Ν. Γ. Χαριτάκης: Η Ελλάδα και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Η παράδοση της Μεταπολίτευσης είναι βαθιά ριζωμένη στα ελληνικά πολιτικά κόμματα. Όπως έχουμε κατ’ επανάληψη διατυπώσει, όμως, η μετά την κρίση ευρωπαϊκή γραφειοκρατία διαφέρει από την προ κρίσης περίοδο. Θεσμικά, η ευελιξία που διέθετε στο παρελθόν, στην εφαρμογή λύσεων με πολιτικό χαρακτήρα, έχει εκμηδενιστεί. Η ισχύς των πολιτικών οργάνων, όπως, για παράδειγμα, το Συμβούλιο Κορυφής, έχει μεταφερθεί στο Eurogroup. Αν κάτι δεν εγκριθεί από το Eurogroup δεν ισχύει, έστω και αν η βούληση όλων των αρχηγών κρατών είναι αντίθετη.
Οι αποφάσεις του Eurogroup είναι ομόφωνες και για ορισμένα μέλη, π.χ., Γερμανία, η θέση του υπουργού Οικονομικών πρέπει να εγκριθεί και από το εθνικό Κοινοβούλιο. Για να λαμβάνονται λοιπόν εύκολα και γρήγορα αποφάσεις στις συνεδριάσεις του δημιουργήθηκε μία ομάδα εργασίας (Euroworking Group), που εισηγείται την πολιτική πάνω στα θέματα προϋπολογισμού… Το EWG εισηγείται, αφού έχει ελέγξει την τυπική συνάφεια των κονδυλίων με τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχουν αναλάβει όλα τα μέλη.
Εκτός των αρμοδιοτήτων του EWG είναι η δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομικής διαχείρισης της δημόσιας οικονομίας. Η λογική είναι απλή: Για όλες τις χώρες οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας ελέγχονται ως προς τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους από τις αγορές. Υπό ομαλές λοιπόν συνθήκες δημοσίου χρέους, η εισήγηση του EWG έχει καθοριστικό χαρακτήρα για την απόφαση του Eurogroup. Στο βαθμό που η χώρα-μέλος της Ευρωζώνης δεν επηρεάζει με τον δανεισμό της την ισορροπία των αγορών, το επίσημο όργανο (Eurogroup) απλά εγκρίνει την εισήγηση.
Η κρίση του 2008 δημιούργησε έναν φόβο στην Ευρωζώνη. Τι γίνεται στην περίπτωση που κάποια κυβέρνηση αποφασίζει να δανειστεί ποσά σε επίπεδα που καθιστούν το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο; Πώς, ως Ευρωζώνη, ελέγχουμε την πολιτική αυθαιρεσία στις δαπάνες και παροχές που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό μιας χώρας-μέλους; Ο φόβος ξεπεράστηκε με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ενός συστήματος είτε προληπτικής χρηματοδότησης είτε ενισχυμένης γραμμής χρηματοδότησης, για όσες χώρες η δημοσιονομική τους θέση απαιτεί βοήθεια στις αγορές. Η λέξη «βοήθεια» σημαίνει, στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, από πλήρη κάλυψη μέχρι απλή μερική εγγύηση έναντι των δανειακών αναγκών.
Η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις χώρες και μάλιστα υπάγεται στη διαδικασία της ενισχυμένης εποπτείας. Υποχρεούται να ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες έγκρισης του προϋπολογισμού της και το Eurogroup αποφασίζει με δύο εισηγήσεις. Η μία αφορά την ορθότητα της εισήγησης του EWG, με βάση το τυπικό του πλεονάσματος, δηλαδή 3,55%, και η άλλη αφορά την εισήγηση του διοικητού του EMΣ ως προς τη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις αγορές για τις ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου. Ας μην ξεχνάμε ότι από την 31η Αυγούστου δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Άρα στο επόμενο Eurogroup θα απαντηθούν οι εξής ερωτήσεις: Η ελληνική κυβέρνηση έχει ξαναγράψει τον προϋπολογισμό έτσι ώστε να προκύπτει πλεόνασμα 3,55%; Η χώρα έχει εκπληρώσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που δεσμεύτηκε να πραγματοποιήσει μέχρι το τέλος του 2018; Και, τέλος, χρηματοδοτικά η χώρα μπορεί να εξυπηρετήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις σύμφωνα με τον ΕΜΣ; Και αν όχι, ο ΕΜΣ αναλαμβάνει να εγγυηθεί στις αγορές τις ανάγκες της;
Ας δεχτούμε ότι η κυβέρνηση μπορεί να γράψει, κόβοντας και ράβοντας, έναν προϋπολογισμό με πλεόνασμα 3,55%. Αναμένουμε. Ας δεχθούμε ότι θα εξηγήσει πως, αν όχι χθες, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου θα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε διαρθρωτικές αλλαγές. Σημειωτέον, αυτές είναι 16 και δεν έχει γίνει καμία. Το ερώτημα που δεν γνωρίζουμε έχει να κάνει με το κατά πόσο ο ΕΜΣ και το περίφημο πλέον «μαξιλάρι» μπορούν να εξασφαλίσουν τις δανειακές ανάγκες.
