Μυρσίνη Ζορμπά: Τα παιδιά πρόσφυγες ή μετανάστες παραμένουν «αόρατα» στις κοινωνίες μας

Μυρσίνη Ζορμπά: Τα παιδιά πρόσφυγες ή μετανάστες παραμένουν «αόρατα» στις κοινωνίες μας

-Ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνης Ζορμπά για τα παιδιά πρόσφυγες ή μετανάστες στο Διεθνές Συμπόσιο της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών με θέμα το «Ευάλωτο παιδί»

«Είναι απαραίτητο να ξανακουβεντιάσουμε την έννοια του ευάλωτου παιδιού» υπογράμμισε χθες το μεσημέρι η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνη Ζορμπά, μιλώντας στο Διεθνές Συμπόσιο της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών/Πόρτα Ανοιχτή, και εστιάζοντας την ανακοίνωσή της στα τραύματα και στους αποκλεισμούς που βιώνουν στη χώρα μας τα παιδιά και οι έφηβοι πρόσφυγες ή μετανάστες.

Το Διεθνές αυτό Συμπόσιο πραγματοποιήθηκε στις 23 και 24 Νοεμβρίου στην Αθήνα και είχε ως γενικό θέμα του το «Ευάλωτο Παιδί» με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αυτό απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα, «σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος» , όπως σημείωσε και η ακαταπόνητη πρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών, Δάφνη Οικονόμου.

Στην ομιλία της, η Μυρσίνη Ζορμπά ανέλυσε σε βάθος το πρόβλημα, με τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις του, αλλά και πρότεινε λύσεις, με αφετηρία την πρόσφατη εμπειρία από το προσφυγικό φαινόμενο στην Ελλάδα και την ιδιαίτερη σχέση της με τις δράσεις του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Όπως επισήμανε μεταξύ άλλων: «Τα παιδιά και οι έφηβοι πρόσφυγες ή μετανάστες στην Ελλάδα συνθλίβονται ανάμεσα στην οικογενειακή παράδοση και τις κλεμμένες εικόνες της νέας πραγματικότητας που τους τρομάζει αλλά και τους προσελκύει, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους μια γέφυρα επικοινωνίας, πληροφόρησης, επαφής.» Στο ευρύτερο περιβάλλον μιας χώρας με διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές, που φαντάζει ξένο και αφιλόξενο, «με τους αποκλεισμούς της γλώσσας, της φτώχειας και της νομιμοποίησης», η ζωή τους, τόσο στα στρατόπεδα όσο και στις γειτονιές των προσφύγων ή μεταναστών, γίνεται συχνά, είπε η Υπουργός Πολιτισμού, «τρομακτική». Τα παιδιά αυτά είναι ευάλωτα όχι μόνο εξαιτίας των εμπειριών του παρελθόντος, αλλά κυρίως εξαιτίας όσων τους συμβαίνουν στο παρόν, σε πόλεις «αφιλόξενες και αδιάφορες». Διότι παραμένουν «αόρατα» στις κοινωνίες μας.

Παράλληλα, η Μυρσίνη Ζορμπά σημείωσε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι: «τα παιδιά αυτά θα κληθούν εκ των πραγμάτων να παίξουν τον ρόλο του πολιτισμικού διαμεσολαβητή καταρχήν μέσα στις ίδιες τους τις οικογένειες. Θα είναι οι αυριανοί συμπολίτες μας που θα “μεταφράζουν” αλλά κυρίως θα γεφυρώνουν όποιες ασυμβατότητες μοιάζει να υπάρχουν ανάμεσα στα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, αμβλύνοντας τις γωνίες και δουλεύοντας στην κατεύθυνση της δημοκρατίας ως καθημερινής πρακτικής».

Όπως λοιπόν εξήγησε η κ. Ζορμπά: «Το διακύβευμα είναι από τα κρισιμότερα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε – όχι σε μια λογική “εμείς” και οι “μετανάστες”, αλλά οι κοινωνίες μας στο σύνολό τους».

Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού έδωσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το καλοκαίρι του 2015: το παράδειγμα της δράσης «Σχολείο χωρίς Σύνορα» που διοργανώθηκε από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού και κατέγραψε το απόθεμα ενέργειας, ελπίδας και δύναμης για προκοπή που έχουν τα παιδιά πρόσφυγες, ακόμη και αν η καθημερινότητά τους είναι αυτή των στρατοπέδων.

Το ζητούμενο είναι εντέλει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επεξεργασία του τραύματος των σημερινών προσφύγων και μεταναστών στην κατεύθυνση της βελτίωσης των όρων ζωής για τους ίδιους αλλά και της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατικής λειτουργίας των κοινωνιών μας.

Χαρακτηριστικά, η Μυρσίνη Ζορμπά εξήγησε ότι «αυτό που χρειάζονται οι πρόσφυγες, και που έχουν δικαίωμα με βάση τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι ένα πλαίσιο υποστηρικτικό που θα τους βοηθήσει να αναπτύξουν της δυνατότητες και τις προοπτικές που ούτως ή άλλως έχουν». Έτσι λοιπόν: «Η συμμετοχή των παιδιών σε μαθήματα γλώσσας, οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία δικτύων επικοινωνίας και αλληλεγγύης που θα φέρουν σε γνωριμία και διάλογο τους πρόσφυγες των στρατοπέδων με ανθρώπους και συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας, τα κέντρα πληροφόρησης και φιλίας για εφήβους, το κοινό κυριακάτικο τραπέζι, οι υιοθεσίες οικογενειών και η τακτική επαφή και γνωριμία μπορούν να δώσουν ένα νέο παράδειγμα για το προσφυγικό ζήτημα».

Ολόκληρη η Ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνης Ζορμπά:

Ο 20ος αιώνας, ανάμεσα στα πολλά άλλα τραύματα που δημιούργησε, ή μάλλον ως συνέπειά τους, χαρακτηρίστηκε από μαζικές αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών. Κοντεύει ένας περίπου αιώνας από όταν η Ευρώπη αναγνώρισε τις μετακινήσεις αυτές ως πολιτικό διακύβευμα, αλλά κυρίως ως ανθρωπιστική κρίση και που, κατά συνέπεια, αναπτύχθηκαν μια σειρά από θεσμικές και μη πρωτοβουλίες. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές επιλογές που παράγουν προσφυγικά ρεύματα δεν σταμάτησαν. Αντίθετα, εντάθηκαν στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της αποτυχίας να υποστηριχθεί μεταπολεμικά η ανάπτυξη του άλλοτε λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου» από τις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες αθέτησαν όλες τις προγραμματικές τους διακηρύξεις. Με την έννοια αυτή, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών δεν είναι συγκυριακές, αλλά ένα δομικό στοιχείο της εποχής μας, με το οποίο οφείλουμε να εξοικειωθούμε, αναπτύσσοντας συνακόλουθα τις πιο πρόσφορες πολικές.

Ο πρόσφυγας και ο μετανάστης, ο ξεριζωμένος, απέκτησε στο πλαίσιο αυτό μια διττή αναπαράσταση στο συλλογικό φαντασιακό: ενσάρκωνε ταυτόχρονα την ιερότητα του ικέτη και τον κίνδυνο ανατροπής της κανονικότητας. Όποιες πρωτοβουλίες αναπτύχθηκαν στη συνέχεια κινήθηκαν ανάμεσα σε αυτό το δίπολο: του χρέους και του φόβου, που όρισε εν πολλοίς και τον συνολικότερο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες. Τα παιδιά, ήδη από την δεκαετία του 1920 αλλά αυξανόμενα μετά την Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αποτέλεσαν στο πλαίσιο αυτό μια ειδική κατηγορία. Στο πρόσωπό τους συμπυκνώθηκε η ούτως ή άλλως θεωρούμενη ευαλωτότητα της παιδικής ηλικίας με αυτήν που απορρέει από το καθεστώς του πρόσφυγα. Ένα νέο πλαίσιο δικαιωμάτων δημιουργήθηκε γύρω από αυτήν την παραδοχή που όμως, συχνά, συναντιόνταν με το αντίστοιχο πλαίσιο επιτήρησης.

