Στήνουν παγίδα τα Σκόπια
Του
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΡΑΝΤΗ
Πρέσβη ε.τ.
-Με τη ρηματική διακοίνωση
Η ρηματική διακοίνωση (ΡΔ), υπ’ αριθμ. 02-1407/1, του υπουργείου Εξωτερικών της ΠΓΔΜ, ληφθείσα στην Αθήνα τη 16η τρέχοντος, προκάλεσε τον ενθουσιασμό του κ. πρωθυπουργού, που δήλωσε ότι δεν έχουν πλέον βάση όλες οι αμφιβολίες όσον αφορά την επίμαχη διάσταση των όρων «ιθαγένεια / εθνότητα» στη Συμφωνία των Πρεσπών και ότι ούτως καταρρίπτονται τα επιχειρήματα όσων εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αυτήν. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως πέφτουμε σε μία ακόμη χειρότερη παγίδα;
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
Πέρα από τα τυπικά (γνωστοποίηση ότι ολοκληρώθηκαν οι εσωτερικές νόμιμες διαδικασίες για τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας και υιοθετήθηκαν οι συνταγματικές τροπολογίες 33 έως 36), η ΡΔ σημειώνει ότι «…ο όρος ‘‘εθνικότητα’’ της Δεύτερης Πλευράς (σ.σ.: δηλαδή των Σκοπίων), που ορίζεται στο άρθρο 1(3)(β) της Συμφωνίας ως ‘‘Μακεδόνας/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας’’, αναφέρεται αποκλειστικά στην υπηκοότητα και δεν ορίζει ή προκαθορίζει εθνοτική καταγωγή / εθνότητα…».
Προς τι όμως ο ενθουσιασμός των υποστηρικτών της Συμφωνίας; Είναι γνωστό ότι η λεκτική αυτή ακροβασία στόχευε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις δύο βουλευτών του αλβανικού κόμματος BESA (γνωστοί και σε μας οι όροι «μπέσα» και «μπεσαλής»), που δεν ήθελαν επ’ ουδενί οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ να ταυτίζονται με τους «Μακεδόνες».
Πλην, όμως, η διατύπωση αυτή αποτυπώνει το αυτονόητο: Κάθε «Μακεδόνας» ή μέλος αναγνωρισμένης εθνοτικής ομάδας στη χώρα αυτή είναι και «πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», χωρίς βεβαίως να ισχύει το αντίστροφο, ότι, π.χ., κάθε πολίτης της χώρας είναι και εθνοτικά «Μακεδόνας» (ή Αλβανός, Σέρβος κ.ο.κ.). Συνεπώς, η παρεχόμενη από το ΥΠΕΞ της ΠΓΔΜ ερμηνεία, που περιέχεται αυτούσια στον συνταγματικό νόμο για την εφαρμογή των τροπολογιών που προαναφέρθηκαν, ουδόλως μεταβάλλει την αντίληψη των γειτόνων μας περί «μακεδονικής εθνότητας» και «μακεδονισμού», όπως θα δούμε παρακάτω.
Ως προς τη γλώσσα, η ΡΔ επαναλαμβάνει επί λέξει όσα καταγράφονται στα άρθρα 1(3)(γ) και 7(3) και (4) της Συμφωνίας των Πρεσπών, χωρίς να προσθέτει κάτι. Σημειωτέον, για την τάξη, ότι στις αποφάσεις της Τρίτης Διάσκεψης του ΟΗΕ για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων, το 1977, το κεφάλαιο 11 τιτλοφορείται (αγγλιστί): «Serbo-Croatian and Macedonian Cyrillic Alphabets in Yugoslavia». Εικάζω ότι η τότε ρητή διευκρίνιση «στη Γιουγκοσλαβία» (σ.σ.: δηλαδή Νοτιοσλαβία) εξηγεί την εμμονή όσον αφορά τη συμπερίληψη της «μακεδονικής» στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών.
Επίσης, οι υιοθετηθείσες συνταγματικές τροπολογίες παραμένουν προβληματικές. Ειδικότερα το άρθρο 1 του συνταγματικού νόμου για την εφαρμογή των τροπολογιών 33 έως 36 προβλέπει ότι οι ανωτέρω τροπολογίες θα τεθούν σε ισχύ «όταν θα κυρωθεί από το Πρώτο Μέρος (σ.σ.: δηλαδή την Ελλάδα) το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ».
Προστίθεται δε, στην επόμενη παράγραφο, η απειλή ότι οι τροπολογίες 33 έως 36 δεν θα έχουν νομικά αποτελέσματα, δεν θα τεθούν σε ισχύ και θα είναι άκυρες, εάν δεν πληρωθεί αμέσως (immediately) η ανωτέρω προϋπόθεση. Η συνταγματική αυτή προσθήκη πουθενά δεν προβλέπεται στο κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών και είναι δηλωτική τόσο της ικανότητας των Σκοπιανών να ελίσσονται όσο και, κυρίως, της κακοπιστίας τους.
Προσοχή στην παγίδα που στήνεται. Διότι είναι σαφές ότι η ελληνική πλευρά όφειλε να είχε εξασφαλίσει ότι πρώτα θα υιοθετούντο στα Σκόπια και θα ετίθεντο σε ισχύ οι συνταγματικές τροπολογίες που αυτή ζητούσε και μετά θα κύρωνε το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Κατά τα λοιπά, παρ’ όλες τις λεκτικές ακροβασίες, στις συνταγματικές τροπολογίες επαναλαμβάνεται η αναφορά στη διαβόητη Προκήρυξη της Πρώτης Συνόδου της Αντιφασιστικής Συνέλευσης για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας (ASNOM) ως και η αναφορά, δις, στον «μακεδονικό λαό» («Η Δημοκρατία θα μεριμνά για τη διασπορά του μακεδονικού λαού και τμήματος του αλβανικού λαού, του σερβικού λαού… και θα ενισχύει και προωθεί τους δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα»).
Ας μη μας παραπλανούν οι δεσμεύσεις, συνταγματικές ή άλλες, των Σκοπίων. Ας διδαχθούμε από τη στάση της Τουρκίας ως προς το Ιταλοτουρκικό Πρωτόκολλο του 1932, αλλά και τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Είναι σαφές, με τα ανωτέρω δεδομένα, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν πρέπει να κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων.