Τί λένε οι δικαστές για να κρατήσουν «ζωντανή» τη δικογραφία μετά το φιάσκο – Πως βγήκε έξω ο Ριχάρδος
Το σκεπτικό της απόφασης για απόλυση του Ριχάρδου από τις φυλακές και των λοιπών κατηγορουμένων που ήταν προσωρινά κρατούμενοι για την υπόθεση της λαθρεμπορίας, αναφέρεται στην ύπαρξη ενδείξεων ενοχής, προκειμένου να στηριχθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι κατηγορίες μετά την απόφαση της ανακρίτριας, ότι αδίκημα λαθρεμπορίας δεν στοιχειοθετείται θέση με την οποία συμφώνησε και η εισαγγελέας.
Το δικαστικό συμβούλιο που τελικώς οδηγήθηκε σε άρση της προσωρινής κράτησης και των οκτώ κατηγορουμένων, επιβάλλοντας τους περιοριστικούς όρους αναφέρεται σε ενδείξεις ενοχής, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα τα κατασχεθέντα σε χρυσό για τα οποία δεν υπήρχαν παραστατικά για επιμέτρηση φόρων και ως εκ τούτου, κατά τους δικαστές είναι λαθρεμπορεύματα.
Οι δικαστές, επιχειρώντας προφανώς να διασώσουν, ό,τι μπορεί να διασωθεί μετά το φιάσκο με τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών στη συγκεκριμένη υπόθεση παρακάμπτουν το σκεπτικό της εισαγγελέως και της ανακρίτριας ότι δεν υπάρχει λαθρεμπορία διότι δεν οφείλονται δασμοί για εξαγωγές στην Τουρκία και θεμελιώνουν, όπως το θεμελιώνουν, το αδίκημα στην ύπαρξη εμπορευμάτων τα οποία θεωρούνται λαθραία.
Σημαντική είναι και η εισαγγελική πρόταση η οποία αναφέρεται εκτενώς στη δράση των ενεχυροδανειστηρίων κατά την περίοδο της κρίσης όπου χιλιάδες άνθρωποι με οικονομικές ανάγκες υπήρξαν θύματα καταχρηστικών συμπεριφορών και οικονομικής αφαίμαξης.
Το σκεπτικό των δικαστών
«Με βάση τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, αφού παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές πράξεις, ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού αργύρου κοσμημάτων ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών, που διενεργήθηκαν σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο σωματικών ερευνών βρέθηκαν στην κατοχή των κατηγορούμενων και προορίζονταν για εξαγωγή προς την Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ (ενδεχομένως) ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα».
Η πρόταση της εισαγγελέως
«Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παρανόμων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπό την προνομιακή θέση που κατέχουν αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας.
Επ’ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο εισάγοντας με το νόμο 4557/2018 «περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατίας» , από την αιτιολογική έκθεση του οποίου προέκυψε η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του σε επαγγελματικούς κλάδους συμπεριλαμβάνοντας τους ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβούς, γεγονός το οποίο επιρρωνύει την πεποίθηση ότι αφενός οι πολίτες όλης της Ευρώπης πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας κατά τις συναλλαγές τους αλλά και το κράτος να μπορεί να ελέγχει τη δράση αυτών των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων».
Περισσότερα στο kathimerini.gr