Δύο σενάρια για την επόμενη ημέρα της Χαλυβουργικής
Τις επιλογές τους για την υψηλότερη και ταχύτερη ανάκτηση των απαιτήσεών τους ύψους 410 εκατ. ευρώ, κεφάλαια δηλαδή με τα οποία έχουν χρηματοδοτήσει τη Χαλυβουργική, αξιολογούν οι ελληνικές τράπεζες.
Μεταξύ αυτών των επιλογών περιλαμβάνεται τόσο η αξιολόγηση εναλλακτικών σχεδίων λειτουργίας της, όπως ως βιομηχανικό πάρκο, χρήση που έχει προτείνει η ιδιοκτησία στις τράπεζες ήδη εδώ και περίπου τρία χρόνια, όσο και λύσεις διά του πτωχευτικού δικαίου όπως αυτή της ειδικής διαχείρισης.
Σε κάθε περίπτωση, κομβικής σημασίας για τις αποφάσεις των τραπεζών είναι η αξιολόγηση της δυνατότητας ανάκτησης των προαναφερθέντων ποσών, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τις εξασφαλίσεις που έχουν οι τράπεζες και οι οποίες αφορούν κυρίως τη γη και τα ακίνητα της Χαλυβουργικής και δευτερευόντως τον εξοπλισμό. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να συναξιολογηθεί ασφαλώς και με το ύψος των προβλέψεων που έχει λάβει η κάθε τράπεζα για τις χρηματοδοτήσεις αυτές, το οποίο διαφέρει πάντως σε κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευθέντα ισολογισμό της βιομηχανίας που αφορά στη χρήση του 2015, η αξία των ακινήτων της Χαλυβουργικής είναι εγγεγραμμένη στα βιβλία της στα 291,839 εκατ. περίπου και η αξία του εξοπλισμού αναφέρεται στα 135,262 εκατ., ενώ σε επιπλέον 3,6 εκατ. αποτιμώνται τα λοιπά ενσώματα πάγια. Επί των ακινήτων αυτών και των μηχανημάτων η τελευταία οικονομική έκθεση του ομίλου αναφέρει πως υφίστανται εξασφαλίσεις σε συνεργαζόμενες τράπεζες ύψους 250 εκατ. ευρώ περίπου. Χαμηλότερες δηλαδή της συνολικής τους έκθεσης. Τη μεγαλύτερη έκθεση στην προβληματική χαλυβουργία φέρεται να έχει η Εθνική Τράπεζα. Ο δανεισμός αυτός συνδέεται κυρίως με τις δαπάνες σε εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και άλλες επενδύσεις ύψους 250 εκατ. της περιόδου 2003-2006.
Για να αποτιμηθεί όμως η πραγματική αξία των ακινήτων (η κύρια διάδοχη χρήση των οποίων έχει προσδιοριστεί ως βιομηχανικό πάρκο ή κέντρο Logistics καθώς διαθέτει και λιμενική υποδομή), η Εθνική Τράπεζα ζήτησε να γίνει μελέτη Depollution. Δηλαδή εκτίμηση του κόστους που συνδέεται με την απορρύπανση της γης και του ευρύτερου περιβάλλοντας, ώστε να είναι ικανή η περιοχή να δοθεί καθαρή. Ομως τη διενέργεια της συγκεκριμένης μελέτης φέρεται να μη δέχεται η πλευρά της ιδιοκτησίας.
Το μοντέλο που ορισμένοι νομικοί σύμβουλοι τραπεζών προτείνουν είναι η διά του πτωχευτικού δικαίου υπαγωγή της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και διά αυτού στον εκπλειστηριασμό των στοιχείων του ενεργητικού της για να καλυφθεί μέρος των απαιτήσεων των πιστωτών. Αλλά καθώς θεωρείται οικονομικά επισφαλής η λειτουργία της ως χαλυβουργία (με βάση και τη σχετική μελέτη της Alvarez & Marsal που ζήτησαν οι τράπεζες), το ζήτημα περιπλέκεται, αφού ο νόμος περί ειδικής διαχείρισης χρησιμοποιείται τυπικά σε λειτουργούσες μονάδες.
Πάντως, το 2016 οπότε δημοσιεύτηκε η ετήσια οικονομική έκθεση για την προηγούμενη χρήση, σημειώνεται πως «η διοίκηση της εταιρείας έχει προχωρήσει σε σύνταξη του επιχειρηματικού πλάνου για την περίοδο 2016 έως 2019 με βάση το οποίο αναμένεται η κάλυψη των ταμειακών αναγκών από λειτουργικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας προηγουμένως υπόψη ένα βέλτιστο ύψος δανειακών υποχρεώσεων που μπορεί να εξυπηρετηθεί από τη μελλοντική λειτουργία της εταιρείας. Το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η οποία είναι σε εξέλιξη. Το πλάνο αυτό έχει ήδη κατατεθεί στις πιστώτριες τράπεζες και αναμένεται η επίσημη πρόταση από την πλευρά τους».
Ειδικότερα, η ιδιοκτησία της Χαλυβουργικής φέρεται να έχει πρόθεση να εφαρμόσει στις εγκαταστάσεις της στην Ελευσίνα το ίδιο μοντέλο με αυτό που εφάρμοσε στην ελβετική χαλυβουργία της, το Ferrowohlen, στην περιοχή Villmergen – Wohlen κοντά στη Ζυρίχη. Από το κλείσιμο της παραγωγής χάλυβα το 1994, η Ferrowohlen AG διαχειρίζεται την έκταση ως ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά πάρκα στη γερμανόφωνη Ελβετία. Εκτός από τέσσερις αίθουσες χώρων παραγωγής, αποθήκευσης και εφοδιαστικής, το πάρκο περιλαμβάνει ακόμα διάφορους υπαίθριους χώρους. Στο πελατολόγιό του περιλαμβάνονται όμιλοι όπως η Alstom έως και εταιρείες κατεψυγμένων τροφίμων. Παραμένει όμως αμφίβολο κατά πόσον αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα, δεδομένου του πλήθους ανταγωνιστικών εκτάσεων –μεταξύ των οποίων και το Θριάσιο– αλλά και της υποτονικής ακόμα εγχώριας ζήτησης, αναφέρουν τραπεζικοί κύκλοι.
Πηγη+φωτο: kathimerini.gr