Η κυρία που λυπάται
Πέτρος Τατσόπουλος
Ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ένας σαραντάχρονος ψυχολόγος με τραυματικό παρελθόν, οικογενειακός σύμβουλος, συγγραφέας βιβλίων Αυτοβελτίωσης και τηλεοπτική περσόνα, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η σύμβασή του με το ιδιωτικό κανάλι Kronos δεν ανανεώνεται. Η δεύτερη ευκαιρία που θα του προσφέρει μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο αλλά κι έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, θα τον οδηγήσει στα παρασκήνια μιας σαγηνευτικής όσο κι επικίνδυνης υπόθεσης, σε απόσταση αναπνοής από το χείλος της αβύσσου.
Μετά από απουσία χρόνων, ο Πέτρος Τατσόπουλος επιστρέφει στα γνώριμα εδάφη του μυθιστορήματος. Στην Κυρία που λυπάται συνδυάζει στοιχεία από το σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ και την αχαλίνωτη μαύρη κωμωδία με τον αισθησιασμό και το μυστήριο ενός παραδοσιακού pulp fiction. Κλείνει το μάτι στις θεωρίες συνωμοσίας και ρίχνει ένα διεισδυτικό όσο και συμπονετικό βλέμμα σ’ έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά ν’ αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.
Αποσπάσματα βιβλίου
>>…Εάν τώρα με ρωτήσετε ποιο από τα προηγούμενα βιβλία μου σας προτείνω να διαβάσετε πρώτο, εν είδει συστατικής επιστολής, θα σημαίνει μάλλον ότι δεν έχετε ενημερωθεί για τις εξελίξεις του τελευταίου τετραμήνου στην ιδιωτική μου ζωή (παρά την εκτενή δημόσια κάλυψη) και σχεδόν σίγουρα δεν έχετε προετοιμαστεί για τη δική μου απάντηση. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Θα σας ενθαρρύνω ν’ αγοράσετε και τα επτά βιβλία μου –εξακολουθώ, μην το ξεχνάτε, να εισπράττω πνευματικά δικαιώματα–, να ξηλώσετε τις ράχες τους, να στοιβάξετε τα φύλλα τους, να τα διαπεράσετε ανά δύο ή τρία τυπογραφικά σ’ ένα τσιγκέλι, όπως έκαναν κάποτε στο χωριό του παππού μου, να στερεώσετε το τσιγκέλι δίπλα στη χέστρα, να χέζετε και να σκουπίζετε τον κώλο σας. Το χαρτί είναι εξαιρετικής ποιότητας, εισαγόμενο από την Ισπανία, υποκίτρινο, στη διακριτική απόχρωση μιας θαλερής κουράδας. Για τους ευαίσθητους κώλους συνιστώ το chamois των 80 γραμμαρίων –θα το βρείτε κυρίως στις πρώτες εκδόσεις–, ενώ για τους πιο σκληραγωγημένους δεν αντενδείκνυνται και οι ανατυπώσεις με το chamois των 100. Η ψηφιακή εκτύπωση εκμηδενίζει πλέον το ενδεχόμενο να μουντζουρώσετε τα κωλομέρια σας. Πιθανόν οι πιο μερακλήδες ανάμεσά σας να νοσταλγήσουν το παλιό καλό μελάνι, όμοια με τις σφραγίδες εξόδου και εισόδου στα διαβατήρια, προτού καταργηθούν από τη συνθήκη του Σένγκεν, τα αδιαμφισβήτητα πάλαι ποτέ πιστοποιητικά για ένα αλησμόνητο ταξίδι στην Ευρώπη ή για ένα αλησμόνητο χέσιμο. Παραληρώ, το ξέρω. Υποθέτω πάντως ότι ανήκετε στον σκληρό πυρήνα του πληθυσμού. Δεν χέζετε τέσσερις φορές την ημέρα, ούτε μία φορά το δεκαήμερο. Δεν σπαταλάτε επίσης το χαρτί αβασάνιστα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το συγγραφικό μου έργο θα καλύψει τις ανάγκες σας για έναν χρόνο, ίσως και για ενάμιση. Δεν το συζητώ. Με το αυθεντικό κωλόχαρτο θα σας έρθει μία η άλλη· χώρια η επιμόρφωση…
