Δεν μπορεί να είναι η Ελλάδα το πρόβατο για σφαγή…
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Από παιδί θυμάμαι πως την 28η Οκτωβρίου την περιμέναμε με λαχτάρα γιατί ήταν ημέρα αργίας για το σχολείο και γιατί περιμέναμε την παρέλαση μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη, γεμάτοι περηφάνια που γιορτάζαμε τους αγώνες των πατεράδων μας για μια ελεύθερη πατρίδα.
Οι λευκές ελβιέλες και τα λευκά πουκάμισα με τις μπλε φούστες ήταν ένα εξαιρετικά όμορφο και απλό θέαμα, καθώς ως θεατής έβλεπες ένα πόδι και ένα χέρι να κινείται δυναμικά πάνω στη φρεσκοβαμμένη άσφαλτο της οδού Αμαλίας. Περηφάνια, ενθουσιασμός, ψηλά το κεφάλι και ένα χτυποκάρδι χαράς, επειδή είχες επιλεγεί από τόσα παιδιά να συμμετάσχεις σε αυτήν την εθνική εορτή.
Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, χαίρομαι και πάλι για τα παιδιά που παρελαύνουν αλλά και απελπίζομαι όταν τους ρωτάς τι γιορτάζουμε και εκείνα απαντούν λάθος, αγνοώντας, θαρρείς πεισματικά, την Κατοχή, τον ένοπλο αγώνα των Ελλήνων, τις πληγές μιας υποδούλωσης από τα ιταλικά και μετά από τα γερμανικά στρατεύματα. Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Προφανώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που δεν κράτησε τα τελευταία χρόνια υψηλό το φρόνημα των παιδιών, που δεν καλλιέργησε την αγάπη για την πατρίδα, που άφησε έρμαιο την παιδεία σε παραχαράκτες της ιστορίας μας, σαν και εκείνη τη γραφική κ. Ρεπούση, που σε λίγο είναι ικανή να μας βγάλει και… Αρειανούς…
Και τώρα θα ρωτήσει κανείς: Γιατί αναφέρεσαι σε όλα αυτά και ματαιοπονείς ελπίζοντας σε τι; Στο να ξαναβρώ την εθνική μας υπερηφάνεια, να μην αισθάνομαι ότι μας εμπαίζουν άπαντες, ακόμα και οι πιο κουτοπόνηροι εχθροί μας. Ότι θα πάψω να εξευτελίζομαι από έναν γείτονα που, αφού τον ποτίσαμε, τον ταΐσαμε, του δώσαμε δουλειά, τον ντύσαμε και αφήσαμε τα παιδιά τους, ως δημοκράτες που είμαστε, να σηκώσουν την ελληνική σημαία στις εθνικές επετείους και καμαρώνουν γι’ αυτό, επιτρέψαμε να κατασπαράξει ένα παλικάρι επειδή σήκωσε τη σημαία μας.
Κάποτε ρώτησα έναν από αυτούς: Εσείς θα επιτρέπατε σε έναν Έλληνα να σηκώσει τη σημαία σας; «Με τίποτα», μου απάντησε, με ένα πάθος και μια αλαζονεία που κανείς συμπατριώτης μας δεν θα τολμούσε να επιδιώξει σε άλλη χώρα. Εμείς όμως; Ε, εμείς είμαστε ηλίθιοι, πλην τίμιοι, αφού ανεχόμαστε να μας απειλούν, να μας χλευάζουν και να προσπαθούν να περάσουν μια γραμμή αγωνιστών μεγαλοπατριωτών, που μόνο η «Μεγάλη Αλβανία» τους μάρανε, ενώ ακόμα και τώρα τα χωριά τους και γενικά η ύπαιθρος θυμίζει χρόνους μεταπολεμικούς. Εξακολουθούν να ληστεύουν, να κακοποιούν, να σκοτώνουν τους Έλληνες που τους ευεργέτησαν.
Πέρα από το χάος, την ανομία, το «μπάτε σκύλοι και αλέστε», διότι δεν υπάρχει τίποτε όρθιο, ούτε τιμωρία, ούτε αρχές. Η αναρχία κυβερνά μια χώρα ίδια κουρελού, που δεν υπάρχει αξιοκρατία, ούτε σεβασμός, ούτε υπερηφάνεια, ούτε αξιοπρέπεια, που αφήνει τους διακινητές ναρκωτικών και τους χρήστες φόρα φάτσα, χωρίς μια σταλιά φόβου, να κάνουν τη δουλειά τους, ενώ η φτώχεια, η πείνα και η ανεργία συνεχίζουν να καλπάζουν.
Δώστε μια αληθινή εικόνα της χώρας και όχι σε τερτίπια που τέρπουν τον εγωισμό μας και φωνάξτε κάποια στιγμή, αδιαφορώντας για την καρέκλα, φωνάξτε δυνατά: «Φτάνει πια!». Δεν γίνεται να είναι η Ελλάδα το πρόβατο για σφαγή. Έχει ανθρώπους που ακόμα υπομένουν τη μιζέρια, αλλά δεν ανέχονται όλους αυτούς που έχουν μαζευτεί κατά χιλιάδες από κάθε σημείο της γης να επιβάλλουν τα δικά τους έθιμα και να κάνουν ό,τι θέλουν, επικαλούμενοι την ιδιότητα του πρόσφυγα. Τι είναι, μωρέ, η Ελλάδα, χωματερή;