Χρ. Μπότζιος: Πολιτικοαμυντικοί αναχρονισμοί για τα Βαλκάνια
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Πολύ θόρυβο και αντιδράσεις έχουν προκαλέσει οι θέσεις που εξέφρασε στις ΗΠΑ, κατά τη συνάντησή του με τον αμερικανό ομόλογό του Τζέιμς Μάτις, ο υπουργός Άμυνας κ. Πάνος Καμμένος, ο οποίος αντί της Συμφωνίας των Πρεσπών, στην οποία, ως γνωστόν, είναι αντίθετος, πρότεινε ένα plan B, που συνίσταται στη σύναψη μιας αμυντικής συμφωνίας -προφανώς υπό την επιστασία ΗΠΑ και ΝΑΤΟ- μεταξύ Ελλάδας, Αλβανίας, ΠΓΔΜ και Βουλγαρίας και μεταγενέστερα της Σερβίας.
Μια συμφωνία με στόχο «τη δημιουργία μιας ζώνης σταθερότητας και ασφάλειας των Σκοπίων, η οποία παράλληλα θα λειτουργήσει ως ανάχωμα κατά της ρωσικής διείσδυσης στα Βαλκάνια». Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η πρόταση, ακόμη και ως απλή σκέψη, υπονομεύει τη διαδικαστική πορεία υλοποίησης των προβλέψεων της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία υποστηρίζεται ενθέρμως από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τις χώρες της ΕΕ, εγείρεται σειρά ερωτηματικών για τη βασιμότητά της, τόσο από πολιτικής όσο και από στρατιωτικοαμυντικής πλευράς. Ακόμη περισσότερο όταν οι σκέψεις-προτάσεις συνοδεύονται από υποδείξεις δημιουργίας αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε Λάρισα, Βόλο, Αλεξανδρούπολη, πέραν των ήδη λειτουργούντων στη Σούδα της Κρήτης, που απαιτεί συναίνεση των χωρών-μελών και είναι λίαν αμφίβολο αν θα το αποδεχόταν η Τουρκία.
Θα μπορούσαν να γίνουν χίλιες δύο υποθέσεις γα το αν οι σκέψεις-προτάσεις του κ. Καμμένου είναι αποκλειστικά δικής του έμπνευσης ή απηχούν και αντιλήψεις άλλων προσώπων, θέμα που ξεφεύγει του ενδιαφέροντος αυτής της στήλης. Αντίθετα θα σταθούμε στην πολιτικοδιπλωματική πλευρά του θέματος, δηλαδή, κατά πόσο οι προτάσεις ή σκέψεις του έλληνα υπουργού Άμυνας συνάδουν με το πνεύμα των καιρών μας ή μας γυρίζουν πίσω στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ανάλογες συμμαχίες είχαν στόχο την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, που ιστορικά προκάλεσε την αποκοπή των βαλκανικών λαών από την υπόλοιπη Ευρώπη και την αδυναμία να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν στην ανάδειξη του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, που άρχισε με την Αναγέννηση και συνεχίστηκε με τον Διαφωτισμό.
Οι βαλκανικοί λαοί, που βρίσκονταν υπό τον ζυγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έμειναν πίσω ως φτωχοί συγγενείς των άλλων ευρωπαϊκών λαών και μάλιστα το προσωνύμιο «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» τους συνοδεύει μέχρι και τις ημέρες μας. Τι νόημα θα είχε σήμερα μια ανάλογη κίνηση και έναντι ποιου θα στρεφόταν η συμμαχία; Αν στόχος είναι η σταθερότητα στην περιοχή, παραβλέπεται ότι πρωταρχικό ρόλο στη σημερινή εποχή παίζει ο πολιτικός παράγων, που δεν είναι άλλος από την ευρωπαϊκή προοπτική όλων των χωρών της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων.
