Χρ. Μπότζιος: Κίνδυνοι και ευκαιρίες των μεταβατικών περιόδων και η Συμφωνία των Πρεσπών
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Η Ιστορία και η καθημερινή πείρα διδάσκουν ότι οι μεταβατικές περίοδοι στην ιστορία των λαών είναι απρόβλεπτες και γι’ αυτό επικίνδυνες για το τι μπορεί να επακολουθήσει. Πρωτοβουλίες και αποφάσεις φυσικών προσώπων ή κρατών και κυβερνήσεων πρέπει να λαμβάνονται με σύνεση και ύστερα από ενδελεχή εξέταση του συνθηκών που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Πότε μια ιστορική περίοδος είναι μεταβατική; Αυτό που, κυρίως, τη χαρακτηρίζει είναι η αλλαγή των συνθηκών σε σύγκριση με το παρελθόν, απώτερο ή πρόσφατο, και η εισαγωγή νέων κανόνων συμπεριφοράς, που μπορεί να επηρεάσουν αποφασιστικά την καθημερινότητα των πολιτών ή τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Ακόμη, όταν οι καταστάσεις και συνθήκες που κυριαρχούν σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο κρίνονται ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των αναγκών των πολιτών ή των κρατών και απαιτούν ριζικές αλλαγές και προσαρμογές στις νέες πραγματικότητες.
Η εποχή που διανύουμε μπορεί να θεωρηθεί μεταβατική από το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων διακυβέρνησης επικράτησε η παγκοσμιοποίηση και η οικονομία της αγοράς, η οποία, αποδεδειγμένα, δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να διαχειρισθεί τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, αφού αντί να αμβλύνει τις ανισότητες, τις επαυξάνει. Το παγκόσμιο σύστημα ισορροπιών έχει διασαλευθεί και η μονοκρατορία των ΗΠΑ, που διαδέχθηκε τον διπολισμό, αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειρισθεί τη νέα διεθνή πραγματικότητα. Οι μεταβατικές περίοδοι της Ιστορίας μπορεί να λειτουργήσουν και θετικά, όταν έγκαιρα και γνωστικά γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές και προσαρμογές στις νέες πραγματικότητες και ληφθούν γενναίες και τολμηρές αποφάσεις, μονομερείς ή συλλογικές.
Η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτήν την κατηγορία. Εκτός, βέβαια, του ενεργητικού και προσωπικού ρόλου των πρωταγωνιστών, δηλαδή των πρωθυπουργών και των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, η υπογραφή της Συμφωνίας είναι και προϊόν των νέων συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί στον χώρο της Βαλκανικής με την προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, όπως και της ΠΓΔΜ, στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην ΕΕ. Η ένταξή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και σε ευρύτερους σχεδιασμούς για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής, μια προοπτική που ουδόλως βλάπτει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Αντίθετα τα εξυπηρετεί και συμπίπτει με τις επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς δέχθηκε και εξακολουθεί να δέχεται κριτικές και επικρίσεις από όσους αρνούνται τη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς όμως οι ίδιοι -πέραν της κάθετης άρνησής τους- να προβάλλουν μια άλλη λύση ή να εξηγήσουν πώς θα την επιβάλουν στην άλλη πλευρά. Κυρίως δεν απαντάται το ερώτημα για τις συνέπειες από μια διαιώνιση της εκκρεμότητας γύρω από την ονομασία και ό,τι συνδέεται με αυτήν.
Από τη στήλη αυτή έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί την ιδανικότερη λύση και ότι η αξία της θα κριθεί από τη συμπεριφορά των γειτόνων μας στον χρόνο. Εφόσον, βέβαια, όλα όσα προβλέπονται στη Συμφωνία εξελιχθούν καλώς. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, αυτό ας μην προέλθει από την ελληνική πλευρά. Την ευθύνη ας την αναλάβουν άλλοι.
Το θεωρώ σχεδόν δεδομένο ότι οι γείτονές μας θα επιδιώξουν να παγιωθεί η ονομασία «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» κ.λπ. Και από ελληνικής πλευράς οφείλουμε να αντιδρούμε και να αναφερόμαστε στις διευκρινίσεις που παρέχονται στο άρθρο 7. Το βέβαιο είναι ότι επισήμως η ονομασία δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο ως «Βόρεια Μακεδονία» και καλό θα ήταν να επιδιωχθεί, με κάθε δυνατό μέσο, με τον ίδιο γεωγραφικό προσδιορισμό να κατονομάζονται και οι πολίτες της, όπως, π.χ., ισχύει για τους Νεοζηλανδούς, τους Νοτιοαφρικανούς, τους Βορειοκορεάτες κ.ά.
Οι μεταβατικές ιστορικές περίοδοι, εκτός των ευκαιριών, περικλείουν και πολλούς κινδύνους. Μεταβατική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και η περίοδος που προηγήθηκε της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής που επακολούθησε. Γιατί σηματοδοτούσε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απαρχή διεκδίκησης από την Ελλάδα αρχέγονων και προγονικών πατρίδων, κοιτίδων του ελληνικού πολιτισμού. Το ίδιο, περίπου, ισχύει και για τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για την απαλλαγή από τη βρετανική αποικιοκρατία, η οποία έπνεε τα λοίσθια.
Και στις δύο περιπτώσεις διεπράχθησαν από ελληνικής πλευράς σοβαρά λάθη εξωτερικής πολιτικής. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν ελήφθησαν υπόψη οι αλλαγές που είχαν επέλθει στις τάξεις των συμμάχων, ενώ στον κυπριακό αγώνα υποτιμήθηκε η αγγλική διπλωματία, η οποία, κατά παράδοση, κατέφυγε στην προσφιλή της τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Αφύπνισε τους Τουρκοκυπρίους και τους ανέδειξε σε ισότιμους διεκδικητές της Κυπριακής Δημοκρατίας διά των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Η Ελλάδα δεν έχει, ατυχώς, απαλλαγεί από τα προβλήματα, που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν, με τις γειτονικές και τις όμορες χώρες. Τελευταίως προστέθηκαν και οι επιπλοκές στις σχέσεις με την Αλβανία, μετά την εν ψυχρώ δολοφονία ομογενούς αλλά και έλληνα υπηκόου στο χωριό Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου. Η Αλβανία αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση για την ελληνική διπλωματία. Μία σχέση «αγάπης – μίσους», που ξεκινάει από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και συνεχίζει με την ίδρυση του νέου αλβανικού κράτους το 1913. Τα Τίρανα οφείλουν να επιλέξουν μεταξύ της ευρωπαϊκής προοπτικής και συμπεριφοράς της χώρας τους και του οθωμανικού τους παρελθόντος.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνοαλβανικές διαπραγματεύσεις για μια συνολική επίλυση των ελληνοαλβανικών εκκρεμοτήτων, που είχαν δρομολογηθεί επί υπουργίας Νίκου Κοτζιά, πρέπει να συνεχιστούν. Εξάλλου, για την αξιοπιστία της χώρας μας αλλά και την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων και δικαιωμάτων που απορρέουν από το διεθνές θετικό και εθιμικό δίκαιο, πρέπει να αποφασισθεί και να νομοθετηθεί η επέκταση των χωρικών μας υδάτων, αρχής γενομένης από τη Νότια Αδριατική και το Ιόνιο.