Η ολοκληρωτική αμφισβήτηση του status quo από την Άγκυρα θέτει σε άμεση προτεραιότητα την ελληνική αμυντική ετοιμότητα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
O Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δεν δίστασαν να θέσουν επισήμως, προσφάτως, και θέμα Κρήτης, δημοσιεύοντας χάρτες και ισχυρισμούς για δήθεν δικαιώματα που απορρέουν από το Οθωμανικό παρελθόν. Βρισκόμαστε ήδη μακριά από τις αρχικές Τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις. Αρχικά αφορούσαν την υφαλοκρηπίδα, το FIR και τον εναέριο χώρο. Από τη δεκαετία του ’90 άρχισαν να προσλαμβάνουν και εδαφικό περιεχόμενο, με πρώτο στόχο τα Ίμια.
Στη συνέχεια έχουμε τις διεκδικήσεις για τις νησίδες στο Αιγαίο, που έχουν δήθεν αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώς. Άλλοι Τούρκοι ιθύνοντες τις καθορίζουν σε 19, άλλοι σε 106 και άλλοι σε 800.
Μετά την ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου και πετρελαίου νότια και ανατολικά της Κρήτης, η Άγκυρα κλιμάκωσε περαιτέρω τις αξιώσεις της, εγείροντας αμφισβητήσεις μέχρι και για την Κρήτη και τις παρακείμενες νησίδες. Εντάσσει τις διεκδικήσεις της αυτές σ’ ένα νέο θεώρημα, που το ονομάζει πομπωδώς «Γαλάζια Πατρίδα» και περιλαμβάνει τις μεγαλεπήβολες αξιώσεις της στις θάλασσες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το θεώρημα αυτό συντρέχει τις απαιτήσεις της για «συμμετοχή» στον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου, επικαλούμενη ανύπαρκτα δικαιώματα από το διεθνές δίκαιο και εποφθαλμιώντας την ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου και της Ελλάδος.
Με λίγα λόγια, κλιμακώνοντας τις αμφισβητήσεις της σ’ επίπεδο παραλογισμού, η Άγκυρα αντιτίθεται πλέον ανοικτά στις υπάρχουσες συνθήκες και συναφώς στο υπάρχον διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και ζητά ουσιαστικά μια νέα γενική διαπραγμάτευση, που θα βασίζεται στην ισχύ, στην οποία πιστεύει ότι προεξάρχει σήμερα και ότι μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να διαμορφώσει μια εντελώς νέα κατάσταση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις.
Η νέα υπεροψία που απέκτησε η Άγκυρα βασίζεται σ’ ένα μέτρο σε πραγματικά γεγονότα, που της έχουν δώσει σημαντικά πλεονεκτήματα. Το πρώτο από αυτά είναι η δημογραφική έκρηξη, που οδήγησε τον πληθυσμό της κοντά στα 79 εκατ. Το δεύτερο είναι η οικονομική ανάπτυξη που πέτυχε κατά την τελευταία 15ετία και η οποία τριπλασίασε το εθνικό της εισόδημα. Το τρίτο είναι η επιτυχία της να οικοδομήσει, σε σύντομο χρόνο, μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία, η οποία ήδη εφοδιάζει τη χώρα με δικά της, σύγχρονα οπλικά συστήματα. Η πρόοδος που πέτυχε η Τουρκία, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων Κρουζ, αντιαεροπορικών συστημάτων, τεθωρακισμένων, επιθετικών ελικοπτέρων, αμυντικών ηλεκτρονικών συστημάτων, ναυτικών και αεροπορικών κατασκευών, συνιστά άμεση απειλή στην υπάρχουσα Ελληνο-Τουρκική στρατιωτική ισορροπία.
