Δεν φυσάει αέρας νίκης στη ΝΔ
-Έχει κολλήσει στο 31%, που απέχει πολύ από την αυτοδυναμία
-Δεν εισπράττει τίποτα από τη φθορά της κυβέρνησης
Προβληματισμό προκαλεί στα ηγετικά κλιμάκια της Νέας Δημοκρατίας η στασιμότητα που καταγράφουν οι έρευνες στην εκλογική επιρροή της παράταξης, καθώς επίσης και η αδυναμία της να διαμορφώσει αέρα νίκης.
Προβληματισμός που θα ενταθεί το επόμενο διάστημα, καθώς η κυβέρνηση θα περάσει στην αντεπίθεση (ξεκίνησε ήδη) με την εξαγγελία φιλολαϊκών μέτρων, παροχές και εξαγγελίες που θα βρουν ευήκοα ώτα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία. Ακόμη και αν αυτή γνωρίζει πολύ καλά ότι ελάχιστα από όσα θα εξαγγελθούν θα υλοποιηθούν τελικά.
Από τις αρχές του 2018 το ποσοστό στην πρόθεση ψήφου παραμένει… ακινητοποιημένο πέριξ του 31%, σταθερά μακριά από το όριο της αυτοδυναμίας, η οποία αποτελεί τον μύχιο πόθο του Κυρ. Μητσοτάκη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στο διάστημα αυτό είχαμε μια ακολουθία γεγονότων, ενίοτε δραματικών, από τα οποία κατά κανόνα ευνοούνται τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η Νέα Δημοκρατία δεν κατάφερε να αποκομίσει οφέλη ούτε από τη σημαντική φθορά της κυβέρνησης, κάτι ασυνήθιστο, δεδομένου ότι αυτή διανύει το τέταρτο έτος της θητείας της. Η εισροή ψηφοφόρων από άλλα κόμματα είναι περιορισμένη, ενώ και οι δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση και τον Αλ. Τσίπρα ενισχύουν τις τάξεις των αναποφάσιστων. Δείχνουν να κλείνουν τα αυτιά τους, προς το παρόν τουλάχιστον, στις «σειρήνες» της Πειραιώς.
Στοιχείο δεύτερο… και ανησυχητικό το γεγονός ότι ενώ μπαίνουμε σε εκλογικό έτος ο Κυρ. Μητσοτάκης δυσκολεύεται (αδυνατεί) να διαμορφώσει ηγετικό προφίλ και να δώσει την εικόνα ενός εν αναμονή πρωθυπουργού. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και έχει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι του Αλ. Τσίπρα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, σχεδόν το 65% των πολιτών δεν τον κρίνει κατάλληλο για το συγκεκριμένο αξίωμα.
Δεν τον εμπιστεύεται, δεν τον θεωρεί ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες της θέσης, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία. Συμπερασματικά, ο κ. Μητσοτάκης δεν πείθει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας και αυτό αναπόφευκτα έχει επίδραση στην εκλογική απήχηση της Νέας Δημοκρατίας (πρόθεση ψήφου). Και όλα αυτά ενώ η μεγάλη πλειοψηφία (60%) προεξοφλεί τη νίκη της παράταξης στις εθνικές εκλογές.
Πολιτικοί αναλυτές αποδίδουν τη στασιμότητα της Νέας Δημοκρατίας και την αδυναμία της να επωφεληθεί από τη φθορά της κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ) σε μια σειρά από παράγοντες:
Πρώτον, τρία χρόνια μετά την ανάδειξη του Κυρ. Μητσοτάκη στην αρχηγία, και ενώ μπαίνουμε σε εκλογική χρονιά, η Νέα Δημοκρατία δεν έχει παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Το λεγόμενο κυβερνητικό πρόγραμμα με βάση το οποίο θα αποφασίσουν ως έναν βαθμό οι πολίτες αν θα επιλέξουν ή όχι την παράταξη στις εκλογές. Αποσπασματικά μέχρι τώρα έχουν παρουσιαστεί θέσεις και προτάσεις. Ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι προτάσεις δεν διαφέρουν και πολύ από την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση. «Από τη στιγμή που δεν λέμε κάτι διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί να μας προτιμήσει ο κόσμος;», είναι η εύλογη απορία αρκετών βουλευτών. Περισσότερο αισθητή είναι η μη διαφοροποίηση από την κυβέρνηση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπου ναι μεν η ΝΔ καταγγέλλει, αλλά δεν προτείνει κάτι διαφορετικό.
Δεύτερον, ενώ ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε ως μεταρρυθμιστής και αποφασισμένος να υιοθετήσει ρηξικέλευθες ιδέες και απόψεις, στην πορεία συμβιβάσθηκε και υπαναχώρησε για εκλογικούς ή εσωκομματικούς λόγους. Με αποτέλεσμα όσοι πίστεψαν ότι ήρθε για να «σπάσει αυγά» να απογοητευθούν και να αποστασιοποιηθούν.
Τρίτον, στην ως τώρα διαδρομή του στην αρχηγία δίνει την εντύπωση (έτσι είναι για την ακρίβεια) ότι προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μεταρρυθμιστών και λαϊκιστών, κεντρώων και δεξιών, ανάμεσα στον… Κ. Καραμανλή και τον Αντ. Σαμαρά. Κάτι που ναι μεν συντηρεί τη νηνεμία στο εσωκομματικό μέτωπο, πλην όμως προκαλεί σύγχυση όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό του και την πολιτική που θα εφαρμόσει αν και εφόσον αναλάβει τα ηνία της χώρας.
Τέταρτον, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας δυσκολεύεται (αν δεν αδυνατεί) να δώσει τον τόνο στην πολιτική επικαιρότητα, δίνει την εντύπωση ότι τρέχει συνεχώς πίσω από την κυβέρνηση. Αντί να αναπτύξει συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, έχει περιοριστεί να απαντάει στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.