>>…Μια μέρα που κωλοβάραγα, έδωσα εντολή στον υπολογιστή μου να καταμετρήσει πόσες φορές επαναλαμβάνω λέξεις σαν την αγάπη στα βιβλία μου. Ξεκίνησα την καταμέτρηση αυτονόητα από το Αγάπη πέρα από τα όρια, το τέταρτο πόνημά μου, όπου το απεχθές ουσιαστικό έχει παρεισφρήσει ακόμα και στον τίτλο. Ο υπολογιστής αποκάλυψε ότι εδώ σπάω κάθε ρεκόρ. Σε σύνολο εβδομήντα πέντε χιλιάδων λέξεων, η αγάπη εμφανίζεται περίπου δυόμισι χιλιάδες φορές. Εντούτοις, η Αγάπη πέρα από τα όρια δεν κόβει το νήμα στο ταμείο· έρχεται τρίτη και καταϊδρωμένη. Την προσπερνάει τόσο το Δεν το βάζω κάτω, με την αγάπη να σκάει μύτη σχεδόν χίλιες εννιακόσιες φορές, παρότι συνολικά προσεγγίζω τις ογδόντα χιλιάδες λέξεις, όσο και το Δικαιούμαι να ευτυχήσω, με την αγάπη
βία χίλιες εξακόσιες στις ενενήντα τόσες χιλιάδες. Συμπέρασμα; Οι αναγνώστες μου σαφώς και υποφέρουν από υπογλυκαιμία. Προτιμούν ωστόσο μια ποικιλία ζαχαρωτών –την αγάπη, λόγου χάριν, να εναλλάσσεται με τη θέληση ή την ευτυχία– παρά ένα ταψί κανταΐφια ξεροσφύρι. Κατανοητό…
>>…Από τη στιγμή που ο σοφέρ ειδοποίησε να μας ανοίξουν την κεντρική πύλη έως τη στιγμή που μου έδωσε το βρεγμένο χέρι της, οι πάντες κινήθηκαν με ακρίβεια χορευτών σε χορογραφία. Άνθρωποι που εμφανίζονταν από το πουθενά κι εξαφανίζονταν στο πουθενά, έπαιρναν το βαλιτσάκι μου από την κούρσα, με τράταραν γκουρμεδιές, μου έβαζαν στο χέρι το τζιν τόνικ που ζήτησα πριν καν προλάβω να το ζητήσω, με ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα, με θέα προς την οικοδέσποινα που κολυμπούσε κάτω από το νερό κι έβγαζε κάπου κάπου το κεφαλάκι της, όπως το προϊστορικό τέρας, η Νέσι, στη λίμνη του Λόχνες…
Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και στην ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Έλληνες-Ελευθέριος Βενιζέλος (ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα ντε Φερ (Action 24, 2014). Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των Τεσσάρων (1998). Έχει δημοσιεύσει είκοσι βιβλία. Ανάμεσά τους: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Τιμής ένεκεν (2004), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Ήμουν κι εγώ εκεί (2016), Γκαγκάριν(2016). Διηγήματα και μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσεχικά. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων την περίοδο 2001-2003, υπό την προεδρία του Βασίλη Βασιλικού, και βραχύβιος αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010. Τον Μάιο του 2012 εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συμμετείχε στην ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης (2012-2013). Από τον Ιανουάριο του 2014 έως το τέλος της ίδιας χρονιάς ήταν ανεξάρτητος βουλευτής. Έχει δύο παιδιά, τον Γιάννη και τη Δανάη.
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
978-618-03-1636-0