Η εικόνα αυτή είναι, βεβαίως, εν μέρει απατηλή, γιατί με τις προόδους που αναφέρθηκαν συνυπάρχουν πολλά και μεγάλα προβλήματα. Το πρώτο από αυτά είναι το Κουρδικό, το οποίο προκαλεί πλέον όχι μόνο εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς περισπασμούς, με πρώτο παράδειγμα τη Συρία. Για να αντιστρατευθεί την Αμερικανική πολιτική, που έδειξε να εμπλέκεται σοβαρά στην ιδέα της δημιουργίας ενός Κουρδικού κράτους, ο Τούρκος Πρόεδρος έκλινε προς τη Ρωσία, δημιουργώντας κρίση στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Η επαμφοτερίζουσα και επιτήδεια εξωτερική πολιτική της Άγκυρας έχει μακρά παράδοση. Στη σημερινή όμως περίπτωση εντάσσεται στις νέες φιλοδοξίες που προβάλλει το σημερινό καθεστώς με την Ισλαμιστική και Νεο-Οθωμανική του ιδεολογία. Ο Πρόεδρος Ερντογάν φιλοδοξεί να καταστήσει την Τουρκία μια ανεξάρτητη δύναμη, που θα παρεμβάλλεται μεταξύ των ισχυρών και θα συνομιλεί ισοτίμως μαζί τους. Θέλει επίσης να αναβιώσει τον ισλαμισμό, συνυφασμένο με τον Τουρκικό εθνικισμό, σε μια νέα κινητήρια ιδεολογική δύναμη, που θα διανοίγει διεθνείς προοπτικές για την Άγκυρα στον Ισλαμικό κόσμο.
Η Τουρκία φαίνεται να έχει επιτύχει προσωρινά την ανακοπή της δημιουργίας ενός δεύτερου Κουρδικού κράτους στη Συρία. Υπό το βάρος των εξελίξεων, οι Κούρδοι της Συρίας προσανατολίζονται στη μόνη εφικτή γι’ αυτούς λύση. Αποκατάσταση των σχέσεών τους με τον Σύρο Πρόεδρο Άσαντ και διαπραγμάτευση ενός καθεστώτος τοπικής αυτονομίας. Το Κουρδικό δεν είναι το μόνο πρόβλημα που επιβαρύνει την Τουρκική πολιτική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, με τον εκρηκτικό χαρακτήρα του και τον Ισλαμιστικό του προσανατολισμό, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα ένα πλεονέκτημα για την Τουρκία αλλά και ένα πρόβλημα. Το τελευταίο προέρχεται από τις αντιδράσεις που προκαλεί στο εσωτερικό με τις πολιτικές του αλλά και στο εξωτερικό, με τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζει η πολιτική του.
Οι τελευταίες έχουν επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στην οικονομία της χώρας, η οποία παρουσιάζει κάμψη στον ρυθμό αναπτύξεως και μεγάλη πτώση του εθνικού της νομίσματος. Η Τουρκία δέχεται επίσης τις περιπλοκές και τις συνέπειες από όλο τον αναβρασμό και τις ανακατατάξεις που σημειώνονται στη Μέση Ανατολή και στην περιοχή του Κόλπου. Η Τουρκία είναι σύμμαχος του Κατάρ, αλλά έχει απέναντί της σήμερα τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο.
Το συμπέρασμα από τη θεώρηση αυτή είναι ότι η Τουρκία, ανεξάρτητα από τα προβλήματά της, προετοιμάζει συστηματικά μια επιθετική πολιτική, με στόχο να ανατρέψει πλήρως το σημερινό status quo μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Τουρκίας. Η Ελλάδα έχει ισχυρούς περιφερειακούς συμμάχους το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Η Αμερικανική υπερδύναμη φορά τη μάσκα του Ιανού και δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για την πολιτική της, χωρίς σοβαρές και συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Η Ελλάδα, υπό τις περιστάσεις αυτές και ανεξάρτητα από τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες, οφείλει να δώσει τη μέγιστη και άμεση προτεραιότητα στην αμυντική της ετοιμότητα. Η αποτροπή δεν γίνεται με λόγια ή με έλλειμμα ισχύος. Απέναντι στην Τουρκική αρπακτικότητα και ιταμότητα επιβάλλεται να υπάρχει η αναγκαία ισορροπία δυνάμεων και ισχύος.
Φωτο: hellenicnavy.gr