Αλ. Μαλλιάς: Από το Βουκουρέστι στις Πρέσπες: Διδάγματα και αλήθειες*

Αλ. Μαλλιάς: Από το Βουκουρέστι στις Πρέσπες: Διδάγματα και αλήθειες*


Του
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Π. ΜΑΛΛΙΑ
Πρέσβη της Ελλάδος
στην Ουάσινγκτον (2005 – 2009)


Το ιστορικό πρότυπο του Βουκουρεστίου αντιπαρατίθεται, αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται τούτη την ώρα με τη σημερινή, δυστυχώς τόσο διαφορετική «Ώρα Ελλάδος των Πρεσπών».

Το συμφέρον εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ οδήγησε στην αναγνώριση της συνταγματικής ονομασίας της γειτονικής μας χώρας στις 4 Νοεμβρίου 2004. Έβλαψε όμως ευθέως τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος. Μετέβαλε υπέρ της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας την ισορροπία της διαπραγμάτευσης. Της αφαίρεσε κάθε κίνητρο για συμβιβασμό με την Ελλάδα.

Η 5η Νοεμβρίου 2004, η επόμενη μέρα της διαχείρισης της επιβαρυμένης και πολιτικοδιπλωματικά δύσκολης αυτής κατάστασης, είναι η μέρα που με πρωτοβουλία του Πέτρου Μολυβιάτη αρχίσαμε να συζητάμε στο γραφείο του την αναπόφευκτη αλλαγή της πολιτικής μας.

Το μήνυμα προς τα Σκόπια έπρεπε να δοθεί με καθαρότητα και σαφήνεια. Συνοψίσθηκε στη φράση: «Δεν αρκεί η στήριξη της Ουάσινγκτον για να γίνετε μέλος του ΝΑΤΟ. Μη μας υποτιμάτε. Η Ελλάδα έχει τη δύναμη και τη βούληση να διαμορφώσει τους κανόνες του παιχνιδιού». Συνοψίσθηκε σε τέσσερις λέξεις «Μη λύση – μη ένταξη».

Η τακτική αυτή αργότερα, επί Ντόρας Μπακογιάννη, έλαβε τη μορφή της πρότασης στρατηγικής.
Από το καλοκαίρι του 2007, με απόφαση του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, έγινε κυβερνητική επιλογή και εν συνεχεία εθνική στρατηγική. Στην πραγματικότητα, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πατριωτικής εξωτερικής πολιτικής που στηριζόταν και εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον. Αποκλειστικά.
Εδώ εντοπίζω μια απόκλιση από τα σημερινά δεδομένα της «Ώρας Ελλάδος, Πρέσπες». Η Συμφωνία των Πρεσπών ποτέ δεν έγινε εθνική. Δεν συνιστά καν επιλογή όλης της κυβέρνησης.

Ήδη από το 2005 και το 2006 οι μυημένοι ετοίμαζαν το έδαφος. Οι προσπάθειες της πρεσβείας στην Ουάσινγκτον έπεσαν κυρίως στο Κογκρέσο και στο Πεντάγωνο. Θυμάμαι τον Ιούλιο του 2007 είχαμε μια πολύ δύσκολη συζήτηση για την προετοιμασία του Βουκουρεστίου με κορυφαίο στέλεχος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι απειλές δεν ήσαν συγκεκαλυμμένες. Στα σκαλιά του OLD EXECUTIVE OFFICE BUILDING είπα στον άξιο συνεργάτη μου: «Ζούμε ιστορικές στιγμές. Είμαστε τυχεροί που είμαστε εδώ τη στιγμή αυτή». Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό καταλαβαίνω ότι ακριβώς την ίδια σκέψη κάναμε όλοι. Η συνάντηση με την ιστορία μας.

Στόχος της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή δεν ήταν η διπλωματική σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Ούτε με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ταυτόχρονα όμως είχαμε συνειδητοποιήσει ότι η σύγκρουση μπορεί να ήταν αναπόφευκτη. Το γιατί είναι απλό. Πολύ απλό. Η Ελλάδα τη φορά αυτή δεν θα έκανε πίσω. Δεν θα υποχωρούσε. Δεν θα επιβεβαίωνε τους λάθος υπολογισμούς των καλών εταίρων και συμμάχων.

Πλησιάζαμε προς το Βουκουρέστι. Αντί δισταγμών ή φόβου για τις αναπόφευκτες επιπτώσεις, νιώθαμε όλοι στην Αθήνα, στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες –πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές– ενθουσιασμό, δημιουργικότητα και αστείρευτη δύναμη.

