Ν. Στραβελάκης: Το τέλος της Μεταπολίτευσης και ο λαϊκός παράγοντας

Ν. Στραβελάκης: Το τέλος της Μεταπολίτευσης και ο λαϊκός παράγοντας


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Από το Πολυτεχνείο στο Eurogroup

Το Πολυτεχνείο είναι ίσως η μοναδική εξέγερση που έγινε έξω, πέρα και ενάντια στο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Έγινε σε ένα χρονικό διάστημα που οι περισσότεροι νόμιζαν ότι η χούντα θα κράταγε χίλια χρόνια, σε μια Ελλάδα που αναστέναζε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα και λικνιζόταν στους ελαφρολαϊκούς ρυθμούς του Τόλη Βοσκόπουλου. Ξαφνικά, εκεί που όλοι μιλούσαν για την αδιάφορη νεολαία, που κοίταγε το ατομικό και το εφήμερο, είδαν να έρχονται τα πάνω κάτω με μια λαϊκή εξέγερση που σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή. Την εποχή που ονομάσαμε Μεταπολίτευση.

Παρόλο που σήμερα ζούμε σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και όχι στρατιωτικής δικτατορίας, οι αναλογίες του τότε με το τώρα είναι πολλές. Όπως και τότε, έτσι και τώρα βρισκόμαστε στη δίνη μιας μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης. Τότε ήταν η κρίση του ‘70, ο μεγάλος στασιμοπληθωρισμός, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, τώρα η πρώτη κρίση του νέου αιώνα, που πυροδοτήθηκε από τις ΗΠΑ και από τότε σοβεί σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αναδυόμενες αγορές.

Στην Ελλάδα η κρίση του ’70 σηματοδότησε την αποβιομηχάνιση της χώρας, που ξεκίνησε με την κρατικοποίηση τραπεζών και εταιρειών από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή και κατέληξε είτε στο κλείσιμο σημαντικών επιχειρήσεων (κλωστοϋφαντουργία, ναυπηγεία κ.λπ.) τη δεκαετία του ’80 είτε στην ιδιωτικοποίηση όσων επέζησαν τη δεκαετία του ’90. Ή αποβιομηχάνιση του ελληνικού καπιταλισμού ήταν απόρροια της χαμηλής α­νταγωνιστικής του θέσης, που χειροτέρεψε από τη συμμετοχή της χώρας στο πείραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η οικονομία υπηρεσιών και τραπεζών που προέκυψε είναι υπεύθυνη για την ένταση της σημερινής κρίσης που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία για κοντά δέκα χρόνια και οι συνέπειές της θα εξακολουθήσουν για πολλές δεκαετίες αν μείνουμε παθητικοί αποδέκτες των «συμφωνηθέντων» της 23ης Ιουλίου 2018 και της συνακόλουθης (μετα)μνημονιακής εποπτείας.

Παρόλο που η τρέχουσα κρίση έβαλε οριστικό τέλος στη Μεταπολίτευση, τις αδυναμίες, τους συμβιβασμούς και τις αυταπάτες της, η κυρίαρχη ιδεολογία επιχειρεί να φορτώσει την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα με την αρνητικότερη ίσως κληρονομιά της. Αυτή δεν είναι άλλη από τον πολιτικό και προσωπικό αμοραλισμό και κυνισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μια συνένωση αριστερών πολιτικών ρευμάτων της εποχής της Μεταπολίτευσης, που πλασαρίστηκε ως λύση στη νεοφιλελεύθερη στροφή της Σοσιαλδημοκρατίας και τις αδυναμίες της κομμουνιστικής Αριστεράς, έγινε με χαρακτηριστική ευκολία η επιτομή του αμοραλισμού και του κυνισμού. Από τη ριζοσπαστική αριστερά έφτασε να ερωτοτροπεί και να επιδιώκει την ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία ενώ το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα καλεί τον κ. Τσίπρα, διά στόματος του ευρωυποψηφίου του κ. Βέμπερ, να νουθετήσει πιθανούς αμφισβητίες της ΕΕ στο μέλλον. Το τραγικότερο είναι ότι ο κ. Βέμπερ αναφέρεται στα πολιτικά του ξαδέλφια της ιταλικής Ακροδεξιάς, που για την εξυπηρέτηση του ιταλικού κεφαλαίου αμφισβητούν την επικυριαρχία του Eurogroup στην έγκριση του ιταλικού προϋπολογισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στο να καταστήσει την κοινωνία συνένοχη στον αμοραλισμό του. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι προκαλεί λέγοντας ότι μπορεί να περάσει και τα σκληρότερα μέτρα χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις, προσπαθώντας να παρουσιάσει έτσι την παραμονή του στην εξουσία ως στοιχείο πολιτικής σταθεροποίησης του συστήματος. Παράλληλα, στην προσπάθεια οπαδοποίησης των παρατρεχάμενων και του πολιτικού του ακροατηρίου γενικότερα, επιχειρεί να εμφανίσει την ίδια την πρόσδεσή του στην καρέκλα ως λαϊκή κατάκτηση, κλείνοντας παράλληλα το μάτι στους παρατρεχάμενους, υπονοώντας ότι κάτι θα μείνει και γι’ αυτούς.

