Χρ. Μπότζιος: Αμυδρό φως στο τούνελ του Συριακού
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
O αμερικανός Πρόεδρος σε πρόσφατες δηλώσεις του έκανε μια απρόσμενη ερμηνεία της απόφασής του να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις από τη Συρία. Δεν αξίζει, είπε, να παραμείνουν σε μία χώρα που δεν είναι άλλο παρά άμμος και έρημος (sand and desert). Δεν διευκρίνισε όμως γιατί η σημαντική και ιστορική αυτή χώρα περιήλθε σε τέτοια κατάσταση. Αν είχε ερωτηθεί, πιθανότατα θα επέρριπτε την ευθύνη στον Πρόεδρο Άσαντ τον νεότερο και στο ISIS.
Θα ήταν όμως πιο πειστικός –τουλάχιστον για τους Αμερικανούς– αν πρόσθετε ότι τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από την απόσυρση των στρατευμάτων θα τα διέθετε για την κατασκευή του τείχους με το Μεξικό. Πιθανόν να έπειθε και την πρόεδρο της Γερουσίας Νάνσι Πελόζι, που είναι απόλυτα αρνητική κατά του τείχους, επαναλαμβάνοντας συνεχώς «no wall, no wall»! Σε κάθε περίπτωση η ερμηνεία που δόθηκε από τον αμερικανό Πρόεδρο θα μείνει στην Ιστορία τόσο για την αφέλεια όσο και για την κυνικότητά της. Ήδη ο Πρόεδρος Τραμπ υπαναχώρησε, διευκρινίζοντας με νεότερες δηλώσεις του ότι η αποχώρηση δεν θα είναι άμεση. Το γεγονός αυτό μαζί με την επιστροφή διπλωματικών αντιπροσωπειών πολλών αραβικών χωρών στην Δαμασκό αφήνει να διαφανεί κάποιο αμυδρό φως στο σκοτεινό τούνελ του Συριακού για σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα στην πολύπαθη αυτή χώρα. Όμως οι πολιτικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί στην περιοχή παραμένουν.
Ας δούμε όμως ποια είναι η εικόνα και η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη Συρία, μία χώρα τύποις μέλος του ΟΗΕ. Το καθεστώς Άσαντ έχει επανακτήσει μεγάλο μέρος της επικράτειας, που ισοδυναμεί με αντίστοιχες απώλειες του ISIS, που συνεχώς συρρικνώνεται. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι στα μέσα Ιουνίου του 2015 οι δυνάμεις των ισλαμιστών βρίσκονταν προ των πυλών της Δαμασκού! Οι αντικυβερνητικές δυνάμεις και άλλες μικρότερης εμβέλειας ισλαμιστικές οργανώσεις (Χεσμπολάχ, Αλ Νούσρα κ.ά.) έχουν υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό.
Το βόρειο τμήμα της χώρας κυριαρχείται από τους Κούρδους, οι οποίοι είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα και στο ΒΔ τμήμα της Συρίας, γεγονός που προκαλούσε και εξακολουθεί να προκαλεί συνεχή πονοκέφαλο στην Άγκυρα. Αποφασιστικής σημασίας η παρουσία των αμερικανικών και ρωσικών δυνάμεων, με τις τελευταίες να αποτελούν τον αποφασιστικό παράγοντα στήριξης του καθεστώτος Άσαντ και αποτροπής διαμελισμού του συριακού κράτους. Οι Κούρδοι, από τους στενότερους συμμάχους των ΗΠΑ και τους σθεναρότερους μαχητές κατά των ισλαμιστών του ISIS, μετά την αναγγελία της πρόθεσης απόσυρσης των αμερικανών δυνάμεων και προ των τουρκικών απειλών άρχισαν να υποχωρούν, ενώ στην προστασία τους έσπευσαν οι κυβερνητικές συριακές δυνάμεις.