Το ΝΑΤΟ, ως αμυντική συμμαχία, λειτούργησε ελάχιστα συνεκτικά και δεν συνέβαλε στην εξομάλυνση των διαφορών μεταξύ των χωρών-μελών, όπως στην περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας, που ετήρησε επιμελώς ίσες αποστάσεις, αποφεύγοντας να λάβει θέση ακόμη και όταν η Τουρκία παραβίαζε -και εξακολουθεί να παραβιάζει προκλητικά- το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες. Η αναφορά δε στην παρεμπόδιση της ρωσικής διείσδυσης στα Βαλκάνια ισοδυναμεί με παραπομπή στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η σημερινή Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση, που ανταγωνιζόταν τη Δύση ιδεολογικά και στρατιωτικά. Οι σχέσεις της Ρωσίας με τους βαλκανικούς λαούς, όπως και τον ελληνικό, είναι μακραίωνες, με βαθιές ιστορικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές ρίζες.
Εξάλλου η Ρωσία δεν παύει να είναι μια παγκόσμια δύναμη, με σημαντικό ρόλο στα διεθνή δρώμενα και εξελίξεις. Μία ενδεχόμενη αποξένωση της Ρωσίας από τα Βαλκάνια πολύ πιθανό να την εξωθούσε σε μια στενότερη συνεργασία με την Τουρκία. Θα ήταν αυτό προς όφελος της Ελλάδας και της Δύσης γενικότερα;
Ανεξάρτητα πάντως από τους παραπάνω συλλογισμούς, η σύναψη συμμαχιών, διμερών ή πολυμερών, είναι μέλημα της εξωτερικής πολιτικής, που χαράσσεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, διά του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών και όχι από τα υπουργεία Άμυνας, τα οποία καλούνται να τη στηρίζουν και όχι να υποδεικνύουν δημοσίως επιλογές.
Η αιφνίδια παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Κοτζιά την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου, ο οποίος με τον σκοπιανό ομόλογό του Ν. Δημητρόφ υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών, ουδόλως επηρεάζει τη συνέχιση των συζητήσεων και την επικύρωσή της από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, όπως και τις περαιτέρω ενέργειες για αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας καθώς και απάλειψης εκείνων των διατάξεων που έχουν αλυτρωτικό χαρακτήρα. Μόνο όταν θα έχουν συντελεσθεί οι παραπάνω διαδικαστικές πράξεις και εκπληρωθούν όλες οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις η Συμφωνία θα έλθει ενώπιον της Ελληνικής Βουλής. Τότε και μόνο, κατά ρητή δήλωση του ΓΓ του ΝΑΤΟ κ. Στόλτενμπεργκ, θα καταστεί δυνατή και η ένταξη της γειτονικής χώρας στη νατοϊκή συμμαχία.
Εν τω μεταξύ, οι συζητήσεις στη Βουλή της ΠΓΔΜ διεξάγονται μετ’ εμποδίων και ήδη διαγράφεται η ισχυρή πιθανότητα διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, το αποτέλεσμα των οποίων είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Όλα τα σενάρια είναι ανοικτά και τα διπλωματικά παρασκήνια πιθανότατα υπερισχύουν όσων διαδραματίζονται δημοσίως. Η ρευστότητα στα Βαλκάνια εξακολουθεί να υφίσταται τόσο λόγω των εθνολογικών συνθέσεων σε πολλές βαλκανικές χώρες όσο και συνοριακών και άλλης φύσης διαφορών.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να συνιστά ιδανική λύση, δημιουργεί προϋποθέσεις ομαλοποίησης των σχέσεών μας με τα Σκόπια, ενίσχυσης της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή και πρόληψης έξωθεν επεμβάσεων και διείσδυσης, κυρίως από πλευράς της Αγκύρας και του ισλαμικού τόξου. Ασφαλώς η Συμφωνία έχει και πολλά αδύνατα σημεία. Όπως, όμως, λένε οι πρακτικοί Αγγλοσάξονες, «το άριστο είναι εχθρός του καλού» ή, κατά την αρχαία ελληνική ρήση, «ουδέν κακόν αμιγές καλού» και το αντίστροφο.