Ν. Γ. Χαριτάκης: Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κ.ά.
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Αμφιβάλλω αν υπάρχει διευθυντικό στέλεχος επενδυτικού ταμείου, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα μπορούσε ανερυθρίαστα να δηλώσει επίσημα στους μετόχους και στους επενδυτές της εταιρείας, που του έδωσαν καθαρά 41 δισ. ευρώ προς διαχείριση, ότι αισίως το ποσό αυτό έχει συρρικνωθεί στα 760 εκατ., δηλαδή, στο 5% της αρχικής επένδυσης.
Αμφιβάλλω, επίσης, αν η συγκεκριμένη διοίκηση θα μπορούσε να καλέσει ΓΣ των μετόχων και να ζητά ανανέωση της θητείας της χωρίς προηγουμένως να έχει παραιτηθεί. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε η συγκεκριμένη διοίκηση να ασκεί τα καθήκοντά της, χωρίς ο ιδιοκτήτης της εταιρείας να έχει ζητήσει άμεση σύγκλιση έκτακτης ΓΣ με μοναδικό θέμα την αξιολόγησή της. Αμφιβάλλω αν θα ήταν δυνατόν να εμφανιστεί στη συνέλευση η ίδια διοίκηση χωρίς απολογητικό σημείωμα. Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά δεν ισχύουν για τις δημόσιας ιδιοκτησίας επιχειρήσεις της χώρας. Όταν γίνονται, κανείς δεν αξιολογείται. Ο υπουργός των Οικονομικών, καθηγητής Οικονομικών και ο ίδιος, δεν έχει ακούσει τίποτα για κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.
Στη δεκαετία του ‘80 η ελληνική πολιτική σκηνή αντιπαλεύει δύο τεράστιες για την περίοδο εκείνη λέξεις. Είναι η «κοινωνικοποίηση» και η «ιδιωτικοποίηση». Με τη γνώση που έχουμε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια, μπορούμε εύκολα πλέον να πούμε ότι η διαφορά τους συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται και διαμορφώνεται η αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή στις περιπτώσεις που ιδιοκτήτης του κεφαλαίου είναι είτε το δημόσιο κοινό (π.χ. φορολογούμενος) είτε το ιδιωτικό κοινό (π.χ. μέτοχος).
Αν είναι ο μέτοχος, οι όποιες αποφάσεις και προτάσεις γίνονται με σκοπό τη δημιουργία και όχι την απώλεια κεφαλαίου και η αύξηση ή μείωση των αμοιβών της διοίκησης της εταιρείας αξιολογείται στη ΓΣ. Εκεί εγκρίνονται ή απορρίπτονται με βάση τη σύγκρισή τους από άλλες αποδόσεις και βέβαια από τον ετεροχρονισμό τους σύμφωνα με τις προοπτικές της.
Ας μην ξεχνάμε ότι όπως ο εργαζόμενος απαιτεί αμοιβή, έτσι και ο μέτοχος απαιτεί αμοιβή για τον δανεισμό που έκανε στην εταιρεία, ώστε να της επιτρέψει να υπάρχει. Το μετοχικό κεφάλαιο μαζί με τα δάνεια προς τις τράπεζες κοστίζει. Είναι το ιδιωτικό κοινό κεφάλαιο, που όποιος το καταβάλει απαιτεί και να το ανακτήσει. Υπεύθυνη για τη συγκεκριμένη αντικαταβολή είναι η διοίκηση της εταιρείας.
Η έκφραση «το αφεντικό τρελάθηκε» αποτυπώνει ανάγλυφα την περίπτωση που το ιδιωτικό κοινό τείνει να πλησιάσει στο δημόσιο κοινό. Είναι η πορεία που μπορεί να ακολουθήσει μία ιδιωτική επιχείρηση στη μετατροπή της σε μία κοινωνικοποιημένη.
Αντίστροφα, η έκφραση «το αφεντικό σοβάρεψε» αφορά μία κοινωνικοποιημένη, όταν αρχίζει να λαμβάνει υπόψη της την ένδεια που μπορεί να εμφανίζει το κράτος στη διαρκή εξασφάλιση κεφαλαίων σε εταιρείες που προσφέρουν κοινωνικό έργο. Από την ακραία περίπτωση της δωρεάν δημόσιας παροχής μέχρι την κοινωνικοποιημένη, όπως την περιέγραψε ο Ανδρ. Παπανδρέου, σε κάποιον πρέπει να περάσει ο λογαριασμός του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή.
Αν αποφασίσουμε λοιπόν ως κοινωνία να παρέχουμε δωρεάν παιδεία και υγεία, το κάνουμε και αναλαμβάνουμε το κόστος του κεφαλαίου με σκοπό οι πολίτες του σήμερα και του αύριο να ζήσουν καλύτερα. Να παράγουν περισσότερο και να πληρώσουν στο μέλλον με τους φόρους τους το κόστος του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε. Με την ίδια λογική επηρεάζουμε έμμεσα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στις φτωχές περιοχές, με την ίδια λογική το κράτος εγγυάται τα δάνεια που απαιτούνται για τη λειτουργία των ΔΕΚΟ.
