ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΤΡΕΛΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΔΕΙΑΝΟ ΤΑΜΕΙΟ
Πήγα μιά μέρα στό Δαφνί
καί χτύπησα τήν πόρτα
καί νά σου ο
θυροφύλακας
μέ βρώμικα τά χνώτα.
•••
Είχε τό ύφος αυστηρό
καί ρώτησε τί θέλω
γυρίζοντας ανάποδα
τό χάρτινο καπέλο.
•••
Ένα καπέλο από χαρτί
πλην όμως ξεσχισμένο
καί τό κεφάλι κάτω του
μαύρο καί λαδωμένο.
•••
Εκοίταξα τόν ταξιτζή
που έκανε τήν κούρσα,
κι ευγενικά τόν ρώτησα
άν στό Δαφνί πατούσα.
•••
Άν όντως ήμουν στό Δαφνί
ή στήν Βουλή Ελλήνων
καί κείνος μού απάντησε
«Στόν Άγιο Κωνσταντίνο
•••
»είμαστε τώρα μέ τρελούς
μέ Δάφνινο στεφάνι
άν λάθος όμως κάναμε,
είς τού Σκορδά τό Χάνι».
•••
Γύρισα τό κεφάλι μου
στόν ουρανό επάνω
καί έκανα μιά προσευχή
πώς άτυχος τυγχάνω,
•••
κι από τήν Θεία Βούληση
γύρεψα τήν αλήθεια
όπως τήν κάνει
ένας Παπάς
πάντα από συνήθεια.
•••
Απάντηση δέν έλαβα,
ρώτησα τό «εγώ μου»
καί πήρα τήν απάντηση
στά Δεξιά τού ώμου.
•••
« Άν είσαι βλάκας
φίλε μου
τά άστρα μήν κοιτάζεις,
λάθος τόν δρόμο τράβηξες
καί τώρα μηρυκάζεις,
•••
»τό χτύπημα στά Δεξιά
ήταν μιά ευλογία.
Τράβα στόν Διάολο λοιπόν
χωρίς πολυλογία».
•••
Μπήκα ξανά είς τό ΤΑΧΙ
κι ο φύλακας γελούσε,
μού έκραξε στά δυνατά,
«Βρέ, τό μυαλό σου λούσε,
•••
»εδώ δέν είναι τό Δαφνί
κι άν θέλεις επισκέψεις
τήν «δίπλα» πόρτα
χτύπησε
καί ξέχασε τίς σκέψεις,
•••
»είμαστε όλοι συγγενείς
όλοι τό ίδιο πράμα.
Έτσι ο Θεός τό θέλησε
καί έκανε τό θάμα».
•••
Είπα λοιπόν στόν ταξιτζή
πρίν τρελαθώ νά φύγει
γιατί ο Διάολος βαθιά
άρχισε τό κυνήγι.
•••
Τραβήξαμε στό Σύνταγμα
στήν «διπλανή» τήν πόρτα
εκεί πού τρώει ο Λαός
ψέμα καί άγρια χόρτα.
………………………………
Αυτά δέν σκέφτηκα
νά τά γράψω εγώ.
Απλώς, έλαβα
μιάν επιστολή
ότι χρωστάω στήν Τράπεζα
«ΚΑΛΩΣ ΜΠΗΚΑΤΕ»
όσα ρούχα μού είχαν
απομείνει.
Τώρα σκέφτομαι:
Τρελάθηκα;
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