Ν. Αμμανίτης: Περιμένοντας τους Έλληνες
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Εκείνη τη νύχτα κανένας δεν κοιμήθηκε στη Σμύρνη, διότι σύμφωνα με όσα έγραψαν οι εφημερίδες «ο Eλληνικός Στρατός θα απεβιβάζετο σήμερα στην ελληνική Σμύρνη και δεν μπορούσε να τον υποδεχθεί μια πόλη με ροχαλητά». Βέβαια στρατός δεν απεβιβάσθη ούτε εκείνη την ημέρα, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη, μέχρι που άρχισαν να πιστεύουν οι Σμυρνιοί πως η κυβέρνηση άλλαξε γνώμη και πως ποδάρι ελληνικό δεν πρόκειται ποτέ να πατήσει στα χώματα της Ιωνίας.
Ξεχνούσαν βλέπεις τη Συνθήκη των Σεβρών, που μεγάλωνε τη χώρα μας και την έκανε πράγματι Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Τη θύμισε η μεγάλη τοπική εφημερίδα «Μικρά Ασία», που έβγαζε ο Κ. Κουντουριώτης και δεν συνήθιζε να γράφει κοτσάνες, και έτσι με κρύα καρδιά, είν’ η αλήθεια, η Σμύρνη ξενύχταγε και πάλι.
Πρωταγωνίστριες ήσαν οι αιώνιες γυναίκες, που θα καρίκωναν την ξεχασμένη για χρόνια σε κάποιο μπαούλο γαλανόλευκη ή που σηκώθηκαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα να τη φρεσκάρουν με το σίδερο με το κάρβουνο, το «βαποράκι», να ‘ναι σαν καινούρια αύριο. Δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το μοναδικό φρεσκάρισμα της τελευταίας στιγμής.
Όμως απόψε υπάρχει περισσότερος ζήλος, περισσότερο κέφι, λες και τα σκόρπισε το δημοσίευμα της «Μικράς Ασίας», που έγραψε «να μη βιάζονται και να περιμένουν…». Την αυγή ακούστηκε βαπορίσια μπουρού. Ήταν ο Στόλος, που ερχόταν και έφερνε τον Ελληνικό Στρατό στη Σμύρνη. Το όνειρο αιώνων έπαιρνε σάρκα και οστά.
Την άλλη ημέρα, λίγο πριν από το μεσημέρι, ακούστηκε σφύριγμα από βαπόρι και σε λίγη ώρα η προκυμαία της Σμύρνης έπηξε στο χακί ανάμεσα στον παραληρούντα από ενθουσιασμό κόσμο. Αφού κατέβηκαν οι τουρκικές σημαίες και υψώθηκαν οι ελληνικές, οι επικεφαλής των Ελλήνων πήγαν στην Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, όπου με τον ιεράρχη της μητρόπολης της Σμύρνης είπαν το μεγάλο «ευχαριστώ» στον Ύψιστο. Πιένες το απόγευμα γνώρισε το Sporting Club, όπου σύσσωμη η νεολαία πήγε να εορτάσει την ελευθερία της σε κοσμικό κέντρο. Την επομένη η πόλη δεν διέφερε και πολύ από το κλασικό κέντρο της Αθήνας.
Γεμάτα τα ουζοπωλεία, όπου οι πελάτες, φορώντας τα καλά τους, έπιναν το ουζάκι τους και γελούσαν πολύ. Όλα τους φαίνονταν αστεία. Γεμάτα και τα καφενεία από ευτυχισμένους, ελεύθερους ανθρώπους.
Στο ζαχαροπλαστείο του Μούρτζινου δεν πρόφταιναν την πελατεία. Καλοντυμένοι, δεν μπορούσες να αμφιβάλεις για την καλή οικονομική τους τάξη. Και ξαφνικά έγινε το αναπάντεχο.
Από κάποια ακραία φτωχογειτονιά, που φρουρούσαν μερικοί έλληνες φαντάροι, φανατισμένοι Τούρκοι άνοιξαν πυρ σε μονάδες του Ελληνικού Στρατού που στρατοπέδευαν εκεί. Υπήρξαν και τραυματίες. Το χειρότερο όμως είναι πως αποφασίστηκε αμέσως εκδίκηση. Πυροβολήθηκαν μερικοί Τούρκοι, που κάθονταν αμέριμνοι, και το επεισόδιο θα είχε συνέχεια αν δεν επενέβαιναν βαθμοφόροι του Στρατού. Έκτοτε όμως έγιναν πραγματικοί και φανατισμένοι εχθροί οι Τούρκοι και δεν υπήρχε καμιά διάθεση από κανέναν για συγκατοίκηση.