Oι «Ιστορικοί» μας αμφισβητούν τις τουρκικές γενοκτονίες
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ
Ο καθηγητής Ιστορίας Αντώνης Λιάκος, εκ των επικεφαλής της «εκσυγχρονιστικής» ομάδας ιστορικών, εποχής Κώστα Σημίτη, μετακινηθείς στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτήρισε την ιστορία για όσα συνέβησαν την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Το ζήτημα της θέσης των Ελλήνων στις μεγάλες μεταβολές που αναδιοργάνωσαν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, από το 1912 έως το 1922, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Δεν πρέπει να καταφεύγουμε σε μια αφελή συνωμοσιολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει να σκοτώσουν όλους τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κ.λπ.». Περαιτέρω, απορρίπτει τα περί γενοκτονίας.
«Τα τελευταία χρόνια», γράφει, «υπάρχουν πολλοί ακτιβιστές από διάφορες χώρες οι οποίοι επιδιώκουν την αναγνώριση γενοκτονιών. Έχουν ιδρύσει και μια ένωση. Υπάρχει, δηλαδή, ένα γενικότερο πνεύμα θυματοποίησης. Πρόκειται για την καλλιέργεια ενός πολιτισμικού τραύματος, σε διάκριση με το βιωμένο τραύμα. Πολιτισμικό τραύμα που γίνεται στοιχείο ταυτότητας». Κατά την κρίση του, «…όλα τα εθνικά κράτη έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα των άμαχων αντιπάλων πληθυσμών. Οι Έλληνες δεν εξαιρούνται». Γι’ αυτό και προτείνει όχι απλώς το εξαρχής «ανακάτεμα της τράπουλας», αλλά τη μεταλαμπάδευση των ιδεών του απευθείας στα παιδιά: «Θα πρέπει τα παιδιά να αποκτούν μια πιο πραγματική διάσταση της Ιστορίας. Καμιά εθνική ταυτότητα δεν τραυματίζεται, αν μάθουν ότι δεν υπήρχε κρυφό σχολειό, ούτε ο χορός του Ζαλόγγου».
Η καθηγήτρια κ. Ρεπούση συνεχίζει να προκαλεί την κοινή γνώμη με τις εμπρηστικές θέσεις για την ιστορική πολιτισμική ταυτότητα της Ελλάδας. Ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια με το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, παραχαράσσοντας σημαντικά ιστορικά γεγονότα: «Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».
Στο ίδιο βιβλίο συμπεριλαμβάνει και τα εξής: α) «Η θέση των κατοίκων του Μεσολογγίου δυσκολεύει ακόμη περισσότερο με την άφιξη των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Η κίνηση των πολιορκημένων Ελλήνων να βγουν από το φρούριο του Μεσολογγίου και να λύσουν την ασφυκτική πολιορκία των Οθωμανών». Η ηρωική έξοδος έγινε «κίνηση για να απαλλαγούν από τον Ιμπραήμ». β) «Κλέφτες συγκροτούν ομάδες, κάνουν επιθέσεις σε εμπορικές αποστολές, σε κρατικούς αξιωματούχους, σε ταξιδιώτες, ακόμα και σε χωριά και πόλεις, αρπάζουν χρήματα, όπλα και τρόφιμα». Ακόμα πλέον αμφισβητεί την αναγκαιότητα των Θρησκευτικών ή έστω της Θρησκειολογίας, δεν θέλει να ακούει καν για τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, ενώ, κατά την κρίση της, «Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά δεν βοηθούν στην κατανόηση της γλώσσας».
Υπάρχουν πολλές αντιδράσεις για όσα λέει και μεγάλη αρθρογραφία που αντικρούει όλες αυτές τις παραχαράξεις και τις ιστορικές αλλοιώσεις, αλλά δεν πτοείται προκειμένου να προωθήσει τις ιδέες της παγκοσμιοποίησης, που θέλει τους λαούς χωρίς την πολιτιστική, ιστορική ταυτότητά τους.
