Χρ. Μπότζιος: Ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
-Πρόοδος ή στασιμότητα; – Οι ευρωπαϊκές εμπειρίες
Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να διαβάσει κανείς με προσοχή τις επίσημες ανακοινώσεις, τη σχετική αρθρογραφία ή να καταφύγει στις γνώσεις ειδικών για τα εκκλησιαστικά και να μπορέσει κάπως να αντιληφθεί γιατί προκλήθηκαν τόσες αντιδράσεις και συζητήσεις για την κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου για τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας.
Κάπως σχηματικά, οι κριτικές από εκκλησιαστικούς και λαϊκούς εστιάζονται στα εξής: Α) Σε φόβους ότι με τη συμφωνία οι κληρικοί θα απολέσουν τη σημερινή δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα, δηλαδή την ασφάλεια που αυτή συνεπάγεται για την υλική, μεταξύ άλλων, επιβίωσή τους. Β) Σε αντίστοιχους φόβους ότι η καταβολή της μισθοδοσίας τους μπορεί να καταστεί επισφαλής αν η Πολιτεία, για οποιονδήποτε λόγο, αθετήσει ή δεν μπορέσει να καταβάλει το συμφωνηθέν με την Εκκλησία ποσό, με αποτέλεσμα πιθανές καθυστερήσεις, περικοπές και συναφή προβλήματα.
Επιπλέον θεωρούν ότι οι αβεβαιότητες αυτές μπορεί να αποθαρρύνουν όσους σκοπεύουν να ενδυθούν το ιερατικό σχήμα. Από καθαρώς θρησκευτικής σκοπιάς οι εναντιούμενοι στη συμφωνία επικαλούνται τον κίνδυνο απώλειας της ορθόδοξης πίστης (!), όπως και φόβους να καταστούν οι κληρικοί θύματα αυθαιρεσιών των ιερατικών προϊσταμένων τους από τη στιγμή που θα έχει απολεσθεί η δημοσιοϋπαλληλική ομπρέλα που τους προστατεύει. Δεν έλειψαν, επίσης, επικρίσεις που αποδίδουν στον Αρχιεπίσκοπο πολιτικά κίνητρα, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος αποβλέπει να παράσχει στήριξη και να ενισχύσει τον κ. Τσίπρα σε μια δύσκολη περίοδο της πρωθυπουργίας του, εν όψει μάλιστα της επερχόμενης προεκλογικής περιόδου. Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος δέχεται επικρίσεις, βάσει των οποίων ενήργησε εν κρυπτώ, αγνοώντας όχι μόνο την Ιερά Σύνοδο αλλά και στενούς ιερατικούς συνεργάτες του.
Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη των κριτικών και αντιδράσεων κατά της συμφωνίας, που τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το status των κληρικών έναντι των ιερατικώς προϊσταμένων τους είναι θέμα καθαρώς ενδοεκκλησιαστικό, αξίζει μια πρόχειρη εξέταση ανάλογων εμπειριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σημείο αναφοράς η Γαλλία. Ο Διαφωτισμός υπήρξε άκρως επικριτικός κατά του κλήρου και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γαλλική διανόηση και τις μετέπειτα σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας.
Η σημερινή Γαλλία, θρησκευτικώς, σε ποσοστό 75% περίπου είναι καθολική, με ικανό αριθμό διαμαρτυρομένων, ισλαμιστών, Εβραίων και οπαδών άλλων δογμάτων. Από πολλών ετών έχει επέλθει ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, χωρίς αυτό, κατά γενική ομολογία, να έχει ουσιαστικά θίξει το θρησκευτικό φρόνημα και τη χριστιανική πίστη των Γάλλων. Η Γαλλία μαζί με το Βέλγιο και την Ολλανδία εναντιώθηκαν στην πρόταση και επέτυχαν να μη γίνει αναφορά, στο προοίμιο της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ, στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης, γεγονός αναμφισβήτητο, που βεβαιώνεται από την Ιστορία, τη λογοτεχνία, τη σκέψη, την τέχνη, τα καθημερινά βιώματα του λαού, με το επιχείρημα ότι μια τέτοια αναφορά θα αγνοούσε τη σημερινή ευρωπαϊκή, πολυθρησκευτική πραγματικότητα, όπως και ότι η Συνταγματική Συνθήκη συνιστούσε μια καθαρώς πολιτική συμφωνία μεταξύ των χωρών-μελών.