Αυτό που θέλω να υποστηρίξω σε αυτήν την ανακοίνωση, με βάση την πρόσφατη εμπειρία από το προσφυγικό φαινόμενο στην Ελλάδα και την ιδιαίτερη σχέση μου με τις δράσεις του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι ότι χρειάζεται να ξανακουβεντιάσουμε την έννοια του ευάλωτου παιδιού, έτσι ώστε να μην θυσιάζουμε, στο όνομα της αναγνώρισης του πλαισίου υποστήριξης και δικαιωμάτων που απαιτείται, ποιότητες όπως η ανθεκτικότητα και η εμπρόθετη δράση που όχι μόνο χαρακτηρίζουν τα παιδιά αυτά, αλλά αποτελούν και το βασικό τους εφόδιο για τα νέα τους ξεκινήματα.

Είναι ευάλωτα τα παιδιά πρόσφυγες ή μετανάστες;

Βεβαίως. Καταρχήν γιατί πολλά από αυτά έχουν γίνει μάρτυρες γεγονότων που είναι δύσκολο ακόμη και να φανταστούμε – είτε μιλάμε για τα μεγαλύτερα, τα γενικά, όπως ο πόλεμος ως όξυνση αλλά και στην καθημερινότητά του, είτε μιλάμε για πιο προσωπικά, όπως η απώλεια αγαπημένων προσώπων.

Είναι επίσης ευάλωτα διότι πολλά από αυτά στερούνται του υποστηρικτικού πλαισίου της οικογένειας. Οι ιστορίες παιδιών και εφήβων που ξεκίνησαν το ταξίδι της μετανάστευσης και της προσφυγιάς μόνα τους ή που βρέθηκαν μόνα τους στη συνέχεια είναι στο σημείο αυτό αποκαλυπτικές. Ακόμη και χρόνια μετά, οι σιωπές τους είναι εκκωφαντικές όταν αφηγούνται τον χαμό του αγαπημένου τους προσώπου στη θάλασσα ή τον βίαιο αποχωρισμό ή την αγωνία γι’ αυτούς που μείναν πίσω ή την απεγνωσμένη αναζήτηση υποστηρικτικού πλαισίου στο ταξίδι τους και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις. Τα τραύματα αυτά, μικρότερα ή μεγαλύτερα, οξεία ή τα άλλα, τα ηπιότερα φαινομενικά που όμως έχουν διάρκεια είναι αυτά που θα ορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο που θα αποκωδικοποιούν στο εξής τις εμπειρίες τους – τρόπος, βεβαίως, που θα επικαθορίζεται από τις εμπειρίες που θα έχουν στην συνέχεια.

Είναι όμως ευάλωτα όχι μόνο εξαιτίας των εμπειριών του παρελθόντος, αλλά κυρίως εξαιτίας όσων τους συμβαίνουν στο παρόν. Η πραγματικότητα της νέας ζωής είναι καθοριστική για πώς θα καταγραφεί στη μνήμη η εμπειρία της προσφυγιάς στο σύνολό της και πόσο μακροπρόθεσμες θα είναι οι συνέπειες του τραύματος.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, όμοια οι ενήλικες και τα παιδιά, παραμένουν αόρατοι στις κοινωνίες μας. Είναι ορατοί στη χρωματική κλίμακα και στην πολιτισμική τους ποικιλομορφία, αλλά αόρατοι στην πολιτική και κοινωνική τους έκφραση μέσα σε πόλεις που υπήρξαν αφιλόξενες και αδιάφορες. Είναι τρομακτικό, από την άποψη αυτή, να σκέφτεται κανείς ότι σήμερα, στον 21ο αιώνα, ένας μεγάλος και σταθερός αριθμός μεταναστών και προσφύγων παραμένει σε στρατόπεδα σε όλη την χώρα. Αόρατοι στο βλέμμα μας, σε απόμακρες τοποθεσίες έξω από τις πόλεις. Και άλλοι στις παρυφές των πόλεων, αποκομμένοι ουσιαστικά από το κέντρο και το δημόσιο χώρο. Είναι ο αποκλεισμός αυτός, το γεγονός ότι παραμένουν αόρατοι, που βαθαίνει περισσότερο το τραύμα.

