Το υπουργείο Υγείας αναδιπλώνεται για τον οικογενειακό γιατρό
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
-Τελικά, δεν θα είναι υποχρεωτική η εγγραφή, δήλωσε ο Ανδρέας Ξανθός
Δεν πέρασε τελικά το εκβιαστικό δίλημμα του υπουργείου Υγείας σε 12 εκατ. πολίτες, βάσει του οποίου αν δεν εγγράφονταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου στη λίστα των οικογενειακών γιατρών δεν θα είχαν πρωτοβάθμια πρόληψη και δεν θα μπορούσαν να γράψουν εξετάσεις και φάρμακα. Επίσης, δεν πέρασαν και οι κάθε είδους πιέσεις, αυθαιρεσίες και απειλές προς την ιατρική κοινότητα προκειμένου να στηρίξει το μέτρο αυτό.
Δεν ήταν μόνο η αδιαφορία των πολιτών (μόνον 1 εκατ. δήλωσαν, λόγω εκφοβισμού, ότι θέλουν να ενταχθούν σε οικογενειακό γιατρό) και οι αντιδράσεις από ολόκληρο το φάσμα των ιατρικών συλλόγων και των επιστημονικών εταιρειών, αλλά σημαντικές και έντονες –ειδικά το τελευταίο διάστημα– ήταν οι αντιδράσεις και των γιατρών που δραστηριοποιούνται συνδικαλιστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι αντιδράσεις είχαν να κάνουν όχι μόνο με την απόλυτη προχειρότητα που αντιμετωπίζει το μέτρο η ηγεσία του υπουργείου Υγεία, αλλά ιδιαίτερα με την καταστρατήγηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του έλληνα πολίτη για την ελεύθερη επιλογή γιατρού, που ισχύει από την ίδρυση των ασφαλιστικών φορέων αυτής της χώρας.
Επανειλημμένα σε συνεντεύξεις του στον ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο» ο κ. Ξανθός είχε δώσει το στίγμα του για την κατεύθυνση που θέλει να δώσει στην Υγεία: «Θέλουμε να σταματήσουμε την κουλτούρα της ελεύθερης επιλογής γιατρού και ιδιωτικής υγείας», τόνιζε χαρακτηριστικά, λες και το δημόσιο σύστημα υγείας μπορεί αυτήν τη στιγμή να παράσχει πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας σε όλο τον πληθυσμό της χώρας, χωρίς να ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι με το κλείσιμο ιδιωτικών ιατρείων και των υπολοίπων ιατρικών κέντρων και κλινικών θα προστεθούν αρκετές χιλιάδες ανέργων. Ούτε λόγος βέβαια για τον πολίτη, ο οποίος επί χρόνια πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές και δεν μπορεί τώρα να απολαύσει ποιότητα υπηρεσιών στην υγεία του.
Έτσι, λοιπόν, ο κ. Ξανθός σε συνέντευξή του και πάλι στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο», την Πέμπτη το πρωί, ανακοίνωσε ότι καταργείται στην ουσία ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μέτρου, που έπρεπε να εφαρμοστεί από 1/1/2019, δηλώνοντας αναλυτικά τα εξής:
«Για τους πολίτες που είτε δεν προλάβουν να εγγραφούν στον οικογενειακό γιατρό είτε δεν υπάρχει επάρκεια οικογενειακών γιατρών στην περιοχή τους (ή γιατρών συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ) δεν θα αλλάξει τίποτε στον τρόπο με τον οποίο καλύπτονταν ως σήμερα, δηλαδή θα συνεχίσουν να απευθύνονται είτε στους γιατρούς του ΕΣΥ είτε σε άλλους, θα συνταγογραφούν τα φάρμακα και θα κάνουν τις εξετάσεις τους με τον ίδιο τρόπο. Θέλουμε όμως σιγά σιγά να εμπιστευτούν τον νέο θεσμό, να αναζητούν υπηρεσίες μέσα από την οικογενειακή φροντίδα, ώστε σιγά σιγά να μετατοπίζεται το βάρος από το νοσοκομείο και την περίθαλψη στην πρόληψη της ασθένειας. Θα προχωρήσει αργά, σταδιακά, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου […] για ποιοτική και δωρεάν φροντίδα».
Στο μεταξύ, δύο μέρες πριν (την Τρίτη), μετά τη συνάντηση που είχε με εκπροσώπους της Επαγγελματικής Ένωσης Παθολόγων Ελλάδας, ο κ. Ξανθός ανακοίνωσε ότι θα συνεχιστεί απρόσκοπτα η εξυπηρέτηση των πολιτών από όλους τους παθολόγους ως έχει, χωρίς δηλαδή να αποκλείονται όσοι πολίτες δεν έχουν εγγραφεί στις λίστες των οικογενειακών ιατρών μέχρι 31 Δεκεμβρίου. Παράλληλα δήλωσε ότι ο θεσμός του gatekeeping (δηλαδή οι παραπομπές σε ειδικό γιατρό ή σε νοσοκομείο, οι οποίες από το νέο έτος θα είναι αρμοδιότητα του οικογενειακού γιατρού) δεν θα αφορά τους παθολόγους –συμβεβλημένους ή μη–, οι οποίοι επιπλέον δεν θα αποκλειστούν από τη συνταγογράφηση ή την έκδοση παραπεμπτικών.