Την περίοδο των συζητήσεων για τη Συνταγματική Συνθήκη, αρμόδιος για τις σχέσεις της Αγίας Έδρας με τα άλλα κράτη, που ισοδυναμεί με υπουργό των Εξωτερικών, ήταν ένας εξέχων καρδινάλιος, ο Ζαν-Λουί Μοράν, γάλλος στην καταγωγή. Σε προφανή αμηχανία από τη στάση της ιδιαίτερης πατρίδας του Γαλλίας, μαζί με τον τότε γάλλο πρέσβη παρά τη Αγία Έδρα, προκάλεσε την οργάνωση μίας ημερίδας στη Ρώμη με θέμα τη Συνταγματική Συνθήκη και ιδιαίτερα τη μη αναφορά στο προοίμιο στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης. Είχαν προσκληθεί στην ημερίδα και διακεκριμένοι γάλλοι ακαδημαϊκοί. Επιστέγασμα των συζητήσεων ήταν ότι, ανεξάρτητα της στάσης της Γαλλικής Πολιτείας, για τη Γαλλία ως χώρα και τον γαλλικό λαό ισχύει πάντα η ρήση του Ντε Γκολ: «L Etat c est Republique mais la France est Catholique». Που σημαίνει ότι στη συνείδηση και στην κουλτούρα του γαλλικού λαού είναι βαθιά καταχωρημένη η καθολική πίστη και ο γαλλικός λαός κυριαρχείται από έντονο χριστιανικό συναίσθημα.
Το αυτό μπορεί να υποστηριχθεί ότι ισχύει και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ανεξαρτήτως του δόγματος στο οποίο ανήκουν, ορθόδοξο, καθολικό ή προτεσταντικό.
Η Καθολική Εκκλησία, με αρχηγό τον Πάπα, ασκούσε επί αιώνες και κοσμική εξουσία, την οποία απώλεσε οριστικά με την ενοποίηση της Ιταλίας το 1860. Ληξιαρχική πράξη συστάσεως του Βατικανού συνιστούν οι Συνθήκες του Λατερανού (1929), που υπογράφηκαν μεταξύ του τότε δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και του γραμματέα Επικρατείας του Βατικανού, καρδιναλίου Γκασπάρι.
Στην ουσία οι συμφωνίες ορίζουν τις σχέσεις του Βατικανού-Αγίας Έδρας με το ιταλικό κράτος. Η Καθολική Εκκλησία έκτοτε αποφεύγει, κατά κανόνα, ανάμειξη στα καθαρώς κοσμικά θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Ιταλικής Πολιτείας. Ακόμα και στο θέμα της θέσπισης του διαζυγίου, που στην Ιταλία το νομικό αυτό δικαίωμα καθυστέρησε χρονικά, οι αντιδράσεις της Εκκλησίας ήσαν μετρημένες.
Το Βατικανό υπήρξε άκρως επιφυλακτικό να στηρίξει αίτημα του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου, που μετέφερε σε ανώτατους αξιωματούχους της Καθολικής Εκκλησίας ο υπογράφων με την τότε ιδιότητα του πρέσβη της Ελλάδος στο Βατικανό, για στήριξη στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στα ΔΤ, επειδή θεώρησαν ότι αυτό ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολιτείας.
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, σε αντίθεση με την Καθολική, κατά βάση είναι και εθνικές. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει λειτουργήσει -πιστεύω περισσότερο από κάθε άλλη- και εθνικά, υπό την έννοια ότι στα χρόνια της μακράς δουλείας συνέβαλε αποφασιστικά στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της χωριστής εθνικής συνείδησης. Αυτή η συνεισφορά και η ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας, που τυγχάνει γενικής αναγνώρισης και έχει καταχωρηθεί στη συνείδηση των Ελλήνων, αποτελεί και απόλυτη εγγύηση ότι μία συμφωνία διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας δεν θα επιδράσει αρνητικά και ούτε θα οδηγήσει, όπως άλλωστε έχει συμβεί και σε άλλες χριστιανικές χώρες, στην απώλεια της ορθόδοξης πίστης.
Αντιθέτως μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά και να παράσχει στην Εκκλησία τη δυνατότητα, απαλλαγμένη πλέον από την εξάρτηση από το κράτος, να κάνει εναργέστερη την παρουσία της στην ελληνική κοινωνία. Να επιτύχει το αντίστοιχο της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην πνευματική καθοδήγηση των πιστών, αλλά μετέχει καθημερινά στον κοινωνικό τους βίο. Βέβαια, για να καταστεί αυτό δυνατό απαιτείται και η διάθεση υλικών μέσων καθώς και άλλες προϋποθέσεις, που μπορεί να αποτελέσουν πρόνοια της σχεδιαζόμενης συμφωνίας, αν τελικά επιτευχθεί. Το εγχείρημα δεν αναμένεται να είναι εύκολο. Ορισμένοι εκ των ιεραρχών έχουν ταυτίσει την Εκκλησία με το έθνος, ίσως και από ιδιοτέλεια, ενώ ανάλογη συμπεριφορά επιδεικνύουν και ορισμένα πολιτικά κόμματα. Ο Χριστός όμως δεν δίδαξε να αποδίδονται «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»;