Ο αυτοαποκαλούμενος «φιλόσοφος» Στέλιος Ράμφος, προσωπικός φίλος του Κώστα Σημίτη και καθοδηγητής του κόμματος του Ποταμιού, επιχειρεί, απευθυνόμενος σε ανώτερο επίπεδο «διανόησης», να αφανίσει εντελώς το παρελθόν της χώρας. Γράφει συγκεκριμένα στην εφημερίδα «Τα Νέα» (5 Ιουνίου 2011): «…Δεν μπορώ να πω ότι είμαι παιδί του πολέμου. Έχω αναμνήσεις οι οποίες δεν έγραψαν μέσα μου. Με αυτήν την έννοια μπορώ να πω, να ισχυριστώ ότι είμαι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν – και πιστεύω αυτά για μένα. Δεν ξέρω πως και για ποιον λόγο, αλλά δεν γράφει το παρελθόν στις σκέψεις μου τώρα». Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, στην εποχή του τουρκικού ζυγού, επισημαίνει: «Εμείς πρώτα; Διαλέξαμε τους Οθωμανούς και κατόπιν μας κατέκτησαν εκείνοι. Οι τέσσερις αιώνες της δουλείας, ωστόσο, πράγματι ενισχύουν το μειωμένο ‘‘εγώ’’, που στρέφεται μάλιστα σε υπερβατικές και όχι στην ιστορική πράξη».
Με την ίδια πολεμική… υπέρβαση εναντιώνεται και στον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό μέσα από «Το Φαγοπότι των Ψευδαισθήσεων»: «Εννοώ το εδραίωμα και ορίζοντα της δυτικής τέχνης, την ποιητική της μορφή, η οποία επιβλήθηκε στον τόπο μας με το ταλέντο του Σολωμού, για να οδηγήσει μοιραία στα δικά του συντρίμμια και τις ευτελείς των επιγόνων, που τιμωρούνται και βραβεύονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, μένουν ωστόσο ξένοι ριζικά με την ψυχή μας… Η ποίηση του Σολωμού μόνο αρνητικά βρίσκει θέση στον νεοελληνικό βίο». Υπό αυτό το πρίσμα, ο ηγέτης για τον Ράμφο είναι εχθρός. Όπως γράφει στο «Ιθάκη και Ιθαγένεια»: «Πρέπει να απαλλαγούμε από τον κακό μας εαυτό, ήρθε η ώρα να απελευθερωθούμε από τον Έλληνα…».
Το 2006, η κ. Βάσω Ψιμούλη, υπεύθυνη επί σειρά ετών των Γενικών Αρχείων του Κράτους, έγραψε στο βιβλίο της «Σούλι και Σουλιώτες»: «Στη διάρκεια της διεξαγόμενης σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους μάχης, μέρος των γυναικόπαιδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτι¬μήσουν για αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμα¬λωσία».
Προφανώς… παρέλειψε την αναφορά του Χριστόφορου Περραιβού, που πρώτος κατέγραψε τον χορό του Ζαλόγγου, το 1815, στο βιβλίο του «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας»: «Οι μητέρες πιάνοντας η μια με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μιαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν…». Η κ. Ψιμούλη χαρακτηρίζει ηθικούς αυτουργούς τον Κίτσο Τζαβέλλα και τους άλλους αγωνιστές της Επανάστασης, ενώ στις κατά καιρούς δημοσιεύσεις της καταπιάνεται ιδιαίτερα με την επίμαχη περίοδο των απελευθερωτικών αγώνων, αποσκοπώντας στην αποδόμησή τους.
Οι θέσεις της έχουν στηλιτευθεί ακόμη και από στελέχη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τα οποία καταφέρονται με δριμύτητα στους αμφισβητίες ιστορικών γεγονότων που κατεγράφησαν σε πραγματικό χρόνο, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση από τον Περραιβό.