Υπονομεύει την εθνική συναίνεση και τη σταθερότητα η Συμφωνία των Πρεσπών
-Σε ναρκοπέδιο η εξωτερική πολιτική της χώρας
-Ποιο τελεσίγραφο φέρνει η Μέρκελ
Στα βαθιά με το καλημέρα του 2019 μπαίνει η ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς μετά τη δεκαετία του ’90 για πρώτη φορά ένα μείζον εθνικό θέμα καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις σε μια πολιτική σκηνή ευάλωτη και ρευστή, ενώ οι προκλήσεις ασφάλειας για τη χώρα μας πυκνώνουν διαρκώς και απαιτούν ισχυρή και άμεση αντιμετώπιση.
Η νέα χρονιά έχει ξεκινήσει με την Ελλάδα να μην είναι στο καλύτερο σημείο της, όπως ίσως ήλπιζαν όσοι πίστευαν ότι το τυπικό τέλος του Μνημονίου θα άνοιγε νέα εποχή για τη χώρα, ενώ το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών έχει διχάσει βαθιά τον ελληνικό λαό, αφήνοντας μια πικρή γεύση, στη βάση ότι υπήρξε μια πρωτοφανής συναλλαγή και υποχώρηση υπό το βάρος των πιέσεων της Ουάσινγκτον και της Άνγκελα Μέρκελ. Η γερμανίδα καγκελάριος μάλιστα σπεύδει την επόμενη εβδομάδα στην Αθήνα, θεωρώντας ότι έτσι δίνει χείρα βοηθείας στον Αλέξη Τσίπρα, ενώ η Ελλάδα μετατρέπεται στο «success story» της καγκελαρίας της (επιτυχία των Μνημονίων, υποδοχή των μεταναστών στα ελληνικά νησιά, υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών).
Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει μέχρι τέλους με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεσμεύοντας τη χώρα στο διηνεκές με μια απόφαση η οποία ελέγχεται για τη συνταγματική, νομική και πολιτική νομιμοποίησή της, καθώς υπογράφτηκε από το υπουργείο Εξωτερικών μιας κυβέρνησης που για τη συγκεκριμένη ενέργεια δεν είχε την αναγκαία εξουσιοδότηση, καθώς ο εταίρος της διαφωνεί πλήρως με τη Συμφωνία αυτή. Και ενώ χωρίς την αναγκαία νομιμοποιητική βάση δέσμευσε τη χώρα με την υπογραφή της, τώρα επιδίδεται σε κυνήγι «προθύμων» για να προσδώσει μανδύα νομιμότητας στη Συμφωνία των Πρεσπών και να καλύψει έτσι τις τεράστιες νομικές και πολιτικές ευθύνες της για την εκτροπή αυτή.
Σοβαρές ευθύνες έχουν όσοι στηρίξουν την απόφαση αυτή της κυβέρνησης για κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και του πρωτοκόλλου ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, καθώς δημιουργούν μη αναστρέψιμη κατάσταση, δίνοντας λύση σε ένα σοβαρό πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, που αφορά και το κύρος της χώρας στην περιοχή, με τον τρόπο όμως που ικανοποιείται η στρατηγική επιδίωξη της άλλης πλευράς: Η αναγνώριση «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας».
Όμως το χειρότερο για την Ελλάδα είναι ότι πλέον όλα αυτά που συντηρούν τον αλυτρωτισμό έχουν πια και την ελληνική υπογραφή, κάτι που η Βουλγαρία, για άλλους λόγους βεβαίως, έχει αρνηθεί πεισματικά να πράξει. Το γεγονός ότι οι Σλάβοι της γειτονικής χώρας αυτοπροσδιορίζονται «Μακεδόνες» και θεωρούν ότι μιλούν τη «μακεδονική γλώσσα» δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που συμβαίνει πλέον, όταν η ίδια η Ελλάδα θα έχει αποδεχθεί τον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό. Αυτό απαντά και στο σύνηθες, αφελές ερώτημα ορισμένων εκ των υποστηρικτών της Συμφωνίας, που κινδυνολογούν για το τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα μιας ενδεχόμενης ακύρωσης της Συμφωνίας, όταν ήδη 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γείτονα με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Φυσικά το ερώτημα δεν έχει καμία αξία, καθώς η ΠΓΔΜ, ακόμη και αν όλες οι χώρες του κόσμου την αναγνωρίσουν με το συνταγματικό όνομά της, χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να μπει σε μια σειρά από σημαντικούς διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ), ενώ με την καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας θα μείνει στον αέρα, έχοντας πάντα εχθρικές σχέσεις με την πιο σημαντική γειτονική χώρα.
