Γ. Καρούζος: Είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι κληρικοί;

Γ. Καρούζος: Είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι κληρικοί;

Του
ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΟΥΖΟΥ
Δικηγόρου-Εργατολόγου


Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η ιδιότητα του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του.

Με άλλα λόγια, οι κληρικοί είναι προεχόντως πνευματικοί και θρησκευτικοί λειτουργοί, που υπόκεινται στους κανόνες της Εκκλησίας τους και δεν θεωρούνται κατά νόμον δημόσιοι υπάλληλοι ή εν γένει υπάλληλοι ΝΠΔΔ, ενώ η Εκκλησία και τα νομικά της πρόσωπα είναι δημοσίου δικαίου, δίχως όμως να υπάγονται στον στενότερο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Συνέπεια δε της θρησκευτικής φύσεως των καθηκόντων των εφημερίων (πρεσβυτέρων, ιερέων) αποτελεί ότι το υπηρεσιακό τους καθεστώς δεν διέπεται από τον Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, ο οποίος ρητά εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του τους κληρικούς (άρθρο 1, παρ. 2, εδ. β’ ΑΠΟΦ. 5/1978), αλλά από τις κανονιστικές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου.

Αναφορικά με την εν γένει μισθολογική κατάσταση των κληρικών, δέον όπως επισημανθεί ότι ο ΑΝ 469/1968, εξομοίωσε μισθολογικά και μόνον τον κληρικό με τον δημόσιο υπάλληλο. Ο ν. 4111/2013 (άρθρο 13, παρ. 5α) ορίζει ότι «οι πάσης φύσεως αποδοχές του εφημεριακού κλήρου και του λοιπού προσωπικού των Ιερών Μητροπόλεων, που καταβάλλονται από τον εκτός προϋπολογισμού λογαριασμό με τίτλο ‘‘Κεφάλαιο προς πληρωμή μισθού εφημεριακού κλήρου’’, βαρύνουν τον προϋπολογισμό του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, στον οποίο γράφονται ειδικές προς τούτο πιστώσεις. Ως πάσης φύσεως αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός ή ημερομίσθιο και οτιδήποτε συνεντέλλεται με αυτόν και καταβάλλεται με μισθοδοτική κατάσταση».

Ωστόσο, αυτή η μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο δεν τους προσδίδει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Η παρανόηση ότι οι κληρικοί κατέχουν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα οφείλεται ενδεχομένως στην αναλογική εφαρμογή των γενικότερων διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, ελλείψει ειδικότερης διάταξης του Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, με συνέπεια οι διατάξεις της δημοσιοϋπαλληλικής νομοθεσίας να εφαρμόζονται σε αυτούς μόνο εάν ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει κάτι τέτοιο. Αναγκαία, λοιπόν, καθίσταται η διάκριση μεταξύ εκκλησιαστικών λειτουργών, για τους οποίους προβλέπεται αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, όσον αφορά την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, και εφημερίων (πρεσβυτέρων, ιερέων), για τους οποίους τα θέματα της εν γένει υπηρεσιακής κατάστασής τους ρυθμίζονται από την ΙΣΙ.

Περαιτέρω, στην υπ’ αριθμ. 131/2014 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι μόνιμοι, επί θητεία και μετακλητοί υπάλληλοι των ιερών μητροπόλεων υπάγονται στις διατάξεις του κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» και διατηρήθηκε σε ισχύ ως ειδικό δίκαιο, που διέπει την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών προσώπων δημοσίου δικαίου και μετά τη θέση σε ισχύ του νυν ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα.

Έπειτα, το άρθρο 42 του ν. 590/1977 ορίζει ότι «τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των Ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος (σ.σ.: Σημειωτέον ότι το άρθρο 38 αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των εφημερίων και διακόνων, άρα ρητά αυτοί εξαιρούνται από την αναλογική εφαρμογή του ΥΚ), ρυθμίζονται κατ’ αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων ΝΠΔΔ δι’ αποφάσεων της ΔΙΣ, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως».

Σε κάθε περίπτωση όμως, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2480/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι κληρικοί, ακόμη και όταν κατέχουν οργανικές θέσεις, όπως, π.χ., θέσεις εφημερίων σε ιερούς ναούς, δεν είναι διοικητικοί (δημόσιοι) υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος και, επομένως, δεν απολαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας που καθιερώνονται για τους διοικητικούς υπαλλήλους με τις διατάξεις αυτές.

Το ίδιο ισχύει και για τους κληρικούς οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή της ιδιότητας του κληρικού, όπως ιδίως οι θέσεις ιεροκηρύκων (αγάμων κληρικών) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των ιερών μητροπόλεων, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 590/1977, του άρθρου 25 του ν. 817/1978 και του άρθρου 150 του Κανονισμού 5/1978 της ΙΣ. Και τούτο διότι η ιδιότητα του κληρικού είναι ασυμβίβαστη με την κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και τις κατά το άρθρο αυτό σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις.


Σχολιάστε εδώ