναλωτή και εκατοντάδες ακόμη πρωτοβουλίες που έφεραν τη σφραγίδα του.
• Αλλά και το έργο του για την αναβάθμιση του Κοινοβουλίου και των κοινοβουλευτικών θεσμών.

Ωστόσο, θεωρώ ως πιο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του κειμένου να περιοριστώ σε χαρακτηριστικά γεγονότων που χαρακτήριζαν έναν ξεχωριστό άνθρωπο και έναν σπουδαίο πολιτικό.

Σκηνή πρώτη: Στις 12 Ιουλίου του 2004, τρεις μόλις μήνες μετά την ανάληψη της ευθύνης του υπουργείου Ανάπτυξης και παραμονές των ιστορικών Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, σημειώθηκε πολύωρη γενική διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, που, εκτός του λεκανοπεδίου Αττικής, επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα κ.λπ.

Αν και το γεγονός οφειλόταν σε μακροχρόνιες αδυναμίες του συστήματος και σε λανθασμένους χειρισμούς στελεχών της ΔΕΗ και του ΔΕΣΜΗΕ, με ενημέρωσε από την πρώτη στιγμή ότι, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη, μετά την αποκατάσταση της ζημιάς, επρόκειτο να υποβάλει την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.

Επισκεφθήκαμε τις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και αφού συντόνισε την αποκατάσταση της παροχής του δικτύου, μου επανέλαβε την προειλημμένη απόφασή του. Του άσκησα κάθε δυνατή πίεση στην αντίθετη κατεύθυνση και όταν διαπίστωσα ότι ήταν ανένδοτος υπέβαλα εγγράφως και τη δική μου. Δεν την αποδέχθηκε, θεωρώντας ότι ο ίδιος, αποκλειστικά, φέρει την ευθύνη, έστω και εάν δεν του αναλογούσε.
Ασφαλώς και δικαίως, η παραίτησή του δεν έγινε αποδεκτή από τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ενώ η υπέρ του παρέμβαση από τον Μιλτιάδη Έβερτ του έδωσε ιδιαίτερη ικανοποίηση.

Σκηνή δεύτερη: Οργανωτικός μέχρι εξαντλήσεως… των συνεργατών του, μία φορά την εβδομάδα (κάθε Δευτέρα) ήταν προγραμματισμένη συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης υπό την προεδρία του (υπουργός, υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς και ορισμένοι στενοί συνεργάτες) με σκοπό τον απολογισμό και τον προγραμματισμό νέων δράσεων.

Ουσιαστικά, για όλους μας, επρόκειτο περί βασανιστηρίου, καθώς θα έπρεπε να έχουμε επιλύσει όλες τις εκκρεμότητες της προηγούμενης εβδομάδας. Διαφορετικά θα έπρεπε να έχουμε έτοιμη ισχυρή επιχειρηματολογία περί του αντιθέτου.

Σε μία από αυτές υποχρεώθηκα, με τη σειρά μου, να απολογηθώ περί μη έγκαιρης προεργασία έκδοσης υπουργικής απόφασης προβάλλοντας ως επιχείρημα την αναγκαστική απουσία μου εκτός Ελλάδας για τις διαπραγματεύσεις για τον αγωγό πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη. Μου απάντησε αυστηρά ότι αυτό δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για την καθυστέρηση, προκαλώντας βαρύ κλίμα μεταξύ των παρισταμένων.

Ήταν πάντοτε αυστηρός με τον εαυτό του και τους στενούς του συνεργάτες. Όσο περισσότερο στενός συνεργάτης, τόσο μεγαλύτερα τα προβλήματα. Όπως εύστοχα ανέφερε σε δημόσια ανάρτησή του ο πρώην υπουργός και βουλευτής Λαρίσης, παλαιός του συνεργάτης και ο ίδιος, Μάξιμος Χαρακόπουλος: «Αγχώδης, όπως όλοι οι τελειομανείς, πάντα με βήμα γοργό, θαρρείς βιαστικά, λες και κάτι έπρεπε να προλάβει, με το τσιγάρο να διαδέχεται το ένα το άλλο».

Σκηνή τρίτη: Ο Δημήτρης Σιούφας πίστευε φανατικά ότι η πολιτική αντιπαράθεση δεν θα έπρεπε να έχει προσωπικά χαρακτηριστικά. Θεωρούσε ότι τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και η παραπολιτική δεν προάγουν τη δημοκρατία και τους θεσμούς.

Έτσι, όταν ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας επιτέθηκε, το 2002, σε υπουργό του ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι η σύζυγος του τελευταίου ήταν στενή συνεργάτιδα διοικητή μεγάλου κρατικού οργανισμού, ο Δημήτρης Σιούφας, τότε γενικός γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, τον προσκάλεσε στο γραφείο του. Όπως ο ίδιος ο παθών μου εκμυστηρεύτηκε, αφού του επισήμανε αυστηρά ότι επρόκειτο «περί άνανδρης επίθεσης», του ζήτησε να ανακαλέσει δημόσια. Ανάλογη ήταν η συμπεριφορά του σε άλλο βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας το 2008, όταν ήδη είχε εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής.

Σκηνή τέταρτη: Ένας από τους βασικούς στόχους του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προέδρου της Βουλής ήταν η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής διπλωματίας με στόχο την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας.

Με την πολύτιμη συνδρομή της τότε αντιπροέδρου Έλσας Παπαδημητρίου ενισχύθηκε η παρουσία μας σε διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς.

