Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία το 2019
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Το 2018 αποτέλεσε σημαντικό έτος για την ελληνική οικονομία, καθώς ολοκληρώθηκε το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που συνοδεύθηκε με συγκεκριμένα μέτρα –έστω και ανεπαρκή– ελαφρύνσεως των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας σε ορίζοντα δεκαετίας. Παράλληλα, η οικονομική ανάκαμψη ενισχύθηκε σε σχέση με το 2017, παρά την ανεξήγητη, για οικονομικούς λόγους, υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για ένα ακόμη έτος.
Η δημιουργία υπερπλεονασμάτων στηρίχθηκε στη φορολόγηση συγκεκριμένων κατηγοριών του πληθυσμού (κυρίως σε όσους τολμούν να δηλώσουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 15.000 ευρώ και σε όσους είναι ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος τρίτου ορόφου, δεκαπενταετίας και επιφάνειας 120 τετραγωνικών μέτρων σε μια περιοχή με τιμή ζώνης 1.500 ευρώ) αλλά και στην υστέρηση της προγραμματισμένης δαπάνης των δημοσίων επενδύσεων. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλε στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας (με αυξημένη συμμετοχή της μερικής και πρόσκαιρης απασχόλησης, κάτι που φαίνεται ότι πλέον έχει σταθεροποιηθεί στην ελληνική οικονομία), όσο και στη γενική ανάκαμψη σχεδόν του συνόλου των οικονομικών κλάδων.
Η επέκταση της απασχόλησης συμβαδίζει με ανάλογη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται, grosso modo, όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας, χωρίς να επιβαρύνεται η ανταγωνιστικότητα (ως προς τις τιμές) της οικονομίας. Όμως πρόκειται για μία από τις χαμηλότερες αυξήσεις της παραγωγικότητας τα τελευταία έτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ, γεγονός που χρειάζεται να ληφθεί υπόψη από την ελληνική επιχειρηματική τάξη, η οποία φέρει και την κύρια ευθύνη για την υστέρηση της ανανέωσης και της επέκτασης του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Η παραγωγικότητα επί της ουσίας είναι το παν για μια οικονομία.
Τέλος, το αναπτυξιακό πρότυπο του 2018, όπως διαφαίνεται με βάση την ανάλυση των συνιστωσών του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος, στηρίζεται και πάλι στην ιδιωτική κατανάλωση και τις τουριστικές εισπράξεις, ενώ η επενδυτική δαπάνη παραμένει υποτονική (συνεπώς το παραγωγικό υπόδειγμα συνεχίζει να παραμένει σχεδόν όμοιο με αυτό πριν από την κρίση).
Η υψηλή υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος (με τη συμπερίληψη των μη αποτελεσματικών δανείων) να τροφοδοτήσει με την απαιτούμενη ρευστότητα την οικονομία αποτελούν ακόμη δύο πολύ δύσκολα προβλήματα που κληροδότησε το 2018.
Επίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων εξακολουθούν να βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, γεγονός που καθιστά δυσχερή τον εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος κρίνεται απαραίτητος για την αναχρηματοδότηση των αναγκών της χώρας το προσεχές έτος.
Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία το 2019 είναι πολλές.
Θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις πιο σημαντικές.
Πρώτον, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκό και πιο ευμετάβλητο. Συγκεκριμένα, η παγκόσμια ζήτηση ενδέχεται να περιορισθεί, καθώς υπάρχουν ενδείξεις εξασθενήσεως του αναπτυξιακού ρυθμού σε Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωζώνη και ΗΠΑ. Η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας αποτελεί μέρος των γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες καθορίζουν παγκοσμίως το γενικό πλαίσιο των συγκρούσεων και του καταμερισμού ισχύος.
Ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου θα είναι μία εκ των αρνητικών συνεπειών της εν εξελίξει σύγκρουσης. Το ενδεχόμενο της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εμπορικές ροές, να αποδυναμώσει το διαθέσιμο εισόδημα των βρετανών τουριστών λόγω εξασθένισης της στερλίνας και να μειώσει τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους για την Ελλάδα.
Η κατάσταση στην Ιταλία επηρεάζει σημαντικά το κόστος δανεισμού της χώρας μας σε μία περίοδο μάλιστα που το πρόγραμμα πιστωτικής επέκτασης της ΕΚΤ θα έχει απενεργοποιηθεί. Επιπροσθέτως, το επιβαρυμένο πολιτικό κλίμα στη Γαλλία και η υψηλή δημοτικότητα των αντιευρωπαϊκών πολιτικών σχημάτων στον βαθμό που θα αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να επιτείνει την αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διατηρήσει υψηλά τα μακροχρόνια επιτόκια και κατά συνέπεια να καταστήσει πιο δυσχερή την προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές.
Παράλληλα, ενδέχεται να επιτείνει το πρόβλημα της απουσίας ενιαίας πολιτικής γραμμής σε καίρια ζητήματα της ΕΕ που σχετίζονται με τη χώρα μας (προϋπολογισμός, γεωργική πολιτική, εμβάθυνση Ευρωζώνης, Μεταναστευτικό).
Δεύτερον, το 2019 είναι μια χρονιά που θα σημαδευτεί τουλάχιστον από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (εθνικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο) και ενδεχομένως μια εθνική εκλογική αναμέτρηση στις αρχές του 2020, εάν η Βουλή δεν καταστεί δυνατόν να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο εκλογικός κύκλος είναι σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος. Ο επιχειρηματικός κόσμος αλλά και τα νοικοκυριά ενδεχομένως να μεταθέσουν επενδυτικές ή καταναλωτικές δαπάνες στο μέλλον. Συνεπώς, η επικρατούσα αβεβαιότητα επηρεάζει την οικονομική συμπεριφορά των ατόμων, που συνήθως αποτυπώνεται σε μια πιο συγκρατημένη επενδυτική και καταναλωτική δαπάνη.
Τρίτον, η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, τόσο σε όρους αξίας όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν πρόσφατα χώρα, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας είτε να φθίνει είτε να παραμένει υποτονική. Το 2018 δεν φάνηκε μια δυναμική ανάσχεσης των τάσεων αποεπένδυσης. Η ελληνική οικονομία στο νέο έτος βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτήν τη σημαντική πρόκληση. Η ελληνική πραγματικότητα (μεγάλος αριθμός μικρών και ευέλικτων επιχειρήσεων) δείχνει τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του θέματος.
Τέταρτον, η κάλυψη του προαναφερθέντος επενδυτικού κενού χρειάζεται, πρωταρχικά, την αρωγή της δημοσιονομικής πολιτικής. Απαιτείται η διαμόρφωση ενός φιλικότερου προς την ανάπτυξη μείγματος πολιτικής εντός του στενού πλαισίου που θέτει ο στόχος για την επίτευξη υψηλού δημοσιονομικού πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τούτο σημαίνει ότι χρειάζεται αφενός η πλήρης υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και αφετέρου η μείωση των φορολογικών συντελεστών στο κεφάλαιο και την εργασία. Τα επεκτατικά μέτρα που έχουν προβλεφθεί για το 2019, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αγροτών και ελευθέρων επαγγελματιών και η σταδιακή μείωση του συντελεστή των επιχειρηματικών κερδών, είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί με τρόπο ώστε να μην τεθεί εκ νέου σε αμφισβήτηση από τις διεθνείς αγορές το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους. Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι με τα μέτρα που ελήφθησαν για το 2019, σε συνδυασμό με την κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων, φαίνεται να έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, πέραν δηλαδή της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.