Χρ. Μπότζιος: Η Συμφωνία των Πρεσπών σε κρίσιμη καμπή με την εμπλοκή της Ρωσίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Άραγε, τι να είχε κατά νου ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν έλεγε –δεν δικαιώθηκε βέβαια– ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το ‘‘Μακεδονικό’’»; Επίσημη απάντηση στο ερώτημα δεν δόθηκε ούτε από τον ίδιο ούτε από άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που θα μπορούσαν να ξέρουν ή να διαβάσουν τις σκέψεις του.
Έτσι, μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν. Με επικρατέστερη ερμηνεία εκείνη που υποστηρίζει ότι ο τότε πρωθυπουργός, ως βαθύς γνώστης της ιστορίας και της ψυχολογίας των Ελλήνων, γνώριζε πολύ καλά ότι ως λαός αντιδρούμε περισσότερο συναισθηματικά παρά γνωστικά, γι’ αυτό και ξεχνάμε πολύ γρήγορα ή διαπράττουμε σοβαρά λάθη. Βέβαια την ευθύνη φέρουν όσοι έχουν την εξουσία και παίρνουν αποφάσεις και όχι οι απλοί και ανώνυμοι πολίτες. Αναμφισβήτητα η Συμφωνία των Πρεσπών συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμάτων υψίστης εθνικής σημασίας και η τύχη της θα κριθεί σύντομα, όταν εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή.
Με τη Συμφωνία επιχειρείται να διευθετηθεί η εκκρεμότητα γύρω από την ονομασία της ΠΓΔΜ ή FYROM και ό,τι συνδέεται με αυτήν (αλυτρωτισμός κ.λπ.) και έχει απασχολήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική από τη γέννηση του προβλήματος, που συμπίπτει με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της γειτονικής χώρας από τον Κίρο Γκλιγκόροφ, το 1992, με τη συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι αντιδράσεις που σημειώνονται τώρα, όπως και τότε, δεν είναι τελείως αβάσιμες. Το κείμενό της ίσως δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στις προσδοκίες μας. Αυτό, βέβαια, θα ήταν πολύ δύσκολο να συμβεί, αν ληφθεί υπόψη ότι οι διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες είναι συνήθως προϊόν συμβιβασμών και εκατέρωθεν παραχωρήσεων.
Σίγουρα όμως η Συμφωνία βλέπει μπροστά και όχι πίσω στο παρελθόν, στην ταραγμένη ιστορία των βαλκανικών λαών. Δεν συμμερίζομαι τους φόβους εκείνων που υποστηρίζουν ότι οι Σκοπιανοί, αφού επιτύχουν την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ, μπορεί να επιστρέψουν στις αλυτρωτικές τους θέσεις και διεκδικήσεις, με τις οποίες έχουν γαλουχηθεί, ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές. Είναι πλέον βέβαιο ότι η γειτονική χώρα ούτε ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ούτε ως FYROM, ούτε ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι σε θέση να απειλήσει την εδαφική μας ακεραιότητα.
Αντίθετα, θα έδινα μεγαλύτερη σημασία σε εκείνες τις διατάξεις της Συμφωνίας που αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες σε ό,τι αφορά την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της αρχαίας και σημερινής ελληνικής Μακεδονίας. Και τούτο ανεξαρτήτως των διευκρινίσεων που παρέχονται από τις παραγράφους του άρθρου 7 της Συμφωνίας σχετικά με τη γλώσσα και τη φυλετική καταγωγή του σκοπιανού λαού.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και να αγνοήσουμε τα έμμεσα οφέλη που αναμένεται να προκύψουν από τη Συμφωνία. Η ομαλοποίηση των σχέσεων με την ΠΓΔΜ θα συμβάλει στην απόκτηση σταθερότητας στα Βαλκάνια και θα αναδείξει τον κομβικό ρόλο της Ελλάδας ως περιφερειακής δύναμης, ενώ θα λειτουργήσει ανασχετικά στην τουρκική και ισλαμική διείσδυση στα Βαλκάνια, το επονομαζόμενο ισλαμικό τόξο, που μέσω των Σκοπίων και του Κοσόβου φθάνει μέχρι τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Όσοι αμφισβητούν τη Συμφωνία παραπέμπουν στην σθεναρή στάση του Κώστα Καραμανλή στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, το 2008, όταν αρνήθηκε την ένταξη των Σκοπίων με την απειλή μάλιστα άσκησης βέτο. Καλό είναι να αποφεύγεται η ηρωοποίηση ή απαξίωση προσώπων, το όνομα των οποίων συνδέθηκε άμεσα ή έμμεσα με το σκοπιανό πρόβλημα, γιατί τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Από τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου μέχρι το 2015, που τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρασαν οκτώ περίπου χρόνια, χωρίς να σημειωθεί καμία πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια. Στη διπλωματία ισχύει ότι είναι προτιμότερη η μη λύση ενός προβλήματος από μία όχι καλή ή κακή λύση. Ισχύει όμως και το αντίθετο: Η διαιώνιση ενός προβλήματος μπορεί να περιπλέξει χειρότερα μία κατάσταση.