Οι ενήλικες, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες προσαρμογής που πηγάζουν συχνά και από την πρόσκρουσης της νέας κατάστασης στις επιταγές του έμφυλου ρόλου τους. Τα παιδιά και οι έφηβοι, από την άλλη, βρίσκονται αντιμέτωπα με τον μετέωρο και μεθοριακό χαρακτήρα της νέας κατάστασης. Συνθλίβονται ανάμεσα στην οικογενειακή παράδοση και τις κλεμμένες εικόνες της νέας πραγματικότητας που τους τρομάζει αλλά και τους προσελκύει, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους μια γέφυρα επικοινωνίας, πληροφόρησης, επαφής. Στο ευρύτερο περιβάλλον μιας χώρας με διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές, που φαντάζει ξένο και αφιλόξενο, αποκλεισμένοι από κάθε επαφή με τον περίγυρο των ανθρώπων και της νέας πραγματικότητας που τους περιβάλλει, με τους αποκλεισμούς της γλώσσας, της φτώχειας και της νομιμοποίησης, η ζωή του στρατοπέδου είναι για τους πρόσφυγες τρομακτική.

Θα πρέπει επιπλέον να έχουμε υπόψη ότι το τραύμα αυτό πιθανότατα δεν θα εμφανιστεί στην πληρότητά του μέχρι να κανονικοποιηθούν οι όροι του βίου. Το να μπορέσει να μιληθεί το τραύμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία του. Ταυτόχρονα, ωστόσο, θα σχετικοποιηθεί μέσα από τις συνεχείς αναπλαισιώσεις του, με διαρκείς αναφορές στο παρόν και στην προοπτική του μέλλοντος. Το σύνολο αυτής της διαδικασίας είναι καθοριστικό για το πώς θα διαμορφωθούν οι όροι ενσωμάτωσης των ανθρώπων αυτών στις νέες τους πατρίδες. Ας σκεφθούμε, για παράδειγμα, πώς η μνήμη της Μικρασιατικής προσφυγιάς μετατράπηκε σε μνήμη εποποϊας από τους ίδιους τους μικρασιάτες, όταν εντέλει ενσωματώθηκαν επιτυχώς στην ελληνική κοινωνία. Χωρίς να σχετικοποιείται ο πόνος για το παρελθόν, η μνήμη της εμπειρίας από καθηλωτική μετατράπηκε σε αφήγημα που στραμμένο προς το μέλλον.

Πώς θα δημιουργήσουμε θετικούς όρους για την επεξεργασία του τραύματος των σημερινών προσφύγων και μεταναστών στην κατεύθυνση της βελτίωσης των όρων ζωής για τους ίδιους και της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατικής λειτουργίας των κοινωνιών μας;

