Κάτι πρέπει να κάνουμε για την πληγή που αιμορραγεί
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Θέλησα, ανήμερα Θεοφανίων, να πάρω τηλέφωνο μια θεία μου, τη Φανή, αρκετά μεγάλη, που τόσα χρόνια έχω ξεχάσει πού βρίσκεται ο καθένας απ’ το ασκέρι μας, που έλεγαν οι δικοί μου. Είναι μια γυναίκα γλυκιά, δυναμική, συνεπής στις υποχρεώσεις της και πάνω απ’ όλα περήφανη. Δεύτερη γενιά προσφύγων Μικρασιατών. Βρέθηκε παιδί ακόμα σ’ ένα από τα ωραιότερα αιγαιοπελαγίτικα νησιά της πατρίδας μας, τη Σάμο.
Μεγαλωμένη μέσα σ’ εκείνη την πεντακάθαρη θάλασσα έχει την αύρα της στιλπνή, άλλοτε απόλυτα γαλήνια και άλλοτε απόλυτα θυμωμένη, οργισμένη σαν και κείνη που στέλνει τα κύματά της φασαριόζικα στα βότσαλα της ακροθαλασσιάς, παρασύροντάς τα σαν χίλιες χάντρες περασμένες στο γιορντάνι της. «Φανή μου, καλημέρα. Χρόνια πολλά», της είπα καθώς άκουσα τη φωνή της και μ’ αυτό ήθελα τόσο πολύ να καταλάβει την αγάπη μου και την έγνοια μου για εκείνη. Ήθελα να της πω ότι ήταν η παρηγοριά μου, η ελπίδα, ο άνθρωπος που ο λόγος του πάντα με καθήλωνε με τη σοφία του και τη δύναμή του.
Στο χωριό μας, το Βαθύ, πρώτη νοικοκυρά, πρώτη αρχόντισσα, που κρατούσε κερί αναμμένο τα έθιμα του τόπου της και συμβούλευε όποιον ζητούσε τη γνώμη της με ακρίβεια ανθρώπου που η ζωή του είχε διδάξει την αλήθεια της ύπαρξής μας. Την άκουγα λυπημένη. «Ε, τι συμβαίνει, πήγες στην Εκκλησία, πήρες Αγιασμό; Δεν σ’ ακούω χαρούμενη. Πες μου, γιατί θα μ’ αφήσεις άυπνη όλη νύχτα».
«Άκου, Ελένη μου», μου είπε, «επειδή ήξερα πως θα με ρωτούσες όπως και να έχει, θα στα έλεγα και μόνη μου. Με το πρώτο λοιπόν χτύπημα της καμπάνας, σηκώθηκα, ντύθηκα, πλύθηκα και πήρα το κατηφοράκι για τον Αϊ-Σπυρίδωνα» (το σπίτι της ήταν σε ένα ανηφοράκι κρυμμένο στα πεύκα). Το ρουμάνι από αγριοσυκιές, σχίνα, μυρτιές, βελανιδιές ήταν πυκνό, αδιάβατο. Από μακριά, κάτασπρο, με τα μπλε του παράθυρα και την κληματαριά του, φάνταζε σαν φανάρι στη μέση των θάμνων.
