Ν. Γ. Χαριτάκης: Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Αφορμή για τη σημερινή συζήτηση είναι η επίσκεψη της καγκελαρίου της Γερμανίας στη χώρα. Στόχος, να αναδείξουμε όσο πληρέστερα μπορούμε την πολιτική οικονομία των γεγονότων που στιγμάτισαν τις εξελίξεις στη χώρα την τελευταία 11ετία. Ως γενικό αντικείμενο ανάλυσης της πολιτικής οικονομίας, που αποτελεί και πλαίσιο διαλόγου μας, είναι η εξέταση της αλληλεξάρτησης του Δημοσίου με το ιδιωτικό και του διεθνούς με το εθνικό συμφέρον. Πώς το δημόσιο συμφέρον συνδέεται με το ιδιωτικό και πώς το διεθνές με το εθνικό.
Τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, με την παγκόσμια οικονομική κρίση ήρθαν αντιμέτωπα με την ψυχολογική τους ενοχή σε σχέση με την ευθύνη της διαχείρισης της εξουσίας στην ευρωπαϊκή Μεταπολίτευση της χώρας. Η χώρα και μαζί της τα δύο κόμματα σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης στηρίζουν την ευρωπαϊκή της προοπτική και μαζί της την απεξάρτηση από την αμερικανική σύμπλευσή της στην περίοδο της απελευθέρωσης. Η χώρα συμμετέχει στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη.
Η οικονομική κρίση του 2008 βρίσκει την Ευρωζώνη θεσμικά ανέτοιμη να στηρίξει την αναγκαία, μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, αλληλεγγύη με στόχο τη νομισματική και οικονομική σταθερότητα. Αποτέλεσμα αυτής της ευρωπαϊκής θεσμικής αδυναμίας είναι να μετατραπεί η Ελλάδα μαζί με άλλες χώρες σε χώρες κοινοτικής καταισχύνης. Αποκαλούνται PIGS (γουρούνια), από τα αρχικά των ονομάτων τους. Ενοχικά, σε εθνικό επίπεδο, επικρατεί η άποψη ότι η πολιτική εξουσία που διαχειρίστηκε τα κοινά της Ελλάδος κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης παρέδωσε το πλοίο της οικονομίας θεσμικά και παραγωγικά ανέτοιμο να ανταπεξέλθει στην κρίση.
Υπεύθυνα για τη συγκεκριμένη κρίση ήταν τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης. Ξεχνάμε όμως ότι η συλλογική ευθύνη των μελών της Ευρωζώνης, που απαιτείτο για την προστασία και τη σταθερότητα του ευρώ, είχε αυτοκαταργηθεί από τη ρήτρα που επέβαλαν οι Γερμανοί για να αντικαταστήσουν το μάρκο με το ευρώ. Τη ρήτρα που δέσμευε κάθε χώρα-μέλος να εξασφαλίζει η ίδια τα χρέη της (no bail-out clause), ανεξάρτητα αν η εξασφάλιση αυτή ευνοούσε και τα υπόλοιπα μέλη. Οι κίνδυνοι της ρήτρας είχαν διατυπωθεί έγκαιρα. Κανένας σοβαρός επιστήμων στον κόσμο δεν αμφισβητούσε την ανασφάλεια που δημιουργούσε η συγκεκριμένη δέσμευση για το σύστημα. Οι Γερμανοί όμως το απέφευγαν με τη δικαιολογία ότι είναι πιθανό να επαναληφθεί το πρόβλημα με τα χρέη που είχαν αναλάβει στην ανατολική πλευρά της χώρας τους. Τα αποτελέσματα της επερχόμενης κρίσης του 2008 και το θεσμικό κενό που υπήρχε στην δομή της Ευρωζώνης είχαν όμως προεξοφληθεί από τις αγορές. Όσοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι στην κρίση θα λυθούν τα προβλήματα προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα.
Η Ευρωζώνη ως σύνολο πλήρωσε ένα τεράστιο κόστος σε πραγματική αξία. Μια αδυναμία θεσμικής εξασφάλισης της Ευρωζώνης για μια πιθανή κρίση δημιούργησε το τεράστιο κοινωνικό κόστος, όταν ήρθε η κρίση σε όλες ανεξαρτήτως τις χώρες-μέλη. Άλλες πολύ και άλλες λίγο, όλες βρέθηκαν χωρίς αμοιβαιότητα και αλληλεγγύη, έστω και αν αυτή η αδυναμία θωράκισής τους οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο σε ένα συγκεκριμένο μέλος. Άτυπα η ρήτρα ξεπεράστηκε, αλλά το κόστος είχε ήδη πληρωθεί από ορισμένους. Η χώρα μας έχασε πάρα πολλά. Η ευρωπαϊκή θέση όμως των δύο μεγάλων κομμάτων ως προς την ανάληψη ευθυνών ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και το ψυχολογικό τους σύμπλεγμα ως προς τον ηθικό κίνδυνο της μη θεσμικής θωράκισης κατά τη Μεταπολίτευση μετέφερε το βάρος των ευθυνών στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο. Ανέλαβαν εκείνοι, έναντι του λαού, τη συλλογική ευθύνη και το πλήρωσαν.
