ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΝΑ ΤΑ ΚΟΙΤΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΝΑ ΤΑ ΚΟΙΤΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ


Συγγραφέας
Σοφία Παράσχου


Έρωτας και προδοσία, αδικία και καταπίεση, ντροπή και ενοχές, είναι οι εφιάλτες της Φωτεινής από τότε που θυμάται τη ζωή της. Τα στερημένα από τη γονική αγάπη παιδικά χρόνια, η ντροπή στην οποία τη βύθισε η ίδια της η μάνα, η εφηβεία δίπλα στην αυταρχική θεία, είναι πληγές που μόνο ο έρωτας της με τον Περικλή μπορεί να επουλώσει. Ωστόσο, αυτός ο έρωτας έμελλε να εξελιχθεί στον χειρότερο εφιάλτη της. Την ημέρα που είναι έτοιμη να παραιτηθεί από την ίδια της τη ζωή, η φράση, «τα φαντάσματα να τα κοιτάς στα μάτια, μόνο έτσι θα τα νικήσεις», είναι η ελπίδα που θα την κρατήσει όρθια.
Η Φωτεινή φτάνει στο νησί για την κηδεία της μητέρας της, και όλες οι εικόνες από παρελθόν, όμορφες και άσχημες, ζωντανεύουν στη μνήμη της. Στον τόπο που ορίστηκε η σκληρή μοίρα της, στον ίδιο τόπο θα επιστρέψει για να ξαναγράψει η ίδια το βιβλίο της ζωής της. Γιατί τώρα, δώδεκα χρόνια ύστερα από την οδυνηρή φυγή της, έχει πια τη δύναμη να διώξει τα φαντάσματα και να βγει στο φως του έρωτα…