Η συριακή κρίση δεν είναι μία από τις συνηθισμένες εσωτερικές διαμάχες μεταξύ αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων. Ούτε ένας εμφύλιος πόλεμος. Είναι προϊόν πολιτικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο της στρατηγικής αυτής περιοχής με φόντο την ασφάλεια του Ισραήλ. Πρόσθετα, του ελέγχου των ενεργειακών πηγών, όπως και της ασφαλούς διέλευσης των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Βασικοί πρωταγωνιστές του συριακού δράματος: Το καθεστώς Άσαντ, η ανατροπή του οποίου αποτέλεσε το αίτιο ή την αφορμή των δυτικών παρεμβάσεων. Σημαντικότατος και ο ρόλος του ΙSIS που απείλησε τη συνοχή του συριακού κοσμικού κράτους, όπως και οι αντικαθεστωτικοί αντίπαλοι του ασαντικού καθεστώτος. Ασφαλώς, πρωτεύοντα ρόλο στην επικρατούσα κατάσταση έπαιξε η άμεση εμπλοκή ΗΠΑ και Ρωσίας και δευτερευόντως της Τουρκίας, ο ρόλος και οι στόχοι της οποίας στην περιοχή ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ, ως παγκόσμια δύναμη, έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με ενεργό ανάμειξη σε όλες τις εξελίξεις. Γενικά εφαρμόζουν μια πολιτική ισχύος (diplomacy of power), που συνήθως αποτυγχάνει.
Η Ρωσία υπήρξε εξαρχής ο βασικός και σταθερός υποστηρικτής του Άσαντ, με ισχυρή στρατιωτική παρουσία και αποφασιστικές επεμβάσεις όταν το καθεστώς Άσαντ κινδύνευε να καταρρεύσει. Βασικός λόγος της ρωσικής εμπλοκής στο Συριακό, η προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπως και η επιβεβαίωσή της ως μεγάλης περιφερειακής και παγκόσμιας δύναμης. Η ρωσική διπλωματία γνωρίζει πολύ καλά τις επιπτώσεις που θα είχε για τα ρωσικά συμφέροντα και την ασφάλεια της περιοχής τυχόν αλλαγή του πολιτικού και γεωπολιτικού σκηνικού στη Συρία και τη Μέση Ανατολή.
Η Μόσχα εκμεταλλεύθηκε την παροδική ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας προσεγγίζοντας την Άγκυρα, με στόχο να την απομακρύνει από τη Δύση. Στα πλαίσια αυτής της επιδίωξης κατάπιε δύο ταπεινώσεις που υπέστη από την Τουρκία, που σε άλλες εποχές μπορεί να συνιστούσαν αιτία πολέμου. Η πρώτη ήταν η κατάρριψη ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους, η δεύτερη η εν ψυχρώ δολοφονία του ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η συμπεριφορά της Μόσχας δικαιώνει τους υποστηρικτές της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, που πρεσβεύει ότι η εξωτερική πολιτική συνέχεται βασικά από συμφέροντα και όχι ηθικές και ιδεαλιστικές αρχές. Κατανοητή και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Συριακό, κυρίως ως προς το Κουρδικό, που αποτελεί τον εφιάλτη της.
Η Τουρκία διακριτικά συνεργάσθηκε αρχικά με το ISIS, υπολογίζοντας στην εξουδετέρωση των Κούρδων, οι οποίοι είχαν την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ. Στη συνέχεια εστράφησαν προς τη Μόσχα επιδεικνύοντας μια άκρως αντιδυτική πολιτική, για να επιστρέψουν εκ νέου σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ με αντάλλαγμα την αναγνώριση ενός περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στα πλαίσια αυτής της αναγνώρισης η Άγκυρα επέτεινε τις προκλήσεις κατά της Ελλάδας στο Αιγαίο με συγκεκριμένες διεκδικήσεις, που συνιστούν άμεση αμφισβήτηση του status quo, το οποίο έχει καθιερωθεί με διεθνείς συμβάσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση, αρμόδια και υπεύθυνη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, και οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν πρέπει να υποτιμούν, ούτε όμως και να υπερεκτιμούν τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις. Η υπερεκτίμηση συνίσταται στην αντίδραση με έλλειψη ψυχραιμίας σε κάθε δήλωση τούρκου αξιωματούχου και η υποτίμηση όταν τις αγνοούμε ή τις παρασιωπούμε. Θα ήταν πάντως λάθος να δεχθούμε ότι στην Τουρκία δεν υπάρχουν σώφρονες πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στις αρχές της καλής γειτονίας.
Η επικείμενη επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία θα αποτελούσε μια καλή ευκαιρία προκειμένου να διαπιστωθεί αυτό. Άλλωστε οι συναντήσεις με φορείς της αντιπολίτευσης αποτελούν διεθνή πρακτική, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με τις συναντήσεις που είχε η καγκελάριος κ. Μέρκελ στην προ ημερών επίσημη επίσκεψή της στην Αθήνα.