Στο τελευταίο εντάσσεται και ο χυδαίος χειρισμός των συ­νταξιούχων σε σχέση με την εφαρμογή ή όχι των περικοπών της προσωπικής διαφοράς ανάμεσα σε παλαιούς και νέους συνταξιούχους και τον προϋπολογισμό του 2019 γενικότερα. Ο κ. Τσίπρας, αφού παρέδωσε, όπως και οι προκάτοχοί του, και με τη βούλα τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε μη εκλεγμένα όργανα, όπως το Eurogroup, η ΕΚΤ, ο ESM κλπ., πουλάει ελπίδα για αναβολή ή αναστολή του μέτρου. Σε αυτό το πλαίσιο, όλη η κοινωνία είναι έρμαιο των κυβερνητικών διαρροών.

Εκεί εντάσσονται οι φήμες για θετική ανταπόκριση του γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Σολτς, στελέχους του SPD, για το θέμα στη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα, στο πλαίσιο του συνεδρίου των Σοσιαλδημοκρατών πριν από λίγες μέρες. Στο ίδιο πλαίσιο βρίσκονται και οι διαρροές για τη «μη προβολή ενστάσεων» από το Euroworking Group (EWG) στις εισηγήσεις της ελληνικής πλευράς. Φυσικά ούτε ο κ. Σολτς ούτε ο πρόεδρος του EWG προέβησαν σε σχετικές δηλώσεις. Εκεί που η προπαγάνδα συναντά το ψέμα είναι στην αναφορά στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν. Η κυβέρνηση διαρρέει σε όλους τους τόνους ότι η έκθεση αποδεικνύει ότι η Κομισιόν συναινεί με τη μη περικοπή των συντάξεων.

Στην πραγματικότητα, το μόνο που αναφέρει η έκθεση (σελ. 100) είναι ότι η kομισιόν θα υποβάλει ένα εναλλακτικό πακέτο δημοσιονομικών μέτρων α­ντί των ήδη συμφωνημένων στο Eurogroup, που θα πάρει και τις αποφάσεις. Πουθενά δεν αναφέρει αν σε αυτά περιλαμβάνεται η πλήρης ή μερική περικοπή των συντάξεων ή των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης.

Είναι σαφές ότι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών αφήνουν επίτηδες να κυκλοφορεί ανενόχλητα η περιρρέουσα φημολογία για τις συντάξεις. Σκοπός τους είναι να ελέγξουν το Eurogroup της επόμενης Δευτέρας (19 Νοεμβρίου) για την Ιταλία, σπάζοντας μια πιθανή σύμπραξη του Νότου. Τις αποφάσεις για την Ελλάδα θα τις πάρουν με την ησυχία τους στις 3 Δεκεμβρίου.

Η κυβέρνηση από την άλλη προσπαθεί να συντηρήσει τις ελπίδες της μη περικοπής, περιορίζοντας έτσι τη δυναμική των απεργιακών κινητοποιήσεων τόσο των πρωτοβάθμιων εργατικών σωματείων και του ΠΑΜΕ όσο και της ΑΔΕΔΥ, ενώ ελπίζει ότι θα πάρει κάτι, ίσως ακόμη και την αναβολή της εφαρμογής του μέτρου ώστε να σώσει τα προσχήματα. Το σίγουρο είναι ότι το Eurogroup θα αποφασίσει για την τύχη των συντάξεων, όπως γινόταν και με τα Μνημόνια. Το ερώτημα είναι: Μέχρι πότε η κοινωνία θα συνεχίσει να περιφέρει τις προσδοκίες της από Eurogroup σε Eurogroup και θα μας εκπλήξει, όπως μια χούφτα νεολαίοι, πριν από 45 χρόνια, στην πύλη του Πολυτεχνείου;


Σχολιάστε εδώ