Είναι ανάγκη να δούμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες έξω από συλλογικές ταξινομήσεις, να τους δούμε ως ανθρώπινες υπάρξεις, αγόρια και κορίτσια, γυναίκες και άντρες, οικογένειες και μοναχικούς εφήβους, ανάπηρους και υπέργηρους, με τον καθένα να έχει την προσωπικότητά του, να κλαίει, να γελάει, να ελπίζει, να απογοητεύεται, να προσπαθεί, να αγαπάει και να φοβάται. Να δούμε δηλαδή τους μετανάστες και τους πρόσφυγες όχι ως κάτι ξεχωριστό και ανοίκειο σε μας, αλλά ενταγμένους στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. Αν δούμε την ιστορία ζωής καθενός και καθεμιάς από αυτούς σαν μοναδικές, και συνάμα τόσο κοινές, πορείες στο εκκρεμές της ανθρώπινης ζωής. Της δικής τους, αλλά εν δυνάμει του καθενός από μας. Μια τέτοια ματιά θα μας επιτρέψει να δούμε, μέσα από τις μικρές και τις μεγάλες ιστορίες, μέσα από το δράμα και την ανάκαμψη, από τις απογοητεύσεις και την ελπίδα, από την πίστη στην ίδια τη ζωή, ότι δίπλα στο τραύμα της προσφυγιάς έχει τη θέση της η αντίσταση και η ανθεκτικότητα. Ότι οι μικρές και οι μεγάλες ιστορίες της ζωής των προσφύγων και των μεταναστών βρίθουν από εμπρόθετες δράσεις να βελτιώσουν τις ζωές τους, από πρωτοβουλίες αυτοργάνωσης, αλληλεγγύης, ενεργούς παρέμβασης στο παρόν τους. Ότι με άλλα λόγια απέχουν πολύ από την εικόνα της παθητικότητας και της ανημπόριας που έχουμε συνηθίσει να τους επιβάλλουμε.

Η λειτουργία της κοινότητας στο εσωτερικό των στρατοπέδων είναι σε θέση να δώσει μια πρώτη απάντηση σ’ αυτό. Οι δυναμικές στο εσωτερικό της μπορούν, όταν έρθουν στο φως, να λειτουργήσουν επ’ ωφελεία όλων των μελών της και μάλιστα των πιο ευάλωτων. Παράλληλα, θα αποτελέσει μια πρώτη διαπαιδαγωγητική διαδικασία δημοκρατίας για τα νεότερα μέλη της, γυναίκες κι εφήβους, μέσα στο νέο πολιτισμικό πλαίσιο με το οποίο θα μπορούν να έχουν επαφή και ώσμωση. Για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι πρωταρχικό να πάψουν οι πρόσφυγες των στρατοπέδων να είναι αντικείμενα διαχείρισης, στατιστικής καταγραφής, φροντίδας ή περιφρόνησης και δυσπιστίας και να αποτελέσουν υποκείμενα δικαιωμάτων αλλά, κυρίως, δυνατοτήτων – επικοινωνίας, ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών, μάθησης της γλώσσας, επαφής με τον έξω κόσμο.

Η συμμετοχή των παιδιών σε μαθήματα γλώσσας, οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία δικτύων επικοινωνίας και αλληλεγγύης που θα φέρουν σε γνωριμία και διάλογο τους πρόσφυγες των στρατοπέδων με ανθρώπους και συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας, τα κέντρα πληροφόρησης και φιλίας για εφήβους, το κοινό κυριακάτικο τραπέζι, οι υιοθεσίες οικογενειών και η τακτική επαφή και γνωριμία μπορούν να δώσουν ένα νέο παράδειγμα για το προσφυγικό ζήτημα.

Παρόμοιες δυναμικές αναπτύσσονται και στις γειτονιές των προσφύγων και των μεταναστών. Τα παιδιά και οι έφηβοι αποδεικνύονται στην πράξη εξαιρετικά προσαρμοστικά και ανθεκτικά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Το παράδειγμα της δράσης «Σχολείο χωρίς Σύνορα» που διοργανώθηκε από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού το καλοκαίρι του 2015 ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του αποθέματος ενέργειας, ελπίδας και δύναμης για προκοπή που έχουν τα παιδιά πρόσφυγες, ακόμη και αν η καθημερινότητά τους είναι αυτή των στρατοπέδων. ΄Ηταν σύντομο, ήταν για έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών, αλλά ήταν σημαντικό για να αντιμετωπίσουμε από τη μεριά μας τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας ως κοινωνία και να νιώσουμε ότι οι μικρές κοινότητες ανθρώπων μπορούν με τη δύναμη της αλληλεγγύης να κάνουν τη διαφορά.