Στην επιχειρηματολογία αυτή, αν και πολλοί γνωστοί μου θα εκπλαγούν διαβάζοντας αυτήν τη θέση, δεν μπορώ να διαφωνήσω. Είναι απόφαση της εκάστοτε δημοκρατικής κυβέρνησης της χώρας να επιλέγει ποια αγαθά είναι κοινά και σε τι βαθμό ο μέσος πολίτης θα αναλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου. Αν, για παράδειγμα, η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ζάχαρη είναι, όπως η υγεία και η παιδεία, δημόσιο αγαθό, ας πληρώνουμε όλοι, με τους φόρους μας, το κόστος κεφαλαίου για την επιβίωσή της. Η δημοκρατία επιβάλλει, η πλειοψηφία αποφασίζει. Η ζάχαρη αποτελεί σύμφωνα με την κυβέρνηση ένα δημόσιο αγαθό και η εταιρεία που την παράγει είναι κοινωνικοποιημένη.
Μέχρι εδώ δεν έχουμε αντίρρηση. Εκεί που αρχίζουμε να μην αντιλαμβανόμαστε τη λογική της κοινωνικοποίησης είναι στο θέμα των λαθών στις αποφάσεις των διοικήσεων των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων. Με ποια λογική και με ποιον νόμο της χώρας κοινωνικοποιούνται οι ευθύνες των διοικήσεων, από τη στιγμή που τα στελέχη διοικούν κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις; Όταν η διοίκηση μιας εταιρείας ιδιωτικού κοινού αποφασίσει, επειδή πετυχαίνει στόχους και πληρώνει την αμοιβή του κεφαλαίου που χρησιμοποιεί, να ζητήσει 25.000 ευρώ τον μήνα για 14 μήνες τον χρόνο, πάει στη γενική συνέλευση των μετόχων, δικαιολογεί την απαίτησή της και αυτή εγκρίνεται ή απορρίπτεται.
Αν αντίθετα έρθει στη συνέλευση και πει ότι έχασα το 95% των κεφαλαίων που μου δώσατε και μαζί μ’ αυτά έχασα και την ιδιοκτησία των τραπεζών που επένδυσα τα κεφάλαια που μου διαθέσατε, τι πρέπει να κάνει ο μέτοχος; Να του πει μπράβο και του χρόνου έλα να σου δώσω άλλα τόσα, μήπως και σωθούν οι τράπεζες που πλέον ελέγχονται από τρίτους;
Γνωρίζοντας τα οικονομικά που γνώριζε ο Ανδρ. Παπανδρέου, θεωρώ βέβαιο ότι ως επιστήμων θα σήκωνε, αν ζούσε, τα χέρια. Η ανοχή στην αυθαιρεσία και στην άκριτη διατύπωση δηλώσεων μέσω του Τύπου για θέματα που αφορούν ευθύνες διοικήσεων στη διαχείριση δημοσίων πόρων έχει και κάποια όρια. Όταν ένας εφοριακός για 1.000 ευρώ οφειλή φορολογουμένου προβληματίζεται να την αντιμετωπίσει και απαιτεί νομοθετική ρύθμιση, πώς είναι δυνατόν να διαβάζουμε απώλεια δημοσίων πόρων της τάξης των 40 δισ. μέσω σε οκτώ χρόνια και να μην ζητούνται διοικητικές ευθύνες από αυτούς που διαχειρίστηκαν τα κεφάλαια; Αν τα κεφάλαια αυτά δόθηκαν για να σωθούν οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών και χάθηκαν στην πορεία μαζί με τις επιχειρήσεις που τις είχαν αναλάβει (βλέπε τράπεζες), θα έπρεπε τουλάχιστον κάποιος δημόσιος λειτουργός να μας ενημερώσει ως προς τις ενέργειες της ιδιοκτησίας στην αξιολόγηση των διοικούντων.
Μιλήσαμε για κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου και κοινωνικοποίηση των ευθυνών των διοικήσεων των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων. Είναι κατανοητό ότι ο φόβος της αμετροέπειας των ιδιωτών διαχειριστών προέτρεψε πολλούς να θεωρούν ότι οι ίδιοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον δημόσιο οικονομικό βίο με διαπλοκή. Θεώρησαν ότι μετατρέποντας κοινωνικό κεφάλαιο σε ιδιωτικό εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των ιδιωτών ιδιοκτητών κεφαλαίων.
Δεν υπολόγισαν πολλοί υποστηρικτές της κοινωνικοποίησης ότι και οι διαχειριστές κοινωνικού κεφαλαίου θα είχαν τα ίδια κίνητρα με εκείνα των διαχειριστών ιδιωτικού κεφαλαίου. Όπως οι δεύτεροι, έτσι και οι πρώτοι θα μπορούσαν να δικαιολογούν την ύπαρξή τους καλυπτόμενοι πίσω από την κοινωνική ταυτότητα και των σκοπό των επιχειρήσεων που έχουν αναλάβει και από την άμεση και όχι, όπως οι άλλοι, έμμεση συμμετοχή τους στην κομματική νομενκλατούρα που τους διόρισε.
«Big mistake» (μέγα λάθος), όπως είπε στην ταινία «Pretty Woman» η φίλη μου Julia Roberts. Όταν σύντομα θα αντικατασταθούν, κανείς σοβαρός αντικαταστάτης τους δεν θα μπορεί, έστω και αν το θελήσει, να τους απαλλάξει από τις ευθύνες τους.