«Πήρα μια ανάσα από την θάλασσα που έβρεχε σχεδόν τα πόδια μου και έστριψα δεξιά στην πλατεία, όπου ο κόσμος ήταν ήδη μαζεμένος. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, μια βαριά ανάσα ανθρώπων άγνωστων με έλουσε και έκρυβε τους χωριανούς μου. Πήγα δεξιά, αριστερά και βρήκα τους γείτονές μου μαζεμένους κάτω από την εξέδρα όπου ο παπάς αγίαζε τα νερά. Άρχισε η ιεροτελεστία του Αγιασμού των Υδάτων. Με το που ο παπα-Χρήστος είπε το ‘‘Εν Ιορδάνη’’ νέοι πολλοί, πιο πολλοί από κάθε άλλη φορά, έπεσαν στη θάλασσα, ήταν δικοί μας, μα και από τους ξένους, που βρήκαν την ευκαιρία να ξεπλύνουν τα ταλαίπωρα κορμιά τους, να σκουπιστούν με τις πετσέτες που πρόσφερε η Εκκλησία, να φιλήσουν τον Σταυρό και να πάρουν όσο πιο πολλά κομμάτια άρτου μπορούσαν για να χορτάσουν την πείνα τους. Λυπήθηκα αλλά και θύμωσα μαζί, σκεπτόμενη τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι που στοιβάζονται σε εκείνες τις ψεύτικες σκηνές και πιο πολύ τα μωρά. Παιδιά σαν τα δικά μας, σαν τα εγγόνια μου, που έχουν την απλή τύχη να ζουν κάτω από μια ζεστή στέγη, γύριζαν μέσα στη βροχή γυμνά και ξυπόλητα.
Τι θα μπορούσε να κάνει αυτό το νησί; Δίνει, έδωσε, θέλει όμως και αυτό να ζήσει. Δεν έχει την δυνατότητα να απορροφήσει τόσους ανθρώπους. Όλη νύχτα γύριζα και ξαναγύριζα στο κρεββάτι μου με τη σκέψη μιας εικόνας θλιβερής. Πιστεύω ότι όλοι οι Σαμιώτες αυτό σκέφτονται, λυπούνται και συγχρόνως θυμώνουν, γιατί έχουν την εντύπωση ότι το κράτος αδιαφορεί. Και η ζωή μας κυλά, για πρώτη φορά στο λέω, με τον φόβο, την ανασφάλεια, τις αρρώστιες που φέρνει η απλυσιά, η καταπάτηση κάθε είδους ανθρώπινης ζωής που εξασφαλίζει τα στοιχειώδη σε κάθε άνθρωπο: τη δουλειά, το καλύβι, την οικογένεια. Παιδιά χωρίς συνοδούς, ανθρωπάκια μικρά, κινούνται στο χάος μιας μέρας σαν να είναι έτσι η ζωή, έτσι πιστεύουν και πλατσουράνε μέσα σε λάσπες και ακαθαρσίες. Κάθε πρωί που ξυπνάω η πρώτη μου δουλειά είναι να πάρω το λάστιχο για να πλύνω την αυλή μου από το εξαγώγιμο υλικό των μεταναστών. Πώς αλλιώς να το πω; Ντρέπομαι ακόμα και γι’ αυτό».
Αυτός ο χείμαρρος του λόγου της θείας μου με άφησε εμβρόντητη. Δεν περίμενα ένα τέτοιο ξέσπασμα, που έδειχνε αγανάκτηση αλλά και ανθρωπιά δοσμένη απλόχερα με τα ψωμιά και τα καρβέλια που ζύμωνε γι’ αυτούς τους άγνωστους περιπλανώμενους. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί έφυγαν από τη χώρα τους μέσα σε μια λαστιχένια βάρκα, αποφασισμένοι ακόμα και να πνιγούν, αρκεί να φύγουν. Να φύγουν για να πάνε που όμως; Και ο χρόνος αγριεύει εκείνο το πλήθος όλο και περισσότερο. Μέσα στην απελπισία τους σκοτώνονται, σκοτώνουν, απαιτούν, αρρωσταίνουν, χρειάζονται περίθαλψη και περιορισμό για να μην –άθελά τους– φέρουν ασθένειες κολλητικές, που αφανίζουν κόσμο.
Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε αυτήν την πληγή που αιμορραγεί. Ίσως προλάβουμε να διαψεύσουμε τις προφητείες, που μιλούν για λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς και την τιμωρία για την απληστία και την αχαριστία μας για ό,τι η φύση και ο Θεός μας έχει δώσει…