Θύμα της υπερβολικής αμερικανικής αυτοπεποίθησης στο Βουκουρέστι δεν ήταν η Ελλάδα. Ήταν κυρίως η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όλοι οι πολιτικοί της ηγέτες είχαν έρθει στο Βουκουρέστι. Επέστρεψαν στα Σκόπια με το κεφάλι κάτω. Σίγουρα δεν θέλαμε να είμαστε εμείς στη θέση τους. Παρασύρθηκαν. Τους παρέσυραν. Αυτήν τη μοίρα επιφυλάσσει η Ιστορία σε όσους αφήνουν τις τύχες τους στα χέρια άλλων.

Πολλά θα είχε κερδίσει η κυβέρνησή μας, κυρίως δε οι υπερόπτες και προπετείς υπουργοί, επικριτές όλων των προκατόχων τους, αν έκαναν τον κόπο έστω για μία ώρα να ρωτήσουν για τους χειρισμούς στο «Μακεδονικό» πριν υπογράψουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αντί του πρωτοφανούς για τη σύγχρονη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία αποχαρακτηρισμού απορρήτων διπλωματικών εγγράφων.

Με στόχο όχι να βελτιώσουμε την έναντι των Σκοπίων διαπραγματευτική μας θέση, αλλά προκειμένου να πληγούν εντός της Βουλής πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης.

Η υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος απαιτεί σύνεση, συνεννόηση και εθνική συναίνεση. Δεν γίνεται για κομματικά χειροκροτήματα ή κυβερνητικά οφέλη σε βάρος της εθνικής συνοχής, ούτε για τους επαίνους φίλων και συμμάχων. Ο συμβιβασμός είναι ο χρυσός κανόνας για να φθάσουμε σε μία συμφωνία. Υπό δύο όμως θεμελιώδεις όρους:

Πρώτον: Δεν είναι αποτέλεσμα μίας προσωπικής φιλοδοξίας ή ιδεολογικής παρόρμησης, αλλά στηρίζεται σε μία ευρύτερη κοινοβουλευτική συναίνεση, προϊόν συνεννόησης.

Δεύτερον: Ενώνει, στο μέτρο του επιθυμητού, κυρίως όμως του εφικτού, και δεν διχάζει. Αυτή είναι η εθνική πολιτική.

Το Βουκουρέστι, ως σταθμός μιας πατριωτικής πολιτικής, είχε αναμφίβολα κόστος, κυρίως για τους πολιτικούς πρωταγωνιστές του.

Αν κρίνω από αυτά που ακούω και διαβάζω, η πολιτική αυτή θα χαρακτηριζόταν σήμερα από τους παρασυρμένους στα κομματικά χαρακώματα και ιδεολογικά αναχώματα ως δήθεν εθνικιστική και τα τοιαύτα. Και όμως το Βουκουρέστι στήριξαν με τον δικό τους τρόπο οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδος. Πριν, κατά και μετά. Σχεδόν όλες. Διότι υπήρξαν κάποιοι που ήσαν απόντες, ήσαν εναντίον την ώρα της μεγάλης διπλωματικής μάχης.

Η πορεία προς το Βουκουρέστι ένωσε τους Έλληνες. Ένωσε την Ελλάδα με τον Ελληνισμό της ομογένειας. Στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία. Η ελληνική ομογένεια και ειδικά η παμμακεδονική, παρά τη διαφορετική θέση που είχε και εξακολουθεί να έχει στο ζήτημα της ονομασίας, λειτούργησε πατριωτικά, ενωτικά και αποτελεσματικά. Αυτή η ενότητα με τον απόδημο Ελληνισμό λείπει δραματικά σήμερα. Σε επικίνδυνο βαθμό.

Η Ελλάδα άντεξε. Στάθηκε όρθια στο Βουκουρέστι. Η διαπίστωση αυτή έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Η επίθεση κατά των κομμάτων της αντιπολίτευσης και η προσβολή και η απαξίωση όσων στέκονται κριτικά απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών –την συντριπτική δηλαδή πλειοψηφία των Ελλήνων– βρίσκεται εκτός της εθνικής στρατηγικής, του εθνικού πλαισίου που είχε δρομολογήσει το Βουκουρέστι.

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή διεφύλαξε ως κόρη οφθαλμού την εθνική ενότητα και άντλησε διαπραγματευτική ισχύ από τη συσπείρωση και τη στήριξη του πολιτικού συστήματος. Έκανε ακριβώς αυτό που δεν θέλησε να πράξει η σημερινή κυβέρνηση. Η Συμφωνία των Πρεσπών για τον λόγο αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να αποτελέσει δικαίωση ή συνέχεια του Βουκουρεστίου.

* Στηρίζεται σε κείμενο της ομιλίας στην Αίθουσα της Παλιάς Βουλής (9 Ιανουαρίου 2019), κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Στέφου με τίτλο «Ώρα Ελλάδος – Βουκουρέστι»


Σχολιάστε εδώ