Τώρα είναι η ώρα…
Επομένως η Ελλάδα, ειδικά τώρα που όλοι καίγονται να προωθήσουν την ευρωατλαντική πορεία της ΠΓΔΜ, διέθετε όπλα, και μάλιστα πολύ ισχυρά, για να κάμψει την άλλη πλευρά και να υπάρξει έτσι ένα νέο πολυεθνοτικό μοντέλο στη γειτονική χώρα, που θα ενώσει Αλβανούς και Σλάβους και δεν θα διατηρεί ανοικτούς λογαριασμούς με τους γείτονες.
Πλέον όσοι αναλάβουν την ευθύνη τις επόμενες εβδομάδες στην Ελληνική Βουλή θα γνωρίζουν ότι υποθηκεύουν τα εθνικά συμφέροντα στο μέλλον…
Ενώ η Συμφωνία των Πρεσπών διχάζει τον ελληνικό λαό, οι σχέσεις με την Αλβανία όχι μόνο δεν οδηγήθηκαν σε εξομάλυνση, αλλά έχουν μπει σε δύσκολη στενωπό, ενώ η Τουρκία έχει ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και διατυπώνει όλο και πιο διευρυμένες αμφισβητήσεις του status quo σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Ακολουθεί η Αλβανία…
Το προσεχές διάστημα η Αθήνα θα πρέπει να χειριστεί την υπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας, καθώς έχει μετατεθεί για τον Ιούνιο η απόφαση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Είναι σαφές ότι με τις παρούσες συνθήκες τα Τίρανα δεν έχουν ελπίδες να πάρουν την ημερομηνία αυτή, επειδή και άλλες πρωτεύουσες –και όχι μόνο η Αθήνα– εγείρουν ενστάσεις για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Αυτή η κατάσταση όμως απελευθερώνει τις εθνικιστικές δυνάμεις στην Αλβανία, που στοιχίζονται πίσω από τον Έντι Ράμα, για να δώσουν ένα ακόμη χτύπημα στην ελληνική εθνική μειονότητα, μεγαλώνοντας την ένταση στα ελληνοαλβανικά, την ώρα που μετά και την απομάκρυνση Μπουσάτι δυσκολεύει η προσπάθεια συνεννόησης στα διμερή. Αυτό δεν είναι κακό εκ προοιμίου, καθώς μέχρι στιγμής κανείς δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες των μυστικών διαβουλεύσεων Κοτζιά – Μπουσάτι, αφού αν κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο με εκείνες στο Σκοπιανό μάλλον θα οδηγούσαν σε ικανοποίηση των αλβανικών επιδιώξεων…
Το κρίσιμο σημείο για τη χώρα μας, όμως, είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο να είναι καθημερινός, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το πεδίο αντιπαράθεσης είναι η Ανατολική Μεσόγειος και όσα συνδέονται με το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η αντιμετώπιση αυτών των σημαντικών απειλών ασφάλειας δεν μπορεί να γίνει από κυβέρνηση μειοψηφίας ή κυβέρνηση ανοχής, με μια κοινή γνώμη βαθιά διχασμένη και πολωμένη…
Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει πλέον έχοντας πολιτικές εκκρεμότητες και χωρίς τη στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική συναίνεση…
Κωνσταντίνος Τσάκαλος