Χρ. Μπότζιος: Οι ελληνορωσικές σχέσεις: Επανεκκίνηση = ομαλοποίηση
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
– Yπό το φως της πρωθυπουργικής επίσκεψης στη Μόσχα
Μετά τα γνωστά γεγονότα του περασμένου Αυγούστου με την απέλαση ρώσων διπλωματών και άλλων πολιτών, η οποία προκάλεσε κάποια διατάραξη στις ελληνορωσικές σχέσεις, είχα εκφράσει την ευχή αλλά και την πεποίθησή μου ότι η κρίση θα ήταν παροδική. Τη βάσιζα, δε, σε δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, οι απελάσεις διπλωματών δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στη διπλωματική πρακτική, εφαρμόζονται δε όταν ο απελαυνόμενος ή απελαυνόμενοι επιδίδονται σε δραστηριότητες που ξεπερνάνε τα όρια των επιτρεπόμενων από τις διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις. Κάπως σοβαρότερη μορφή αποτελεί η ανάκληση των πρέσβεων, συνήθως όχι μεγάλης διάρκειας, ενώ χειρότερη περίπτωση είναι η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, που μπορεί να οδηγήσει και σε εντονότερες αντιπαραθέσεις.
Δεύτερος και ουσιαστικότερος λόγος, που έπειθε για την παροδικότητα της κρίσης, ήταν η επίγνωση ότι οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας και κυρίως εκείνες μεταξύ των δύο λαών έχουν ιστορικό βάθος και η συνεργασία επεκτείνεται, επιτυχώς, σε πολλούς και σημαντικούς τομείς, όπως ο πολιτικός, ο οικονομικός, ο πολιτισμικός, ο μορφωτικός, ο αμυντικός και ο επιστημονικός.
Η απέλαση αποτέλεσε αφορμή να εκφρασθούν πολλές υπερβολές και εικοτολογίες. Επισήμως, και διά στόματος του τότε υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Κοτζιά, αποδόθηκε στην ανάμειξή τους στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών -για την οποία η Μόσχα δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ένθερμη-, με παρότρυνση ελλήνων πολιτών να εναντιωθούν σε αυτήν εμπράκτως. Σε όσους επιχείρησαν να αποδώσουν την απέλαση σε άλλους λόγους και σκοπιμότητες και ότι δήθεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ο τότε υπεύθυνος της ελληνικής διπλωματίας κ. Νίκος Κοτζιάς απάντησε ότι η ρωσική πρεσβεία ήταν συνεχώς και πλήρως ενημερωμένη διά πολλαπλών παραστάσεων από ανώτατα υπηρεσιακά και πολιτικά στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών.
Εξάλλου υπογράμμιζε ότι ο πρωθυπουργός ήταν ενήμερος για την απόφαση για τις απελάσεις. Η ρωσική πλευρά δεν φάνηκε να αποδέχεται τους λόγους απέλασης και απέδωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών σε παρότρυνση τρίτων, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος σε δημόσιες δηλώσεις του στη Μόσχα τόνισε: «Δεν κάνουμε εξωτερική πολιτική προς χάριν τρίτων».
Η αντίθεση της Μόσχας στη Συμφωνία δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. Συνδέεται άμεσα με την προοπτική ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, παρά, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους αναλυτές, στις παραδοσιακές ρωσικές επιδιώξεις για επιρροή στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στη διαιώνιση των αντιθέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών. Η Μόσχα αισθάνεται ότι η συνεχής διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς αποσκοπεί στην απομόνωσή της, γεγονός που το μεταφράζει σε άμεση απειλή για τα συμφέροντά της.
Αν, όπως υποστηρίζεται, πρώτιστο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι η διατήρηση της κυριαρχίας στον κόσμο, ως πρώτης και μόνης υπερδύναμης, η Ρωσία έχει βασικό στρατηγικό στόχο αφενός την επιβεβαίωση της αναμφισβήτητης ισχύος της και αφετέρου την αντιμετώπιση των εξωτερικών προκλήσεων που μπορούν να αμφισβητήσουν την ασφάλεια και τα συμφέροντά της.
Η Αθήνα κατανοεί, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη κοινοτική ή νατοϊκή χώρα, τις ανησυχίες της Μόσχας και αντιλαμβάνεται ότι η απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση δεν θα ήταν προς το συμφέρον ουδενός. Εξάλλου μια μεθοδευμένη δυτική πολιτική σε βάρος της Ρωσίας ενέχει τον κίνδυνο να την ωθήσει σε στενότερη και μονιμότερη συνεργασία με την Τουρκία και κατ’ επέκταση με το Ισλάμ και την Ασία. Η κατάρριψη (προ ετών) ρωσικών πολεμικών αεροσκαφών από τουρκικούς αντιβαλλιστικούς πυραύλους στη Συρία είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση μεταξύ των δύο χωρών, που απροσδόκητα ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα, ύστερα από ρωσοτουρκική συναντίληψη στο θέμα της αντιμετώπισης του Μεσανατολικού.
Απόδειξη της επαναπροσέγγισης Μόσχας – Άγκυρας αποτελεί και η αναγγελθείσα πώληση των πυραύλων S-400 στην Τουρκία, που έχει μεγάλως ανησυχήσει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τις χώρες του ΝΑΤΟ συνολικά, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Εικάζεται ότι το θέμα απετέλεσε αντικείμενο των συνομιλιών μεταξύ του κ. Τσίπρα και του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η τυχόν επίκληση του προηγουμένου της πώλησης των S-300 στην Ελλάδα δεν είναι συγκρίσιμο στοιχείο. Η πώληση των S-400 στην Τουρκία μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες στο Αιγαίο, όπου οι τουρκικές προκλήσεις είναι σε καθημερινή βάση. Άλλο είναι να είσαι η προκαλούσα και άλλο η προκαλούμενη χώρα.
Η Ελλάδα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη Μόσχα λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, ως χώρα ευρωπαϊκή, βαλκανική και συγχρόνως μεσογειακή. Η Αθήνα χρειάζεται τη Μόσχα και το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τη Μόσχα όσον αφορά την Αθήνα. Η Ελλάδα συχνά εκφράζεται μεσολαβητικά στη ΕΕ και το ΝΑΤΟ υπέρ της συνεργασίας της Ρωσίας με τη Δύση, με την οποία συνδέεται γεωγραφικά, ιστορικά, οικονομικά και πολιτιστικά.
Βέβαια, οι εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στη Ρωσία από την εποχή των Τσάρων μέχρι αρκετά πρόσφατα δεν έχουν ευνοήσει, σχεδόν ποτέ, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε («επανεκκίνηση») και εκφράσθηκε κατ’ επανάληψη για τις ελληνορωσικές σχέσεις αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Θα ταίριαζε περισσότερο ο όρος «επιστροφή στην ομαλότητα» ή, όπως λένε οι Αγγλοσάξωνες, «back to normalcy». Αυτή πιστεύω είναι και η ουσία και η σημασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού στη Μόσχα.
Αν κρίνουμε από σχετικές εκατέρωθεν δηλώσεις, ίδια θέληση για ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων επιδείχθηκε και από ρωσικής πλευράς και ιδιαίτερα από τον ρώσο Πρόεδρο, μία ξεχωριστή, αναμφίβολα, πολιτική προσωπικότητα στη σημερινή διεθνή πολιτική σκηνή.