Χρ. Μπότζιος: Το Έπος του ’40, η διεθνής διάσταση και σημασία του
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ο ελληνικός λαός γιόρτασε την επέτειο του νικηφόρου αγώνα κατά των δυνάμεων της φασιστικής Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος με περισσή θρασύτητα απαίτησε την κατάληψη στρατηγικών θέσεων της ελληνικής επικράτειας, που δεν συγκεκριμενοποίησε, με πρόσχημα τη δήθεν παρουσία και χρήση τους από βρετανικές δυνάμεις. Από ετών η πραγματοποίηση της μεγάλης στρατιωτικής παρέλασης έχει, ως γνωστόν, μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη.
Αντιλαμβάνομαι τη σκοπιμότητα αυτής της αλλαγής και για τα μηνύματα που θέλει να μεταφέρει εκτός των συνόρων από έναν ευαίσθητο ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Όμως, για λόγους ιστορικούς και συναισθηματικούς, η παρέλαση ίσως έπρεπε να πραγματοποιείται στα Γιάννενα. Και τούτο επειδή το Έπος του ’40 είχε, πρωτίστως, ως θέατρο των μαχών τα ηπειρωτικά και ιδιαίτερα τα βορειοηπειρωτικά βουνά, στα οποία βρίσκονται ακόμα θαμμένα ή και σκόρπια τα ιερά οστά των πεσόντων ελλήνων αξιωματικών και απλών οπλιτών, ο συνολικός αριθμός των οποίων υπολογίζεται σε 8.000 περίπου.
Με πρωτοβουλία του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, η περισυλλογή των οστών και η δημιουργία ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων σε αλβανικό έδαφος έχει συμπεριληφθεί στο θεματολόγιο των ελληνοαλβανικών διαπραγματεύσεων. Το 2009, εν όψει της ένταξης της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, είχε υπογραφεί σχετική διμερής συμφωνία, η οποία όμως, με υπαιτιότητα της αλβανικής πλευράς, παρέμενε ανενεργή.
Γιατί ο Μουσολίνι επιτέθηκε κατά της Ελλάδος; Οι απόψεις ιστορικών, στρατιωτικών, διπλωματών και στρατηγικών αναλυτών διίστανται. Ιταλοί -κυρίως- την αποδίδουν στις προσωπικές φιλοδοξίες του υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο να διαδεχθεί τον πεθερό του και προς επίτευξη των στόχων του ήθελε μια εξωτερική επιτυχία που θα τον πρόβαλε. Πίστευε ότι μία επίθεση και κατάληψη της Ελλάδας θα του προσέδιδε αίγλη και θα ενίσχυε την προσωπικότητά του. Τα κίνητρα του Μουσολίνι ήταν διαφορετικά. Έβλεπε με δέος τις επιτυχίες του Χίτλερ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (Αυστρία, Πολωνία, Ρουμανία) και ήθελε να τον μιμηθεί. Για τον Ντούτσε μία επίθεση και κατάληψη της Ελλάδος θα αποδείκνυε ότι δεν υπολειπόταν του γερμανού δικτάτορα.
Οι απόψεις αυτές είναι μάλλον ρηχές και επιφανειακές, γιατί παραβλέπουν και αγνοούν τη μέχρι τότε συμπεριφορά της προπολεμικής Ιταλίας έναντι της Ελλάδας, πριν από την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας και μετά. Με τον νικηφόρο πόλεμο κατά της Τουρκίας στη Βόρειο Αφρική (1911 – 1912) η Ιταλία απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Κυρηναϊκή (Λιβύη) όπως και τα Δωδεκάνησα, περιοχές τις οποίες και προσάρτησε στο ιταλικό βασίλειο με τη μορφή κτήσης. Στους Δωδεκανήσιoυς απέδωσε τη μικρή ιταλική υπηκοότητα (piccola cittadinanza italiana), ασκώντας μια πολιτική ιταλοποίησης.
Οι προ της φασιστικής περιόδου ιταλικές κυβερνήσεις είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου αλβανικού κράτους, που περιλάμβανε και την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, όπου ιστορικά υπερίσχυε πάντα το ελληνικό στοιχείο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 η ιταλική διπλωματική αντιπροσωπεία στην ΚτΕ έπαιξε, επίσης, πρωτεύοντα ρόλο για να μη συμπεριληφθούν στους υποχρεωτικά ανταλλάξιμους οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, όπως όριζε η Συνθήκη της Λωζάννης, και στη συνέχεια υπέθαλπε τις διεκδικήσεις τους για απόσπαση της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα, που κορυφώθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την πλήρη σύμπραξή των Τσάμηδων με τους κατακτητές.
