Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας: Ελλείμματα επικοινωνίας, κατανόησης και ενημέρωσης
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Τελικά, τι προέχει στη διαμάχη μεταξύ Πολιτείας – Εκκλησίας, που σηματοδότησε η κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου με το κοινό ανακοινωθέν, που καταγράφει τις βασικές γραμμές για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας;
Το υλικό στοιχείο, δηλαδή, η μισθοδοσία και η απώλεια της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας των κληρικών, μαζί με την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας, ο πνευματικός τομέας, με φόβους για αποδυνάμωση της ορθόδοξης πίστης των Ελλήνων, ή η ιδιοτέλεια, με πολιτικούς και προσωπικούς υπολογισμούς ένθεν και ένθεν; Ασφαλώς, κάθε περίπτωση έχει τη βαρύτητά της και θα μπορούσε να υπερισχύει ο ένας ή ο άλλος τομέας, ανάλογα με την αξιολόγηση που γίνεται, ή και οι τρεις μαζί. Αν κρίνουμε όμως και από τις αντιδράσεις και τις συζητήσεις που έγιναν στην Ιερά Σύνοδο, μεγάλη σημασία δόθηκε στον πρώτο τομέα, που, εκτός από τις ανησυχίες των κληρικών, βρίσκει ανταπόκριση και σε πολλούς πολίτες.
Πρόκειται, ασφαλώς, για υπεραπλουστεύσεις, γιατί τα αίτια των αντιδράσεων που σημειώθηκαν είναι πολύ βαθύτερα και οι προβληματισμοί και οι απόπειρες διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας χρονολογούνται τουλάχιστον από τις αρχές του περασμένου αιώνα.
Μία ανάγνωση του κοινού ανακοινωθέντος οδηγεί στην εκτίμηση ότι το τελικό κείμενο της συμφωνίας θα διαμορφωθεί έπειτα από σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο μερών, ενώ περιγράφει τη βασική θεματολογία πάνω στην οποία θα στηριχθούν και παράλληλα ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί, όπως λέγεται στη διπλωματική γλώσσα, έως συμφωνηθούν όλα. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τον σχολιασμό του κειμένου του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου.
Οι πρώτες όμως αντιδράσεις της κυβέρνησης, διά δηλώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η κυβέρνηση, είπε, θα προχωρήσει στη σύνταξη σχετικού σχεδίου νόμου, το οποίο θα υποβάλει προς ψήφιση στη Βουλή, χωρίς να προσδιορίσει τον επακριβή χρόνο. Η δήλωση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί και ως προειδοποιητική, υπό την έννοια ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει τη διαδικασία διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας με πλαίσιο το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος. Είναι όμως η κυβέρνηση αποφασισμένη, ούτως ή άλλως, να προχωρήσει στην υποβολή σχεδίου νόμου παρά τις σημειούμενες αντιδράσεις από μεγάλο μέρος του κλήρου, όπως αυτές εκδηλώθηκαν κατά την τελευταία σύγκληση της Ιεράς Συνόδου, αλλά και από πολιτικές δυνάμεις και ικανή μερίδα οργανωμένων και μη πολιτών;
Από πολλούς τίθεται το ερώτημα, γιατί η κυβέρνηση επέλεξε αυτήν τη χρονική στιγμή -ασφαλώς με την αυταπόδεικτη συναίνεση του Μακαριώτατου Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου-, που η χώρα, όπως υποστηρίζεται, αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα αλλά και εξωτερικές προκλήσεις. Η απάντηση συνδέεται με την αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα άρθρα 3, 13, και 17, που αφορούν τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, την παρουσία και τον ρόλο της στον δημόσιο βίο, από την εκπαίδευση, τη συνεργασία στον διοικητικό τομέα, με την έκδοση διαφόρων πιστοποιητικών, τη σύμπραξη σε δημόσιες εκδηλώσεις και την παρουσία της στην αντιμετώπιση ποικίλων αναγκών κοινωνικής φύσης.
Ο κατάλογος συνεργασίας Πολιτείας – Εκκλησίας είναι ευρύτατος. Στο ερώτημα της καταλληλότητας ή όχι της χρονικής στιγμής υπάρχει και αντίλογος. Μπορεί κάποιος να προβλέψει με βεβαιότητα πότε θα είναι πλέον κατάλληλη η στιγμή; Πότε η Ελλάδα θα έχει απαλλαγεί από τα εσωτερικά και εξωτερικά της προβλήματα, που αντί να αμβλύνονται πολλαπλασιάζονται; Πολύ φοβάμαι ότι και το Μαντείο των Δελφών θα δυσκολευόταν πολύ να δώσει έστω και σιβυλλική απάντηση.
Οι αντιδράσεις στον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας συνδέονται και με τον ιστορικό ρόλο που η Εκκλησία διαδραμάτισε σε δύσκολες περιόδους του Ελληνισμού, που ουδείς μπορεί να αγνοήσει. Ορισμένοι ιεράρχες όμως φαίνεται να τον υπερπροβάλλουν και να τον διαιωνίζουν, κυρίως για προσωπική προβολή. Απαιτούν την παρουσία τους, όπως και της Εκκλησίας, παντού, ακόμη και σε θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Πολιτείας. Ξεχνώντας τα λόγια του Γέρου του Μωριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας». Οι συζητήσεις, αντιδράσεις, θέσεις και αντιθέσεις για το σκόπιμο ή όχι του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας αποκαλύπτουν και δύο ελλειμματικές πτυχές του δημοσίου βίου των Ελλήνων.
Από τη μία πλευρά την έλλειψη ενημέρωσης των πολιτών, η οποία είναι και γενεσιουργός αιτία της κατά κανόνα απόρριψης κάθε προσπάθειας ή πρότασης για αλλαγές σε ό,τι συνδέεται με θεσμικά θέματα λειτουργίας του κράτους, όταν ακόμη αυτές είναι αναγκαίες και αποτελούν κοινή διαπίστωση. Αυτό, ασφαλώς, ισχύει και για την προκείμενη περίπτωση. Ελπίζεται ότι η τελική συμφωνία διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, εφόσον και όταν επιτευχθεί, θα αποβεί σε όφελος αμφοτέρων των θεσμών.
Θα ήθελα, αντλώντας και από τη μακρά εμπειρία μου ως διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδας σε πολλές χώρες και διαφορετικές ηπείρους, να αναφερθώ και στον σημαντικότατο ρόλο της συνεργασίας του επίσημου ελληνικού κράτους, διά των διπλωματικών και προξενικών αρχών, με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στη διατήρηση των επαφών του απόδημου Ελληνισμού με την πατρίδα καταγωγής, την Ελλάδα, τη διατήρηση της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων των ιδίων και των προγόνων τους.
Ο ρόλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως και των Ορθοδόξων Πατριαρχείων, Ιεραποστολών και άλλων θρησκευτικών καθιδρυμάτων είναι ακόμη εμφανέστερος και καταλυτικός όσο οι γενιές των αποδήμων απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου από την πατρίδα καταγωγής. Η συμφωνία δεν πρέπει να αγνοήσει τον ρόλο αυτό της Εκκλησίας, αλλά να τον προβάλει και να τον ενισχύσει.