Οι σύλλογοι γιατρών και ασθενών
Στο μεταξύ, την Τετάρτη (12/12), σε συνάντησή τους, οι εκπρόσωποι του Ιατρικού Συλλόγου της Αθήνας και των Συλλόγων Ασθενών συζήτησαν τα σοβαρά προβλήματα που θα δημιουργήσει η εφαρμογή του νέου συστήματος, την οποία χαρακτήρισαν «πρόχειρη», αφού «παρεμποδίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών στην ελεύθερη επιλογή γιατρού και καθιστά πρακτικά αδύνατη τη σωστή παρακολούθηση των χρονίως πασχόντων».
Οι εκπρόσωποι των ασθενών επισήμαναν ιδιαίτερα ότι είναι σημαντική η ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών στους γιατρούς που έχουν ανάγκη και ειδικά στο υψηλά εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό της χώρας. Εξάλλου και ο πρόεδρος του ΙΣΑ Γιώργος Πατούλης τόνισε ότι «ένα υψηλού επιπέδου σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας πρέπει να καλύπτει ισότιμα όλους τους ασθενείς, στο τελευταίο άκρο της Ελλάδας και να αντιμετωπίζει με σεβασμό τον ιατρικό κόσμο, αξιοποιώντας το υψηλού επιπέδου εξειδικευμένο ιατρικό δυναμικό της χώρας προς όφελος του ασθενή και της δημόσιας υγείας». Ήδη οι ιατρικοί σύλλογοι της χώρας έχουν καλέσει τα μέλη τους να συνεχίσουν να δέχονται ασθενείς, ακόμη και αν δεν έχουν εγγραφεί σε οικογενειακό γιατρό.
Στο μεταξύ, αναταραχή επικρατεί στα Κέντρα Υγείας (ΚΥ) και τις Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) του ΠΕΔΥ, που καλούνται να σηκώσουν το βάρος της μεταρρύθμισης στην ΠΦΥ δίχως προσωπικό και υποδομές, ενώ εκκρεμούν αποφάσεις απόλυσης εκατοντάδων συναδέλφων τους. Οι 800 από αυτούς απειλούνται με εκδίωξη από το δημόσιο σύστημα στις 31/12/2018, εφόσον δεν σφραγίσουν τα ιδιωτικά τους ιατρεία, όπως επισημάνθηκε σε συνέντευξη Τύπου της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Επιστημονικού-Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ) ΕΟΠΥΥ – ΠΕΔΥ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που δόθηκαν, προκύπτει ότι οι μονάδες του ΠΕΔΥ ενδέχεται να απολέσουν το 50% του ιατρικού προσωπικού τους σε λιγότερο από έναν μήνα, ενώ μέχρι 31/3/2019 πρόκειται να δουν την πόρτα της εξόδου από το ΠΕΔΥ επιπλέον 300 γιατροί που κέρδισαν με δικαστικές αποφάσεις προσωρινή παράταση παραμονής.
Ανάλογες είναι και οι αντιδράσεις από τους συμβεβλημένους ιατρούς του ΕΟΠΥΥ. Σύμφωνα με το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης της Ένωσης Ιατρών ΕΟΠΥΥ οι τοπικές μονάδες και τα κέντρα υγείας αδυνατούν να εξυπηρετήσουν επαρκώς την αυξημένη ζήτηση πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας λόγω και της υποστελέχωσής τους.
«Τα νοσοκομεία έχουν κυριολεκτικά πνιγεί από το κύμα αγανακτισμένων πολιτών που επισκέπτονται τα εξωτερικά ιατρεία ακόμα και για συνταγογράφηση, ενώ οι υπηρετούντες ιατροί αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες για υπηρεσίες ΠΦΥ, παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου ότι τα νοσοκομεία προορίζονται για δευτεροβάθμια και ανώτερη περίθαλψη». Οι συμβεβλημένοι ιατροί τονίζουν ότι:
• Κανένας γιατρός, είτε παθολόγος, είτε παιδίατρος, είτε γενικός γιατρός, είτε άλλης ειδικότητας, δεν χάνει το δικαίωμα να συνταγογραφεί, να εκδίδει παραπεμπτικά για εξετάσεις ή να χορηγεί υλικά ή άδειες, γεγονός που κατοχυρώθηκε εκ νέου με το τελευταίο ΦΕΚ του κανονισμού λειτουργίας του ΕΟΠΥΥ.
• Σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται διαφορετική συμμετοχή σε φάρμακα ή εξετάσεις, όταν ο ασφαλισμένος επιλέξει να επισκεφτεί πιστοποιημένο ιατρείο.