Παρόμοιες δυναμικές μαρτυρά και η εμπειρία μας με μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους. Οι δυναμικές των ομάδων ομηλίκων συνήθως αναπτύσσονται με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που υπαγορεύουν τα στερεότυπα ή , πολύ συχνά, στις ρωγμές τους. Οι ταυτότητες είναι συχνά ρευστές, αντιφατικές, αποσπασματικές αλλά προσαρμοστικές. Μαζί με τις, ούτως ή άλλως υπαρκτές εντάσεις στις ομάδες ομηλίκων, το εθνικό και πολιτισμικό εγγράφεται με τρόπους που δεν είναι εξ ορισμού διαζευκτικοί – εκτός κι αν συντρέχουν επιπρόσθετοι παράγοντες.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα παιδιά αυτά θα κληθούν εκ των πραγμάτων να παίξουν τον ρόλο του πολιτισμικού διαμεσολαβητή καταρχήν μέσα στις ίδιες τους τις οικογένειες. Θα είναι οι αυριανοί συμπολίτες μας που θα «μεταφράζουν» αλλά κυρίως θα γεφυρώνουν όποιες ασυμβατότητες μοιάζει να υπάρχουν ανάμεσα στα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, αμβλύνοντας τις γωνίες και δουλεύοντας στην κατεύθυνση της δημοκρατίας ως καθημερινής πρακτικής. Το διακύβευμα είναι από τα κρισιμότερα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε – όχι σε μια λογική “εμείς” και οι “μετανάστες”, αλλά οι κοινωνίες μας στο σύνολό τους.

Έχουμε παραδείγματα από επιτυχημένες περιπτώσεις κοινωνικής ενσωμάτωσης (όπως για παράδειγμα οι δεύτερη γενιά των Ελλήνων, στις ΗΠΑ) αλλά και παραδείγματα για το τι σημαίνει προοπτικά η αποτυχία κοινωνικής ενσωμάτωσης και το πώς αυτή η αποτυχία συνδέεται με τη ριζοσπαστικοποίηση (δεύτερη γενιά μουσουλμάνων μεταναστών σε Γαλλία, Αγγλία κλπ). Το νέο παράδειγμα δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην παραδοχή πως θα ζήσουμε μαζί και όσο πιο γρήγορα βάλουμε μπρος τις διαδικασίες γι’ αυτό τόσο περισσότερα προβλήματα θα καταφέρουμε να λύσουμε και τόσο περισσότερο κέρδος θα έχουμε ως ανοιχτή κοινωνία δημοκρατίας και αλληλεγγύης. Οι πρόσφυγες, ενήλικες και παιδιά, δεν χρειάζονται προστασία. Δεν χρειάζεται να τους απογυμνώνουμε από την προθετικότητα της δράσης τους και το δικαίωμα αυτοκαθορισμού τους. Η προστασία, άλλωστε, είναι συνήθως η άλλη όψη της επιτήρησης και συνεπώς του φόβου και της αμηχανίας απέναντι σε ό,τι θεωρείται ξένο ή απρόβλεπτο.

Αυτό που χρειάζονται οι πρόσφυγες, και που έχουν δικαίωμα με βάση τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι ένα πλαίσιο υποστηρικτικό που θα τους βοηθήσει να αναπτύξουν της δυνατότητες και τις προοπτικές που ούτως ή άλλως έχουν. Οι πρόσφυγες πρέπει να κερδίσουν την ταυτότητά τους ως υποκείμενα της ιστορίας και, μαζί, εμείς να επαναπροσδιορίσουμε τη δημοκρατική ευρωπαϊκή μας ταυτότητα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, απρόβλεπτων κρίσεων και δομικών αλλαγών.


Σχολιάστε εδώ