Τρία χρόνια πριν ο Μουσολίνι καταστεί απόλυτος δικτάτωρ, η Ιταλία, με πρόσχημα τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι, μέλους διεθνούς επιτροπής για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, την οποία απέδωσαν σε Έλληνες, βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα, όπου οι ιταλικές αποβατικές δυνάμεις παρέμειναν για έναν περίπου μήνα.
Όλες οι ανωτέρω πράξεις καταμαρτυρούν και αποδεικνύουν ότι οι ιταλικές συμπεριφορές σε βάρος της Ελλάδας δεν οφείλονταν σε συμπτώσεις και τυχαία γεγονότα. Στόχος τους ήταν ο έλεγχος της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, που δεν θα ήταν δυνατός χωρίς την απομείωση της γεωστρατηγικής θέσης και του ρόλου της Ελλάδας στον βαλκανικό και μεσογειακό χώρο. Η φασιστική Ιταλία ηττήθηκε στα ηπειρώτικα βουνά για δύο, βασικά, λόγους.
Πρώτον, γιατί αντιμετώπισε έναν ενωμένο και αποφασισμένο λαό, ο οποίος υπερασπιζόταν την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας τους και, δεύτερον, επειδή ο ιταλικός λαός, με εξαίρεση τους οπαδούς του φασιστικού κόμματος, δεν πίστευε σε έναν άδικο πόλεμο. Αυτό πιστοποιείται από τις ιστορικές μαρτυρίες και από το γεγονός ότι η συμπεριφορά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στη συνέχεια του πολέμου ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη των γερμανικών.
Η νίκη του ελληνικού λαού κατά των δυνάμεων της φασιστικής Ιταλίας είχε, εκτός από την εθνική και διεθνή διάσταση, και μεγάλη σημασία. Διέλυσε την εντύπωση της υπεροχής και του αήττητου των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που είχε δημιουργηθεί σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς, αναπτέρωσε το ηθικό τους και ενίσχυσε τη θέληση για αντίσταση, που είχε ανησυχητικά καμφθεί ακόμα και στον περήφανο γαλλικό λαό.
Εξάλλου, με την καθυστέρηση που προκάλεσε στις γερμανικές δυνάμεις, που εισέβαλαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, δόθηκε πολύτιμος χρόνος στις συμμαχικές δυνάμεις να προετοιμάσουν την αντεπίθεση κατά των δυνάμεων του Άξονος, που κατέστη ισχυρότερη μετά και την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο. Τα εύσημα που απένειμε ο Τσόρτσιλ στον ελληνικό λαό δεν ήταν απλή φιλοφρόνηση, αλλά ειλικρινής αναγνώριση του ηρωισμού που επέδειξαν οι έλληνες στρατιώτες και των θυσιών στις οποίες υποβλήθηκε ο ελληνικός λαός σε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας.
Την προσφορά των Ελλήνων και τον θαυμασμό για την αντίσταση κατά του ιταλικού φασισμού του Μπενίτο Μουσολίνι και το Έπος του ‘40 εξέφρασε με λιτό και παραστατικό λόγο ο σπουδαίος γάλλος συγγραφέας, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Αντρέ Ζιντ σε επιστολή του προς τον Κ. Θ. Δημαρά, σημαντικό έλληνα κριτικό και συγγραφέα. Την καταγράφει ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στον πρόλογο της έκδοσης άρθρων του πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, που επιμελήθηκε η άοκνος διευθύντρια του ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών Φωτεινή Τομαή.
Αξίζει, πιστεύω, η επανάληψή της, ως έκφραση ευγνωμοσύνης και τιμής σε όσους αγωνίστηκαν και έγραψαν το Έπος του ’40: «Αντιπροσωπεύετε για μας τον θρίαμβο της παλικαρίσιας αρετής και της πραγματικής αξίας εκείνης των ολιγάριθμων. Και τι ευγνωμοσύνη αισθάνονται για σας, γιατί ξαναδώσατε σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα εμπιστοσύνη, θαυμασμό, αγάπη και ελπίδα στον άνθρωπο».