Ν. Στραβελάκης: Από τον Γιάννο στον ΣΥΡΙΖΑ
Του Νίκου Στραβελάκη,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
-Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η πολιτική επικαιρότητα θα κατακλύζεται από τις διαρροές που συνοδεύουν την παραπομπή και προφυλάκιση του πρώην υπουργού κ. Παπαντωνίου. Αν και πολιτικά αντίθετος με τον κ. Παπαντωνίου στο σύνολο της πολιτικής του διαδρομής, και όχι όψιμα, όπως μερικοί μερικοί, δεν θα επιχειρήσω να αξιολογήσω δικαστικά την παραπομπή του.
Ο λόγος είναι ότι θεωρώ πολύ σημαντικότερη την επιρροή του στα τεκταινόμενα στον παρόντα χρόνο τόσο στον τομέα της οικονομίας όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση της πολιτικής διαδρομής του κ. Παπαντωνίου είναι, όπως θα δούμε, σημαντική παράμετρος για την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης.
Οι σημαντικότερες θέσεις που κατέλαβε ο Γιάννος Παπαντωνίου ήταν αυτή του υπουργού Εθνικής Οικονομίας από το 1996 έως το 2001 και του υπουργού Εθνικής Άμυνας από το 2001 έως το 2004. Το διάστημα της θητείας του στο υπουργείο Οικονομίας συνέπεσε με την προετοιμασία και την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Ήταν μια εποχή που η άποψη των κυρίαρχων οικονομικών στην Ελλάδα ήταν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη μεταποίηση και να στραφούμε σε μια οικονομία υπηρεσιών. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πειθαρχία και την αναμόρφωση του Ασφαλιστικού, θα εξασφάλιζε μακρόχρονη και βιώσιμη μεγέθυνση για την ελληνική οικονομία.
Η λογική ήταν ότι η Ελλάδα αναπτύσσοντας τον τραπεζικό κλάδο, σε συνδυασμό με τον τομέα του τουρισμού και των κατασκευών, λόγω της συμμετοχής στο ευρώ, θα γινόταν κυρίαρχη δύναμη στα Βαλκάνια, που μετά την Πτώση του Τείχους είχαν εγκαθιδρύσει οικονομίες αγοράς. Το μοντέλο αυτό οριστικοποιήθηκε, σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, σε ένα διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, με διοικητή τότε τον κ. Παπαδήμο, σε συνεργασία με τη δεξαμενή σκέψης Brookings, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ελλάδα – Οικονομικές Επιδόσεις και Προοπτικές» (Αθήνα, 7-8 Δεκεμβρίου 2000).
Στον πρόλογο του συλλογικού τόμου του συνεδρίου ο κ. Παπαδήμος περιγράφει με τα πιο αισιόδοξα χρώματα τις οικονομικές προοπτικές. Γράφει: «Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία έχει κάνει εντυπωσιακή πρόοδο την περασμένη δεκαετία [δεκαετία του 1990] και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Έχει κατακτήσει μακροοικονομική σταθερότητα, που επέτρεψε στην Ελλάδα να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, και έχει ενισχύσει μια αρκετά εύρωστη οικονομική μεγέθυνση. Η υιοθέτηση του ευρώ θα μεταβάλει με μη αναστρέψιμο τρόπο το νομισματικό και οικονομικό περιβάλλον της χώρας. Οι προοπτικές για επίτευξη ταχύτερης οικονομικής μεγέθυνσης, σε συνδυασμό με σταθερές τιμές, είναι γενικώς ευνοϊκές».
Οι οικονομικές εξελίξεις μέχρι το 2006-2007 έμοιαζαν να δικαιώνουν την πολιτική Παπαντωνίου και τις προβλέψεις του κ. Παπαδήμου. Η οικονομική μεγέθυνση ήταν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, το δημόσιο χρέος ήταν στο 100% του ΑΕΠ αλλά σταθερό, υποδηλώνοντας σταθερά δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως η καπιταλιστική κρίση του 2007 ανέτρεψε άρδην τα δεδομένα. Το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα, τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα, εκτινάχθηκαν στα ύψη λόγω της κάλυψης ιδιωτικών (τραπεζικών και βιομηχανικών) ζημιών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα η οικονομική μεγέθυνση κατέρρευσε και η χώρα μπήκε στην εφιαλτική δεκαετία των Μνημονίων, η οποία συνεχίζεται παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης. Αιτία για τη ένταση και τη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδα, η μαζική αποβιομηχάνιση, αποτέλεσμα της χαμηλής ανταγωνιστικής θέσης του ελληνικού καπιταλισμού, που εντάθηκε από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το τραγικότερο, όμως, είναι ότι το σημερινό αφήγημα που λανσάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι στα βασικά σημεία του το ίδιο με εκείνο της πολιτικής Παπαντωνίου 20 χρόνια νωρίτερα. Δημοσιονομική πειθαρχία, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, περιορισμός των μισθών, κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων και, φυσικά, το κερασάκι της βαλκανικής επέκτασης, με κέντρο την ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων στο ευρωπαϊκό πείραμα. Μάλιστα, η σύγχρονη εκδοχή του αφηγήματος είναι πολύ πιο ασαφής και αμήχανη από τη συγκροτημένη παρουσίαση του κ. Παπαδήμου το 2000-2001.
Τότε υπήρχαν ξεκάθαροι άξονες οικονομικής μεγέθυνσης και βαλκανικής επέκτασης, καθώς και παραγωγικές και επιχειρηματικές δυνάμεις ικανές να τις υλοποιήσουν. Σήμερα, περιμένουμε τον νέο λογαριασμό (ανακεφαλαιοποίηση) των τραπεζών και τους περιβόητους «επενδυτές», που θα μας δείξουν τον δρόμο αφήνοντάς μας, παράλληλα, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, να τους κάνουμε κουμάντο στα λεφτά τους.
Παράλληλα, στο EuroWorking Group της 25ης Οκτωβρίου συζητήθηκε η περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, όπως συζητιόταν η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού στις αρχές του νέου αιώνα. Για την κυρίαρχη πολιτική «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Για την κοινωνία πηγαίνουν χειρότερα…