Μαρίνος Σιζόπουλος: Οι προκλήσεις που επιφυλάσσει το 2019 για τη λύση του Κυπριακού
Του
ΜΑΡΙΝΟΥ ΣΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου ΚΣ ΕΔΕΚ
Tο 2018 θα κλείσει με τη διερεύνηση των προθέσεων από τον ΓΓ του ΟΗΕ, διαμέσου της απεσταλμένης του Τ. Χ. Λουτ, με στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό εντός του 2019 στη βάση των λεγόμενων όρων αναφοράς.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για το 2019 είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) να επιτύχει να εκμεταλλευθεί αυτήν την εξέλιξη, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να προτείνει μια νέα διαδικασία, η οποία να ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και να έχει προοπτικές θετικής κατάληξης στο Κυπριακό.
Αυτό είναι πλέον επιβεβλημένο, δεδομένου ότι η μέχρι σήμερα διαδικασία, η οποία περιορίσθηκε στο πλαίσιο του διακοινοτικού διαλόγου για 42 χρόνια, όχι μόνο δεν έφερε τη λύση ένα βήμα πιο κοντά, αλλά αντίθετα οδήγησε στο διχοτομικό Σχέδιο Ανάν, στην αποτυχημένη Πενταμερή Διάσκεψη, στην κατοχύρωση πολιτικών κεκτημένων στην Τουρκία, καθώς και στη σταδιακή και σταθερή αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος, με ορατό πλέον τον κίνδυνο της νομιμοποίησης της διχοτόμησης. Την ίδια στιγμή, οι μέχρι σήμερα συγκλίσεις που έχουν συμφωνηθεί δεν οδηγούν σε ένα κανονικό κράτος αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε συνομοσπονδία. Οι συγκλίσεις αυτές περιλαμβάνουν:
• Την ίδρυση ενός νέου συνεταιριστικού κράτους, που θα προέλθει από τα δύο συνιστώντα κρατίδια, το ελληνοκυπριακό και το τουρκοκυπριακό.
• Τον γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού σε εθνοτική βάση.
• Την εγγυημένη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας γης.
• Τον διαχωρισμό των πολιτών σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες, με διαφορετικά πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα.
• Την εκ περιτροπής προεδρία.
• Την παραμονή του κατάλοιπου εξουσίας στα συνιστώντα κρατίδια.
• Τη διχοτόμηση της κυριαρχίας, ως προερχόμενης εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους (παράβαση ψήφισμα 186, του 1964).
• Την αναγνώριση ύπαρξης εσωτερικής ιθαγένειας.
• Την εξίσωση της μειοψηφίας του 18% με την πλειοψηφία του 82% διαμέσου της πολιτικής ισότητας των συνιστώντων κρατιδίων, η οποία καταστρατηγεί την ισότητα των πολιτών και οδηγεί σε μόνιμη παραβίαση των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
• Την αριθμητική εξίσωση της «μειοψηφίας» με την «πλειοψηφία» στα θεσμικά όργανα του κεντρικού κράτους.
• Το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων για βέτο σε όλες τις αποφάσεις.
• Τη νομιμοποίηση 130.000 εποίκων, αριθμού πολύ μεγαλύτερου από αυτό των Τουρκοκυπρίων, που σήμερα φθάνουν στις 92.000.
• Την παραχώρηση του πρώτου λόγου ιδιοκτησίας επί των κατεχομένων περιουσιών μας στους έποικους παράνομους σφετεριστές.
Η πρόκληση, λοιπόν, είναι η διαφυγή από τα πιο πάνω και ο τερματισμός της διαιώνισης της ίδιας τακτικής και ηττοπαθούς πολιτικής. Για την ΕΔΕΚ προοπτική ανατροπής των πιο πάνω δίνει η επικέντρωση σε δύο παράλληλες και ταυτόχρονες δράσεις, μέσα από τις οποίες θα επιτευχθεί η επαναφορά του Κυπριακού στη σωστή του βάση, ως θέματος εισβολής, συνεχιζόμενης κατοχής και εθνοκάθαρσης.
Η μία δράση είναι η αναβάθμιση του γεωστρατηγικού ρόλου της Κύπρου μέσα από τη συνεργασία με την Ελλάδα και την υιοθέτηση πανεθνικής πολιτικής, η οποία πρέπει να στηρίζεται σε τρεις πυλώνες:
1. Τον πολιτικό, με συγκεκριμένη δράση στην ΕΕ και τον ΟΗΕ.
2. Τον ενεργειακό, με σωστή αξιοποίηση του ΦΑ και των συνεργασιών με τις χώρες τις περιοχής. Το κλείσιμο της συμφωνίας για τον αγωγό East-Med στις 20 Δεκεμβρίου μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ αποτελεί μία θετική εξέλιξη που αναβαθμίζει γεωστρατηγικά την Κύπρο και την Ελλάδα και δημιουργεί νέα ενεργειακά δεδομένα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, αφού εμπλέκει στην εκμετάλλευση του ΦΑ και άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες και προσφέρει μια μορφή ενεργειακής επάρκειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό εκτιμούμε ότι θα συμβάλει στην εξισορρόπηση των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων που έχουν αυτές οι χώρες με την Τουρκία ούτως ώστε να τηρήσουν μια πιο θετική στάση όσον αφορά τη λύση του Κυπριακού.
3. Τον στρατιωτικό, με αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στην Κύπρο, τόσο οπλικά όσο και αριθμητικά, και την αναβίωση του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Η δεύτερη ταυτόχρονη και παράλληλη δράση πρέπει να είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον ΠτΔ για αξιοποίηση της σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (13/5/1983), με κατάθεση αιτήματος για σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης, στην οποία να λάβουν μέρος τα πέντε μόνιμα μέλη του ΣΑ, οι εγγυήτριες χώρες, η ΕΕ και η Κυπριακή Δημοκρατία. Σε αυτή πρέπει να συζητηθεί κατά προτεραιότητα η διεθνής πτυχή του Κυπριακού, η οποία αποτελεί και την ουσία του προβλήματος. Συγκεκριμένα:
– Η πλήρης αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
– Ο επαναπατρισμός των εποίκων.
– Η επιστροφή των προσφύγων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) σε συνθήκες ασφάλειας.
– Η κατάργηση των συμφωνιών εγγύησης και συμμαχίας του 1960.
Προβάλλεται από διάφορους κύκλους το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν θα αποδεχθεί αυτήν την πρόταση. Σε περίπτωση άρνησής της αυτή θα είναι υπόλογος στη διεθνή κοινότητα και την ίδια στιγμή θα περιορισθούν και οι πιέσεις που ασκούνται στην πλευρά μας για πρόσθετες υποχωρήσεις.
Σε κάθε όμως περίπτωση είναι αδιανόητο η όποια πρωτοβουλία ή πρόταση να τίθεται εκ προοιμίου υπό την αποδοχή της Τουρκίας για να αναληφθεί ή να υποβληθεί. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί υποταγή στους όρους του κατακτητή και όχι στάση διεκδίκησης των δίκαιων αιτημάτων του κυπριακού λαού, ενός λαού τα δικαιώματα του οποίου καταπατώνται για 44 χρόνια.
Οι προκλήσεις του 2019 είναι μπροστά μας. Η υλοποίησή τους προϋποθέτει διεκδίκηση και αγώνα.
Φωτό: ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