Πώς θα ξεφύγουμε από τη μέγγενη…


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Και έφτασε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2019. Ένας ουρανός σκεπασμένος από πυκνά σύννεφα και το ψιλοβρόχι δεν εμπόδισε τους κατοίκους της πόλης να κατέβουν στο κέντρο και να χαρούν τις φωτοβολίδες, τα βεγγαλικά, την μπάντα του δήμου να υποδέχεται τον καινούργιο χρόνο. Ένας λιγοστός αέρας καινούργιων ονείρων έκανε τα πρόσωπα να λάμπουν, φωτισμένα από καινούργιες προσδοκίες, και ό,τι κακό πέρασε γλιστρά σαν κλέφτης μέσα στα σκοτεινά δρομάκια της πρωτεύουσας.

Τίποτε δεν μπορούσε να ψυχράνει την ατμόσφαιρα και τις καρδιές, που πάλλονταν σε ένα ξέφρενο γλέντι. Σκέφτηκα πολύ, συγκινήθηκα και άρχισα και πάλι να ελπίζω. Να ελπίζω για μια ζωή πιο ήρεμη, με αγάπη, χωρίς απατηλές υποσχέσεις, με τα προβλήματα ξεκάθαρα ειπωμένα. Τι κερδίζουμε, τι χάνουμε σαν κράτος και, ακόμα καλύτερα, εμείς τι θέλουμε και τι θα δεχόμαστε. Ποιες είναι οι σκέψεις των μεγάλων δυνάμεων, αφού εξαρτώμεθα από αυτές, με ένα χαλινάρι περασμένο στον λαιμό μας. Πώς θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ αυτήν τη μέγγενη που τρώει την ψυχή μας και μας εξουθενώνει;

Θέλω να νιώσω περήφανη για την πατρίδα μου, θέλω να ακουστεί η φωνή μας από χείλη επίσημα, να αντιδρά με λόγια πειστικά, που δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Θέλω να νιώσω ότι όλοι αντιλαμβάνονται τη σημαντικότητα αυτής της νησιωτικής πατρίδας. Ότι δεν είναι ένα κομμάτι γης που μπορεί να το άγουν και να το φέρουν σαν μια άσημη βραχονησίδα στο μέσο της Μεσογείου.

Προσπαθούν τα νιάτα μας, προσπαθούν οι φοιτητές μας να ανεβάσουν το επίπεδο των σπουδών τους και αντ’ αυτού βρίσκουν τις πόρτες κλειστές από καταληψίες. Πού; Στα πανεπιστήμιά μας. Πώς θα μπορέσουν να μας δουν σοβαρά χώρες, λαοί, έθνη που το μόνο που ξέρουν είναι ούζο, συρτάκι, πλήρη ελευθερία, που δεν ελέγχεται, ναρκωτικά και ανάκατος κόσμος, πολύχρωμος, στοιβαγμένος σε αντίσκοινα, με το κρύο να δυναμώνει καταμεσής του χειμώνα.

Έρχονται στην Ελλάδα και αντικρίζοντας τη σοβαρότητα και τη λιτότητα των μνημείων της αρχαίας Αθήνας εκείνοι που ξέρουν το εκτιμούν. Όμως μέχρι πότε θα υπάρχει αυτή η ανομία; Μέχρι πότε θα φοβόμαστε να κυκλοφορούμε στο κέντρο της Αθήνας.

Ακούγοντας προχθές ότι κάτι γίνεται στην πλατεία Ομονοίας αναθάρρησα. Λες, αναρωτήθηκα, λες να γεμίσουν τα μάρμαρα με φύλλα λουλουδιών, με δέντρα πλατιά, με μια μυρωδιά δροσερού κήπου, όπου τα σιντριβάνια θα βρέχουν τον τόπο και εκείνα τα άθλια κινητά αποχωρητήρια θα εξαφανιστούν μαζί με την απαίσια μυρωδιά τους. Λες;

Δεν υπάρχει πιο μεγάλη ντροπή απ’ αυτό το απαίσιο θέαμα. Γιατί αφήνετε την κεντρική πλατεία, σημείο διεθνούς αναφοράς, να συντρίβεται κάτω από το αίσθημα της αδιαφορίας; Υπάρχει χρόνος προκειμένου να αναπαλαιωθεί ό,τι παλιό υπάρχει, να δώσει την αίγλη των παλαιών χρόνων, με ό,τι έχει απομείνει ακόμα στα γύρω στενά, τα παλιά ξενοδοχεία, που είναι αφημένα στην τύχη τους.

Καμιά φορά το περιβάλλον επηρεάζει τη συμπεριφορά των πολιτών, που αισθάνονται ανίεροι καταστρέφοντας έναν δημόσιο χώρο. Ας γίνουμε όλοι προστάτες της εθνικής περιουσίας μας, για να μην αλλοιωθεί το αληθινό της πρόσωπο. Για να κρατήσει πολλά χρόνια ακόμη ο μύθος της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Η ελιά, ο κότινος της επιβράβευσης των αγώνων, ας καλύψει τις άδειες πλαγιές των μικρών λόφων που περιβάλλουν την Αττική, σαν πιο αργοκαύσιμο δαδί, χωρίς τον κίνδυνο μιας πυρκαγιάς ξαφνικής και ας γεμίσει η γη μας με τα θεία βότανα που της χάρισε ο Θεός.


Σχολιάστε εδώ