Χρ. Χαλαζιάς: Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα και τα κάλαντα

Χρ. Χαλαζιάς: Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα και τα κάλαντα


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ


Όσο περνούν τα χρόνια και κυριαρχεί ο ευρωπαϊσμός μιμητισμός, ξεκόβουμε από την παράδοση μάς, από τα ήθη και έθιμα, που μας συνδέουν διαχρονικά με το παρελθόν και μας διδάσκουν να σεβόμαστε την ιστορική πολιτιστική ταυτότητά μας.

Η σύγχρονη οικονομική ελίτ της παγκοσμιοποίησης φροντίζει να απαξιώσει καθετί που συνδέει τους ανθρώπους με τη ρίζα τους και την ιστορία τους, προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά της για μια ενιαία κοινωνία, χωρίς ρίζες και ταυτότητα.

Τέτοιες μέρες, τις μεγάλες γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα, σ’ όλη τη χώρα υπήρχε η χαρά και η αλληλεγγύη και για τα παιδιά που από νωρίς την αυγή γέμιζαν τους δρόμους και τις γειτονιές με χριστουγεννιάτικους ήχους.

Τα χριστουγεννιάτικα δένδρα σταματήσαμε, με διάφορες δικαιολογίες, να τα στολίζουμε και τη θέση τους πήρε ένα καράβι. Οι δάφνες και οι μυρτιές, που στόλιζαν τις πόρτες των αυλών και τις εισόδους των σπιτιών, αντικαταστάθηκαν από διάφορες ξενόγλωσσες χαλκομανίες (Merry Christmas, Happy New Year), την μπόσκα και το ρόδι για το καλό του χρόνου κέρδισαν τα γούρια. Πόσοι το βράδυ ή ανήμερα κόβουν το «χριστόψωμο» στο οικογενειακό τραπέζι και τρώνε αντί για χοιρινό τη γαλοπούλα με συνταγή gourmet;

Τα κάλαντα, όπως διατηρήθηκαν από την εποχή του Βυζαντίου, επιβίωσαν και μέσα στη μακροχρόνια σκλαβιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, όπου τα παιδιά με δυσκολία βγαίνουν να τα ψάλουν στους δρόμους.

Αυτά, όπως ψάλλονται σήμερα, έχουν όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών μας, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σύγχρονη καταγωγή μας. Και όσα είναι συντεθειμένα σε δεκαπεντασύλλαβους και τραγουδιούνται χωρίς να αλλάξει ο στίχος τους, με διάφορες τοπικές επιρροές, γλωσσικά ιδιώματα ή προσθήκες, δεν παρουσιάζουν αρνητικά το νόημα του «καλήν ημέραν, άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας, Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας, Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε η φύσις όλη», ή «Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια». Εκτός απ’ αυτά είναι και άλλα κάλαντα, συντεθειμένα σε ομοιόμορφους δεκαπεντασύλλαβους στα νησιά, στη Στερεά Ελλάδα, στη Θράκη, στη Μικρά Ασία, στην Κρήτη.

Τα πρώτα χρόνια, τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι έφτιαχναν παρέες με διάφορα όργανα και έβγαιναν στις γειτονιές και τους δρόμους. Σταδιακά οι ομάδες μειώνονταν, μέχρι να φθάσουμε στο σημείο της σπανιότητας και κανείς να μην ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του εθίμου. Εν μέρει οφείλεται στην «τρομοκρατία» που άσκησαν πριν από μερικά χρόνια ορισμένα τηλεοπτικά μέσα, ότι τα παιδιά κινδυνεύουν να πέσουν θύματα κάποιων κακοηθών πολιτών και να τους κλέψουν τα δώρα που τους έδωσαν οι γείτονες όταν τους είπαν τα κάλαντα.

Ο λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Έθιμα των Χριστουγέννων» γράφει: «Ο ρόλος της ιερής αναγγελίας της γιορτής άρχισε να χάνει την εθιμική του αναγκαιότητα και να γίνεται γιορταστική επαιτεία, με στόχο την επίκαιρη διάθεση του κοινού για δώρα και μποναμάδες (σελ. 49)». Συνεχίζει δε ότι θα πρέπει να πειστούμε ότι αυτό το πατροπαράδοτο έθιμο είναι σημαντικό στην εθνική μας ζωή, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να το βλέπουμε σαν ενόχληση ή επαιτεία, «θα πρέπει να το βλέπουμε σαν τη φωνή των αιώνων, που θα μείνει για να δίνει μια εθνική νότα στα ολοένα διεθνοποιημένα Χριστούγεννά μας» (σελ. 50).

Τα τραγούδια που μας λένε έχουν την τριπλή μαγική σύνθεση της μεγάλης ευχής, την αφήγηση, τον έπαινο και το μέλος. Με την περιγραφή του θαυμαστού γεγονότος η ευλογία της καλής αγγελίας μας περισκεπάζει. Με τον υπερβολικό έπαινο («Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καράβι να αρματώσεις…») το καλομελέτημα φέρνει το τυχερό αποτέλεσμα, ενώ με το μουσικό μέλος όλα γίνονται τελετουργικά. Ώσπου δένονται στο τέλος με το καλό φιλοδώρημα της νοικοκυράς, που είναι πάντα μια εγγύηση για το φιλικό κοίταγμα της τύχης.

Τις παραδόσεις αυτές δεν τις βλέπουμε όπως παλιότερα σε ορισμένα ετήσια ειδικά αφιερώματα σε Μέσα Ενημέρωσης, αλλά τις βρίσκουμε πλέον στα βιβλία και σε ποιητικές συλλογές. Όπως τα διηγήματα του Βασίλη Μουστάκη, τον «Καπετάνιο Αγιογράφο» του Φώτη Κόντογλου, τα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τον «Γκρίζο» του Διονύση Κόκκινου, τα «Χριστούγεννα» του Δ. Ι. Μαγκριώτη, τα «Χριστούγεννα στο Βίκο» του Φιλ. Α. Καββαδία, «Η Γέννηση του Σωτήρα» του Σπύρου Μελά κ.ά. Και οι ποιητές μας, βέβαια, ο Γιώργος Δροσίνης, ο Θ. Κωνσταντινίδης, ο Στέλιος Σπεράτζας, ο Νίκος Καρμίρης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Νίκος Σφυρόερας, που μέσα από τα γραπτά τους σώζουν την παράδοσή μας.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση του εθνομηδενισμού και του ανθελληνισμού οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι πολιτικοί οφείλουν να αναθεωρήσουν τις μιμητικές παγκοσμιοποιημένες απόψεις και να θυμηθούν ότι τα έθιμα, όσο και αν θέλουμε να τ’ αρνηθούμε, ανταποκρίνονται στις πιο βαθιές ανάγκες του ανθρώπου. Την ανάγκη να επιβιώσει και να εξασφαλίσει μια συνέχεια από γενιά σε γενιά, να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους μέσα στις κοινωνικές ομάδες που ανήκει, να ταυτιστεί με τον γύρω κόσμο, με τον κύκλο των εποχών, με την ίδια τη ζωή.

Φωτο: Κάλαντα, πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα (1872, ιδιωτική συλλογή).


Σχολιάστε εδώ