Δραματικές οι επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος στο συνταξιοδοτικό σύστημα
Του
ΑΝΤΩΝΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοσιολόγου, Αντιπροέδρου
Ομοσπονδίας Εργαζομένων ΙΚΑ
[email protected]
Aξίζει προσοχής το γεγονός ότι κατά το πρόσφατο τακτικό Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε ειδική αναφορά στο ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών με 2.000 ευρώ για κάθε γέννηση Ελληνόπουλου και μάλιστα η δέσμευσή του αυτή, όπως είπε, πρόκειται να υλοποιηθεί άμεσα.
Ταυτόχρονα, τόσο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και το ΚΙΝΑΛ με την πρόεδρό του Φώφη Γεννηματά δημοσιοποίησαν πρόσφατα τις προτάσεις τους για την
αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, το οποίο καθίσταται πλέον ζήτημα εθνικής επιβίωσης.
Οι μέχρι τώρα αξιόπιστες μελέτες και έρευνες αναδεικνύουν τις τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και κυρίως εθνικές διαστάσεις του προβλήματος αυτού και ως εκ τούτου είναι προς τη θετική κατεύθυνση το γεγονός ότι πλέον συμπεριλαμβάνεται στην κυβερνητική ατζέντα των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, όπως αυτή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), τα τελευταία επτά χρόνια της κρίσης μειώθηκε ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας κατά 360.000 και αναμένεται στα επόμενα δώδεκα έτη να μειωθούμε περαιτέρω κατά 770.000.
Μάλιστα, αν κάτι δεν αλλάξει δραστικά, τότε σε ένα διάστημα κυμαινόμενο από 35 μέχρι 50 έτη θα έχουμε μειωθεί στους μισούς απ’ ό,τι σήμερα. Αυτή η ήδη σκληρή απεικόνιση των αριθμών δεν σταματά εδώ, αφού εάν προχωρήσουμε σε περαιτέρω ποιοτική τους ανάλυση θα διαπιστώσουμε και τη δραματική αλλαγή που επέρχεται στα ηλικιακά μεγέθη του γηγενούς πληθυσμού.
Έτσι, ενώ σήμερα οι άνω των 65 ετών είναι το 21,5% του συνολικού πληθυσμού (το 1965 ήταν περί το 10%), αναμένεται ότι το 2035, δηλαδή σε 16 μόλις χρόνια, θα έχουν ανέλθει στο 27,9% και το 2050 στο 33,1%, με αυξητικές τάσεις. Αντίστροφα, τα παιδιά έως 14 ετών, που το 1965 ως ποσοστό ήταν στο 26%, καθώς διανύαμε τη δεκαετία του λεγόμενου «baby boom» (των αυξημένων, δηλαδή, γεννήσεων), σήμερα το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 14% και αναμένεται να πέσει ακόμα περισσότερο το 2035, μόλις στο 11%.
Αξίζει όμως ιδιαίτερης προσοχής, μετά μάλιστα και τις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα, η κατηγορία των υπερηλίκων, δηλαδή αυτών που είναι άνω των 85 ετών και που ουσιαστικά σχετίζονται με τον λεγόμενο δείκτη προσδόκιμου ζωής.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία, ενώ παρουσιάζει ήδη σημαντική ποσοστιαία αύξηση ανάμεσα στα έτη 1951-2015 (από 0,4% που ήταν το 1951 ανήλθαν στο 2,8% το 2015), αναμένεται αυτή η αυξητική τάση να συνεχιστεί μέχρι και το 2050.
Έτσι, με τα ισχύοντα δεδομένα, το 2035 η κατηγορία των υπερηλίκων θα αυξηθεί στο 4,5% και το 2050 στο 6,5% του συνολικού πληθυσμού. Μιλάμε δηλαδή για αύξηση 232%.
Στο Επιχειρησιακό Σχέδιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) για τα έτη 2018-2020, η υπογεννητικότητα και η γήρανση του πληθυσμού συγκαταλέγονται στους κυριότερους κοινωνικούς κινδύνους, που επιδρούν δυσμενώς στο ασφαλιστικό μας σύστημα.
Αυτό ουσιαστικά επιβεβαιώνει και η μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη, η οποία αναφέρει ότι το 2050 (ίσως και νωρίτερα) η χώρα μας θα έχει τη χειρότερη αναλογική σχέση από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάμεσα σε εργαζόμενους και συνταξιούχους, κάτι που αυτονόητα θα επιβαρύνει υπέρμετρα και δυσανάλογα το ασφαλιστικό μας σύστημα.
Ενώ κατά τους ειδικούς μια υποφερτή, αναλογική, βιώσιμη σχέση για το εθνικό συνταξιοδοτικό μας σύστημα θα ήταν αυτή με τέσσερις εργαζόμενους για κάθε έναν συνταξιούχο, το 2050 αναμένεται ότι αυτή η σχέση θα έχει ανατραπεί στο ένας εργαζόμενος για κάθε έναν συνταξιούχο.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι για να διατηρηθούν στο ίδιο επίπεδο ακόμα και οι κατώτατες συντάξεις που δίδει σήμερα το δημόσιο ασφαλιστικό μας σύστημα απαιτείται η εξεύρεση πρόσθετων πόρων για την κάλυψη του ελλείμματος που θα προκύπτει, το οποίο οι ειδικοί υπολογίζουν περί τα 1,25 δισ. ευρώ ανά δεκαετία.
Υπό συνθήκες κανονικότητας, μια χώρα μπορεί να εξεύρει αυτούς τους πρόσθετους πόρους μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό και με τη λήψη μέτρων κοινωνικής παρέμβασης, που θα αντιμετωπίζουν σε βάθος χρόνου το δημογραφικό πρόβλημα.
Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον δεν επικρατήσουν αυτές οι αναγκαίες συνθήκες κανονικότητας, τότε το μόνο το οποίο απομένει να πράξει το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι αυτό των περαιτέρω δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Δηλαδή, συνέχιση των μειώσεων στις χορηγούμενες συντάξεις σε ποσοστό που θα φτάνει ή μπορεί και να ξεπερνά το 30%, ταυτόχρονη αύξηση των εισφορών και των κρατήσεων κατά 35%, νέα αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, σε πρώτη φάση από τα 67 στα 70 έτη και στα 73 μέχρι το 2050, ταυτόχρονη συρρίκνωση του εύρους των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους και πάει λέγοντας.
Γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η εξέλιξη είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πολυτέλεια χρόνου για να αφεθεί στη μοίρα του το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Ιδίως, δε, όταν για το οτιδήποτε αποφασιστεί τα όποια τυχόν θετικά αποτελέσματα θα φανούν σε βάθος τριακονταετίας.