Στον καιρό της κλήρωσης για τη φάση των ομίλων του Champions League ο Μαρίνος Ουζουνίδης έβαζε τον στόχο, τον οριοθετούσε για την ομάδα του με αυτό το “να είμαστε ανταγωνιστικοί”. Δεν θα ήταν ρεαλιστικό για μια ομάδα που επέστρεφε μετά από 12 χρόνια στην κορυφαία διοργάνωση και δεν αναβάθμισε το περασμένο καλοκαίρι το ρόστερ της με ποδοσφαιριστές που έχουν παραστάσεις Champions League να σηκώσει ψηλότερα το βλέμμα της και να βάλει ψηλότερα τον πήχη απέναντι σε Μπάγερν, Αγιαξ, Μπενφίκα. Δεν θα είχε τύχη ο προπονητής να μανατζάρει αποτελεσματικά το ανθρώπινο δυναμικό του αν έβαζε έναν στόχο που δεν θα έπειθε τα αποδυτήρια ότι είναι ρεαλιστικός. Είναι ένα από τα βασικά λάθη που γίνονται από τους leaders στο man management. Ο Ουζουνίδης δεν το έκανε.
Στα μάτια ενός προπονητή που σήμερα συμπληρώνει τρίμηνο από το πρώτο επίσημο παιχνίδι του στον πάγκο της, αυτό που του έχει δείξει η ομάδα του κατά την πορεία της στα πρώτα τέσσερα ματς της φάσης των ομίλων του Champions League μοιάζει με πρόοδο. Στο Μόναχο, στην Allianz Arena, στο κατά τεκμήριο δυσκολότερο παιχνίδι που είχε/έχει να δώσει σε αυτή τη φάση, η ΑΕΚ συμπεριφέρθηκε καλύτερα, συγκριτικά με τη συμπεριφορά της στα προηγούμενα τρία βήματά της στην διοργάνωση. Μπήκε στο ματς με τον λιγότερο εκνευρισμό που είχε ποτέ σε εκκίνηση παιχνιδιού της διοργάνωσης, και γι’ αυτό κατάφερε στο πρώτο ημίχρονο να έχει τη μεγαλύτερη ακρίβεια που είχε ποτέ στις μεταβιβάσεις σε αυτό το διάστημα του παιχνιδιού, με συνέπεια να κρατήσει και τη μπάλα περισσότερο συγκριτικά με την κατοχή που είχε κάνει στο αντίστοιχο διάστημα του πρώτου εκτός έδρας αγώνα της, στο Αμστερνταμ, αλλά και στο α’ ημίχρονο του ματς με την Μπάγερν στο ΟΑΚΑ. Κι αν κανείς αναλογιστεί ότι όλα αυτά συνέβαιναν στο Μόναχο απέναντι στην Μπάγερν και σε μια ΑΕΚ που είχε αλλάξει σχηματισμό και έπαιζε για πρώτη φορά με αυτόν τον προπονητή με τρεις κεντρικούς αμυντικούς συνειδητοποιεί ότι στην εξέλιξη των περίπου πενήντα ημερών από το πρώτο της ματς στη διοργάνωση η ΑΕΚ άρχισε να ωριμάζει και να εξοικειώνεται με το Champions League.
Ολα αυτά όμως στα μάτια των πολλών, δηλαδή των media και των φιλάθλων, αναδεικνύονται και αποκτούν σημασία μόνο αν συνοδεύονται από αποτέλεσμα. Στην Allianz Arena, με το σχέδιο που ακολούθησε η ΑΕΚ δεν μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερες από τις 15 επιθέσεις που έφτιαξε. Σε άλλες ομάδες αυτός ο αριθμός επιθέσεων έχει αποδειχθεί αρκετός για να φέρει αποτέλεσμα, επειδή καταφέρνουν να τις ολοκληρώσουν με τελική προσπάθεια και να επιδείξουν αποτελεσματικότητα. Σε 15 επιθέσεις η ΑΕΚ κατάφερε να φτάσει σε 2 τελικές προσπάθειες, κι αυτές εκτός στόχου. Με εξαίρεση την κεφαλιά του Λαμπρόπουλου στο 5′, σε κάθε επιθετική προσπάθεια της ΑΕΚ συνειδητοποιούσες ότι το “πιστεύω” και το “απαιτώ από τον εαυτό μου” των ποδοσφαιριστών της ΑΕΚ ήταν σχετικό με το αμυντικό μέρος του αγωνιστικού πλάνου, όχι με το δημιουργικό και το εκτελεστικό. Στην ολιγωρία του Πόνσε από την πάσα του Μπακάκη στο 11′, στο κακό κοντρόλ του Μάνταλου στο 26′ το ένιωθες ότι οι Κιτρινόμαυροι δεν είχαν το θάρρος να γίνουν απειλητικοί. Κι αυτό το νιώθει πάντα ο αντίπαλος, ειδικά όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστές με την εμπειρία του Χούμελς, του Μπόατενγκ, του Νόιερ, του Αλάμπα.
Διαβάστε περισσότερα στο gazzeta.gr