Απόσπασμα βιβλίου

Σχεδόν αξημέρωτα την πήρε στο τηλέφωνο η Μαριγούλα και της ανακοίνωσε το νέο. Η Φωτεινή έμεινε για λίγο αμίλητη.
«Και πότε θα γίνει η κηδεία;» ρώτησε ύστερα.
«Αύριο το πρωί, κατά τις δώδεκα», είπε η άλλη, κι αμέσως μετά: «Γιατί ρωτάς, Φωτεινιώ; Έχεις μήπως σκοπό να έρθεις;»
Όχι, δε θα πήγαινε, είχε δουλειά, ένα δικαστήριο που δε γινόταν να αναβάλει, δεν είχε και σε ποιον να αφήσει τη μικρή… Όχι, δε θα πήγαινε, είπε με μιαν ανάσα στην ξαδέλφη της κι ύστερα γύρισε αλλού την κουβέντα.
«Η γιαγιά μου πώς είναι, Μαριγούλα;»
«Ε, πώς να ’ναι, η άμοιρη, βάρυνε πολύ από τότε που αρρώστησε η Χαρίκλεια, σαν το καμένο κούτσουρο κάθεται εκεί σε μιαν άκρη και κουνά πάνω κάτω την κεφαλή της, ούτε μιλά ούτε κλαίει, θαρρείς και στέρεψαν πια οι βρύσες των ματιών της. Τι να πεις… Όλες τις αμαρτίες αυτή τις πλήρωσε κι ας μην είχε κάμει καμιά. Άντε, λοιπόν, μη σε καθυστερώ, γεια σου, Φωτεινιώ μου, και ζωή σε λόγου σου».
Άφησε το ακουστικό στη θέση του και γύρισε να πάει στην κουζίνα, χρειαζόταν έναν καφέ αμέσως, μα πρώτα να δει το παιδί, μην είχε ξεσκεπαστεί. Μπήκε  στις μύτες στο δωμάτιο της Χρύσας. Χαμογέλασε. Η κόρη της κοιμόταν με το ένα της πόδι έξω από τα σκεπάσματα όπως το συνήθιζε από μωρό. Πάλι είχε  αφήσει αναμμένο το πορτατίφ. Φοβόταν το σκοτάδι. Κι εκείνη το φοβόταν το σκοτάδι όταν ήταν μικρή.
Πήγε στην κουζίνα κι έβαλε την καφετιέρα να δουλεύει. Έφερε στον νου της την κουβέντα με τη Μαριγούλα. Αυτό που της είπε για το δικαστήριο ήταν αλήθεια, έπρεπε όντως να διεκπεραιώσει άμεσα μια υπόθεση, ωστόσο υπήρχε τρόπος, αν ήθελε, να την καθυστερήσει, ή μπορούσε να παρακαλέσει κάποιο συνάδελφό της να την αναλάβει. Το άλλο, πάλι, εκείνο με την κόρη της ήταν απλώς δικαιολογία· μπορούσε να αφήσει τη Χρύσα για μια δυο μέρες, η κυρία Αρετή, η γυναίκα που την πρόσεχε από μωρό, έμενε στον από κάτω όροφο και, όποτε χρειάστηκε να λείψει για δουλειά, την κρατούσε στο σπίτι της.
Γέμισε την κούπα της καφέ, έβαλε και λίγο γάλα και κάθισε στο τραπέζι. Και στο τέλος τέλος τι τη χρειαζόταν τη δικαιολογία; Είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που συναντήθηκε με τη Χαρίκλεια και ακόμη περισσότερα από τότε που η Χαρίκλεια έφυγε από το νησί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της· μια πέτρα βαριά, που την πέταξε ίσια πάνω στην καρδιά της… Όχι, δεν είχε κανένα λόγο να πάει στην κηδεία της Χαρίκλειας. Της μάνας της.
Της έκαψε τη γλώσσα ο καφές και σηκώθηκε να πιει νερό. Κατέβασε μερικές γουλιές κοιτάζοντας πάνω από τη βρύση, στο περβάζι του παραθύρου, εκεί όπου τρία μαβιά κυκλάμινα ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στα σκουροπράσινα φυλλαράκια τους. Το πρωινό φως είχε τρυπώσει μέσα από τα πλεκτά κουρτινάκια,  κάνοντας τα λεπτόμισχα λουλούδια να λαμποκοπούν σαν διάφανοι αμέθυστοι. Τράβηξε με τα δυο της χέρια από τις άκρες τη λευκή δαντέλα προς τα κάτω να ισιώσει.
«Ποιο θέλεις να σου πλέξω, το σχέδιο με τα σταφύλια ή το άλλο με το λελέκι που πίνει νερό;» την είχε ρωτήσει η γιαγιά της, εκείνη τη μοναδική φορά που είχε έρθει στην Αθήνα για τη βάφτιση της Χρύσας κι έμεινε έναν μήνα μαζί τους. Τα σταφύλια να κάμει, το σχέδιο που είχανε στο σπίτι τους, στο τραπεζομάντιλο της σάλας, εκείνο της ζήτησε. Έπιασε αμέσως η γιαγιά της το βελονάκι και σε μια βδομάδα τα είχε τελειώσει. Κάθε φορά που κοιτούσε τα δαντελένια  κουρτινάκια ήταν σαν να έβλεπε τα μάτια της γιαγιάς της. Βαθουλωτά και ξασπρισμένα, μα είχαν μια γλύκα· σαν ένα γλυκό τσαμπί σταφύλι ήταν το βλέμμα της.
Πήρε τον καφέ της και κάθισε στο γραφείο. Στα δεξιά ο Γιώργος την κοιτούσε γελαστός μέσα από τη φωτογραφία. Πέρασε τα δάχτυλα πάνω από το τζάμι να πάρει τη σκόνη. Ύστερα, άνοιξε τον φάκελο με τις προτάσεις που είχε να μελετήσει για το σημερινό δικαστήριο· έκανε μερικές αλλαγές στις σημειώσεις της. Ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά καφέ, δεν έκαιγε πια. Πέθανε λοιπόν η Χαρίκλεια… Τρεις μήνες άντεξε μόνο. «Σαν μαύρα σφουγγάρια έχουνε γίνει από το πολύ τσιγάρο τα πνεμόνια της, δε θα δυσκολευτεί ο καρκίνος να την αποτελειώσει», της είχε πει η Μαριγούλα στο τελευταίο τηλεφώνημα, πριν από μερικές βδομάδες. Η Φωτεινή είχε στείλει τότε χρήματα για τα φάρμακα, αλλά να μην το μάθει κανείς, παράγγειλε στην ξαδέλφη της. Μέχρι εκεί όμως.
Να πάει στο νησί να τη δει… όχι, δεν το κουβέντιασε τότε καθόλου. Τώρα και να ’θελε να πάει –που δεν το ήθελε– ήταν αργά πια, η μάνα της είχε πεθάνει.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η ΣΟΦΙΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ-ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Κάρπαθο. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δούλεψε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Με υποτροφία του ΙΚΥ έκανε μεταπτυχιακές σπουδές. Πήρε δίπλωμα στην ειδίκευση “Διδακτική Γλώσσας-Λογοτεχνία” και ακολούθως εκπόνησε διδακτορική διατριβή στην παιδική λογοτεχνία.
Από το 2003 μέχρι το 2013 εργάστηκε ως σχολική σύμβουλος φιλολόγων στον Πειραιά. Επίσης δίδαξε Παιδική Λογοτεχνία στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει εκδώσει 30 λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά, νέους και ενήλικους και ήταν μέλος της συγγραφικής ομάδας που έγραψε (2006) τα Νέα Ανθολόγια Λογοτεχνίας για την Α’ και Β’ γυμνασίου.
Το βιβλίο της ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, έχει μεταφραστεί στα γερμανικά και ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων (2004). Με βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς έχει τιμηθεί η ποιητική της συλλογή Μικρές πυγολαμπίδες, και με έπαινο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το μυθιστόρημα Το παιδί της καρδιάς. Έχει τιμηθεί επίσης με το Βραβείο του ΚΕΒΠ “Για τον ‘Ελληνα Εκπαιδευτικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης” και έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων για ενηλίκους Χαρακιά στη μνήμη.
Είναι περήφανη μαμά της Ειρήνας, του Γιάννη και της Μαρίνας.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Κοινωνικό, Αισθηματικό
ISBN:978-618-01-2648-8
ISBN Ebook: 978-618-01-2649-5

 


Σχολιάστε εδώ