Ο ίδιος «άνοιξε» την αίθουσα της Ολομέλειας σε μεγάλους ηγέτες της εποχής (ομιλία Νικολά Σαρκοζί τον Ιούνιο του 2008 ), ενώ τιμήθηκαν διεθνείς προσωπικότητες που είτε στήριξαν την Ελλάδα σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της (Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, Χέλμουτ Σμιτ) είτε συνέβαλαν στην προαγωγή της κλασσικής παιδείας και του ελληνικού πολιτισμού (Ζακλίν ντε Ρομιγί).

Θεωρούσε, προφητικά, ότι η Βουλή θα έπρεπε, μέσα από πρωτοβουλίες, να ενισχύσει ένα νέο κύμα φιλελληνισμού μέσα στη διεθνή κοινότητα. Διοργανώθηκαν ειδικές εκδηλώσεις και τιμήθηκε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και η διεθνής καλλιτεχνική αναγνώριση της ηθοποιού Ειρήνης Παππά. Όταν ορισμένα, παλαιά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας τού εξέφρασαν την ενόχλησή τους για τις τιμητικές διακρίσεις σε πρόσωπα με διαφορετικές πολιτικές καταβολές, τους υπενθύμισε ότι ο πρόεδρος της Βουλής οφείλει να αναλαμβάνει ενωτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες και να μη λειτουργεί για λογαριασμό ενός κόμματος.

Σκηνή πέμπτη: Μετά τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, ο Κώστας Καραμανλής του ανέθεσε την ευθύνη της Προεδρίας της Επιτροπής για τη διοργάνωση της διαδικασίας ανάδειξης της νέας ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας.

Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, καθώς για πρώτη φορά η εκλογή προέδρου θα γινόταν με άμεση ψηφοφορία (ψήφισαν περίπου 770.000 μέλη).

Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή κάλεσε κατ’ ιδίαν τον διευθυντή του γραφείου του Δημήτρη Παπαγιάννη και εμένα για να μας δηλώσει απερίφραστα ότι η ιδιότητά του και η μεταξύ μας προσωπική σχέση μας υπαγορεύει, όποια και αν ήταν η προτίμησή μας, να μην εκδηλωθούμε ιδιωτικώς ή δημοσίως.

Ευλόγως δεν ήθελε να μην υπάρχει αμφιβολία για την επιβαλλόμενη θεσμική του ουδετερότητα. Βαθιά δημοκρατικός, μας διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται να εκδηλώσει ούτε σε εμάς ούτε και στα μέλη της οικογένειάς του την προσωπική του επιλογή.

Σκηνή έκτη: Είναι ευρέως γνωστοί οι ιδιαίτεροι, προσωπικοί δεσμοί του Δημήτρη Σιούφα με τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον Κώστα Καραμανλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Δεσμοί που υπερέβαιναν τα όρια μιας στενής πολιτικής σχέσης και είχαν τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής φιλίας.
Παρά τη στενή τους σχέση, ουδέποτε αποκαλούσε τον Μιλτιάδη Έβερτ ή τον Κώστα Καραμανλή με το μικρό όνομά τους. Το ίδιο έπραξε όταν εξελέγη στο ύπατο αξίωμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Έστω και εάν υπήρξε ο έτερος των «Διόσκουρων», όπως ήταν το προσωνύμιό τους.

Σκηνή έβδομη: Είχε πλέον αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική, όταν, παρουσία του Δημήτρη Παπαγιάννη, αναφέρθηκε στην πεποίθησή του ότι ο τόπος και η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Καρδίτσα, μπορεί να έχουν μέλλον λαμπρό και χωρίς αυτόν.

Χαρακτηρίζοντας ως «εθνικό κεφάλαιο» τον Κώστα Καραμανλή και αναφερόμενος με ιδιαίτερη εκτίμηση σε πολιτικούς όπως ο Νίκος Δένδιας, ο Θεσσαλάρχης Μάξιμος Χαρακόπουλος, παλαιότερος συνεργάτης του, και ο διάδοχός του στην αγαπημένη του Καρδίτσα Κώστας Τσιάρας, μου ανέφερε, στις αρχές του 2016, ότι υπάρχουν νεότεροι να συνεχίσουν το έργο του.

Πίστευε στο μέλλον αυτής της χώρας και στο πολιτικό προσωπικό της νεότερης γενιάς. Δίχως συμπλέγματα, από το παρελθόν της δύσκολης εποχής του, θεωρούσε ότι «τίποτα δεν σταματά εδώ, υπάρχει μια καλύτερη συνέχεια».

Αυτός ήταν ο Δημήτρης Σιούφας. Έστω και εάν ήταν ο καλύτερος από όλους, πίστευε ότι υπάρχει ένα ελπιδοφόρο αύριο και μετά από αυτόν.

Κλείνοντας, κατά την άποψή μου, ο Δημήτρης Σιούφας που έζησα υπήρξε εκτός από ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας κορυφαίος πολιτικός manager. Είχε μια μοναδική ικανότητα να θέτει και να επιτυγχάνει πολλαπλούς στόχους.

Πίστευε στον άνθρωπο και στη δύναμή του να αλλάζει τα πράγματα και να τα οδηγεί στο καλύτερο. Τον αποκαλούσαν εργασιομανή. Όπως, όμως, ο ίδιος χαρακτηριστικά ανταπαντούσε, «ξεκουράζομαι εργαζόμενος».

Καλό ταξίδι, πρόεδρε…

Φωτό: in.gr


Σχολιάστε εδώ