Τι δανειακές ανάγκες έχει η κυβέρνηση για το 2018 και το 2019 όσον αφορά την αποπληρωμή δανείων; Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, για το 2018 2,9 δισ.
Παράλληλα όμως πρέπει και να απαντήσει πώς σκέπτεται να εξοφλήσει υποχρεώσεις της προς τους προμηθευτές της, τις οποίες οι πιστωτές της χώρας τις έχουν ήδη εξοφλήσει στο ακέραιο (τουλάχιστον 3 δισ.). Για το 2019 πρέπει να εξοφλήσει 13,6 δισ. (προσοχή, δεν αφορά τόκους, αλλά λήξεις δανείων), που σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο δεν υπάρχει προοπτική μετά το θέμα που δημιουργήθηκε στην Ιταλία. Έχουμε ακόμη να εξασφαλίσουμε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπου, σύμφωνα με την ΤτΕ, θα απαιτηθούν στην καλύτερη των περιπτώσεων περίπου 5 δισ. Δεν έχουμε υπολογίσει καθόλου στα ποσά αυτά κόστος νέων υποχρεώσεων των Ταμείων, που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα απαιτήσουν μια «μικρή» χρηματοδότηση» της τάξης των 2,5 δισ., χωρίς να περιλαμβάνουμε έκδοση της απόφασης του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου. Φτάνουμε αισίως τα 27 δισ.
Για να εκφράσει την όποια πολιτική στήριξης ο ΕΜΣ, βάσει της οποίας το Eurogroup θα εγκρίνει στη συνέχεια τον προϋπολογισμό που θα έρθει στη Βουλή, και για να υπάρχει παράλληλη έγκριση από τα εθνικά Κοινοβούλια, θα πρέπει η χώρα να έχει ικανοποιητικά πληροφορήσει τον μηχανισμό για την εκτέλεση των δανειακών της σχεδίων (π.χ. έγκαιρη έξοδος στις αγορές), να έχει γίνει ανάλυση κινδύνου με βάση μηνιαίες πιστωτικές ανάγκες και ρευστά διαθέσιμα και κάθε άλλη αναγκαία πληροφορία που απαιτείται, ώστε ο μηχανισμός να μπορεί να εισηγηθεί κατάλληλα και με δική του συνυπευθυνότητα στο Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου.
Στα αγγλικά υπάρχει μία πολύ ωραία έκφραση για την παραπληροφόρηση: «Ψάχνουμε για τα κλειδιά μας όχι εκεί που τα χάσαμε, αλλά εκεί που μας φωτίζουν». Τα θέματα που μας σερβίρουν είναι αν θα σωθούν οι συντάξεις και αν θα εγκριθεί το σύνολο του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν το 2019 θα έχουμε προϋπολογισμό. Θέλουμε να νομίζουμε ότι από τη στιγμή που η «ομάδα εργασίας των τεχνοκρατών της Ευρωζώνης» μας είπε απλά «καταθέστε έναν προϋπολογισμό, χωρίς επιφυλάξεις» τα πράγματα έχουν λυθεί.
Επιμένουμε ότι η περίοδος των μνημονιακών διαδικασιών, που η χρηματοδότηση ήταν εξασφαλισμένη και η συζήτηση περιοριζόταν στην εφαρμογή ή όχι του προγράμματος, έχει τελειώσει. Θεσμικά η έγκριση ή η απόρριψη του προϋπολογισμού 2019 από το Eurogroup, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 472/2013 του Μαΐου του 2013, δεν έχει αρχίσει ακόμη. Δυστυχώς έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας και δεν γνωρίζουμε αν θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς. Οι βασικοί παίκτες δεν έχουν μιλήσει ακόμη. Δεν γνωρίζουμε τη θέση τους για την ενισχυμένη εποπτεία, ούτε πως η συγκεκριμένη έκθεση θα επηρεαστεί από τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων και από την αδυναμία, σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, να βγούμε αυτοδύναμα στις αγορές.
Είναι διατεθειμένο το Eurogroup να βοηθήσει με μια πρόσθετη χρηματοπιστωτική γραμμή στήριξης; Και αν ναι, τα εθνικά Κοινοβούλια θα το επιτρέψουν, με δεδομένη την καλή θέληση των υπουργών τους; Και πώς θα αντιδράσουν οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες σε μια άνευ εγγυήσεων χρηματοδότηση, εν όψει των ευρωεκλογών;
Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε ως «εθνικό θρίαμβο» ή «πολιτική στήριξη» της κυβέρνησης την προτροπή του EWG προς τον κ. Χουλιαράκη, να καταθέσει έναν προϋπολογισμό της αρεσκείας του. Έχουμε δρόμο ακόμη.