Αποτελεί γεγονός ότι καμία από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (Interim Accord) το 1995 και μετά, δεν κατόρθωσε να έλθει κοντά και να επιτύχει μια συμφωνία για την ονομασία της γειτονικής χώρας ή να αποτρέψει την αναγνώρισή της από 140 περίπου χώρες, συμπεριλαμβανομένων των τριών μεγάλων δυνάμεων και μελών του ΣΑ του ΟΗΕ, με το συνταγματικό της όνομα.
Επίσης, δεν κατορθώσαμε να πείσουμε γιατί έπρεπε να απουσιάζει από τη νέα ονομασία παντελώς η λέξη «Μακεδονία», η οποία συμπεριλαμβάνεται στην προσωρινή ονομασία (ΠΓΔΜ ή FYROM), στη βάση της οποίας διαπραγματευόμασταν για μία εικοσαετία περίπου. Στην παρούσα φάση οι επικριτές της Συμφωνίας επισημαίνουν τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, όπως και ορισμένες χώρες της ΕΕ, και τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα.
Το ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ, όπως και της ΕΕ, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε και να αγνοηθεί, καθώς υπαγορεύεται από τακτικούς και στρατηγικούς λόγους. Η Ελλάδα όμως είναι χώρα-μέλος αμφοτέρων, μετέχει στις συζητήσεις και στη λήψη αποφάσεων, εκφράζοντας τις δικές της θέσεις, με γνώμονα και τα δικά της εθνικά συμφέροντα, τα οποία οφείλει και πρέπει να υπερασπίζεται. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο κανόνας και αυτό ακολουθείται από κάθε κυβέρνηση, ανεξάρτητα από την αντίληψη που καθεμία έχει για αυτά.
Ανάλογο, έντονο ενδιαφέρον για τη Συμφωνία, με άλλα ωστόσο κίνητρα, επιδεικνύει από καιρό η Ρωσία, με παρεμβάσεις που ορισμένες φορές ξεπερνούν τα όρια του θεμιτού και μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν ότι συνιστούν επέμβαση στα εσωτερικά των ενδιαφερομένων χωρών. Με ανακοινώσεις του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, του οποίου ηγείται ο έμπειρος και παγκόσμιας εμβέλειας διπλωμάτης Σεργκέι Λαβρόφ, έγιναν υπαινιγμοί για παρέμβαση της Μόσχας στο ΣΑ του ΟΗΕ, όταν και αν το θέμα της Συμφωνίας κατατεθεί στα αρμόδια όργανα του οργανισμού.
Θα ήταν παράδοξο για την έμπειρη ρωσική διπλωματία αν διέπραττε τέτοιο λάθος. Οι διαδικασίες κύρωσης της Συμφωνίας βαίνουν προς το τέλος τους. Κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να προβλέψει την έκβαση της ψηφοφορίας στην Ελληνική Βουλή. Θα ήταν πολύ αρνητικό να χρεωθεί στην Ελλάδα η ευθύνη της μη επικύρωσης της Συμφωνίας. Οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ οδυνηρές. Όλα, πάντως, θα κριθούν και από την συμπεριφορά της σκοπιανής πλευράς στο μέλλον. Σε αντίθετη περίπτωση, το συγκριτικό πολιτικό και νομικό πλεονέκτημα θα το έχει η Αθήνα και όχι τα Σκόπια.