Οι θεσμικές αλλαγές που προέτρεπαν τα Μνημόνια από μέρος της λύσης έγιναν η αποδιοπομπαία λύση. Η Ευρωζώνη σταθεροποιήθηκε, η δημοσιονομική πειθαρχία αντικατέστησε εν μέρει τη ρήτρα αποπληρωμής του χρέους και τα δύο κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ανέλαβαν, ως μη όφειλαν, το σύνολο της πολιτικής ευθύνης για αναγκαία θεσμική προσαρμογή της χώρας στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Αν όμως αναστρέψουμε το ερώτημα και αποδεχθούμε την άποψη που πρυτάνευσε στην Ευρωζώνη, ότι δηλαδή και για την Ελλάδα η αδυναμία των θεσμών ήταν προϊόν συμβιβασμού της πολιτικής εξουσίας μιας χώρας που δεν σχεδίαζε με βάση την παγκόσμια κρίση, τότε εύκολα ερμηνεύεται γιατί δεν μπορέσαμε όλα αυτά τα χρόνια να ξεπεράσουμε την κρίση.
Εύκολα όμως ερμηνεύεται και η πάγια στάση της γερμανικής κυβέρνησης ως προς τη χώρα μας. Μας είπαν, εμμέσως πλην σαφώς: Είχατε κυβερνήσεις που δεν σας προετοίμασαν ικανοποιητικά, ώστε να αντιμετωπίσετε αυτοδύναμα μια παγκόσμια οικονομική κρίση ζώντας στους θεσμούς της Ευρωζώνης. Και εμείς το αποδεχθήκαμε. Δεν δέχθηκαν ότι η κρίση ήταν κοινή.
Ανεξάρτητα από το πότε θα γίνουν οι εκλογές, η χώρα θα επανέλθει στην ευρωπαϊκή της ομαλότητα. Το εκλογικό σώμα μάλιστα θα αντιληφθεί ότι είναι λάθος να ταυτίζει τα δύο μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ως αποκλειστικά υπεύθυνα για τα δεινά της κρίσης. Όπως και για την ηθική τους ευθύνη ως προς τη θεσμική της προετοιμασία. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα όμως αυτής της απεξάρτησης θα είναι όταν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά θα αντιληφθούν την αλλαγή στις ισορροπίες με όσους στο παρελθόν θεωρούσαν ως ομοτράπεζους. Κυρίως μάλιστα η Γερμανία, που την περίοδο της Μεταπολίτευσης ευνοήθηκε περισσότερο όταν χρηματοδοτούσε το μη βιώσιμο εμπορικό μας έλλειμμα. Είναι δεδομένο ότι πλέον θα έχουν απέναντί τους έναν αλληλέγγυο μεν, αλλά και ισχυρό φορέα εξουσίας.
Ουσιαστικά και με βάση τη λογική της πολιτικής οικονομίας, η καγκελάριος της Γερμανίας «ήρθε, είδε και απήλθε». Αποδέχθηκε δημόσια ότι τον κ. Μητσοτάκη δεν μπορεί να τον επηρεάσει. Δεν μπόρεσε να προεξοφλήσει σε κανένα επίπεδο, αν και θα ήθελε, την επενδυτική της παρέμβαση στις ενεργειακές προοπτικές της χώρας. Έγινε προφανές ότι η συμμετοχή των γερμανικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς κόστος περισσότερο από τα αεροδρόμια, προκαθορισμένο πλέον όριο συνεργασίας των δύο χωρών. Τα λιμάνια και το διαμετακομιστικό πλεονέκτημα της χώρας έχουν ήδη περάσει στην Κίνα, βασικού της ανταγωνιστή στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ η συμμετοχή των αμερικανικών συμφερόντων στην αμυντική προοπτική της χώρας είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Αφήσαμε τελευταία τη βαλκανική μας προοπτική, που, όπως διαγράφεται και για το σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, θα στηριχθεί στην ισοπολιτεία της ελληνικής παράδοσης και την ιστορία της περιοχής. Μακριά από εμάς τα λάθη που παρατηρήθηκαν στην Ουκρανία.
Η λογική των αντισταθμιστικών ωφελημάτων της Μεταπολίτευσης, που ξεκίνησαν ως Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα και τελείωσαν με τα Μνημόνια και με τη δημοσιονομική πειθαρχία, αποτελεί παρελθόν. Αντιληφθήκαμε πολύ καλά πώς αποτιμάται το κοινωνικό κόστος των Μνημονίων και η έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ συνεργαζόμενων κρατών στην Ευρωζώνη. Περισσότερο όμως την αφομοίωσαν τα δύο βασικά κόμματα που στήριξαν την πορεία της χώρας προς την Ευρωζώνη.
Από άποψη πολιτικής οικονομίας έγινε απόλυτα κατανοητό σε όλους μας ότι υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ αλληλεγγύης και φιλότιμου. Μίας έννοιας με έντονα ελληνικά στοιχεία. Ήταν αναγκαίο οι γερμανοί φίλοι μας να γνωρίζουν ότι η αλληλεγγύη σταθμίζεται από τον ορθολογισμό, σε αντίθεση με το φιλότιμο, που δεν ερμηνεύεται πάντα με τον ορθό λόγο.
Στο βαθμό λοιπόν που δεν μπορείς να αξιολογήσεις τη συμπεριφορά μιας κοινωνίας με ορθό λόγο, είναι πιθανό το ενδεχόμενο να βρεθείς σε πολιτικά αδιέξοδα και σε αδυναμία ελέγχου των κοινωνικών ομάδων που θεωρούσες μέχρι πρόσφατα ιδεολογικά δεδομένες.