Η ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

Η ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ


Συγγραφέας
Μένιος Σακελλαρόπουλος


Ένα περίστροφο που μυρίζει οργή. Δυο υπουργοί που δωροδοκούνται. Μια εταιρεία που ψυχορραγεί. Ένας αδίστακτος εργοδότης. Τετρακόσιες οικογένειες έρμαια του φόβου και της αγωνίας για το σήμερα και το αύριο. Στημένα παιχνίδια. Ένα κοριτσάκι στη μέση του κυκεώνα. Ο πυροβολισμός που αλλάζει τα πάντα. Κι η Νέμεση που έρχεται για να ξεμπερδέψει το θλιβερό κουβάρι, με τις εξελίξεις να είναι καταιγιστικές, μπλεγμένες με έρωτες και προδοσίες.

Μια συνταρακτική, καθηλωτική, ανθρώπινη ιστορία που κόβει την ανάσα και αγγίζει τις ψυχές, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή…

Απόσπασμα βιβλίου

Αχνόφεγγε το αδύναμο φεγγάρι στην κουρασμένη βόλτα του και τρύπωσε στη φτωχογειτονιά για μια μικρή στάση, και μαγεύτηκε από τις ξανθές πλεξούδες στο μικρό δωμάτιο και σεργιάνισε πάνω τους, με το κορίτσι όμως να αδιαφορεί, οργισμένο από το πρόβλημά του.
«Μαμά, πεινάω, πεινάω πολύ, σου λέω. Και σ’ το είπα και πριν, γιατί δεν απαντάς;»
Τα κόκκινα μάτια της μικρής Ιφιγένειας, βουτηγμένα στη φωτιά, μαρτυρούσαν όλη την αλήθεια της. Κι ήταν αλήθεια- κοφτερή λεπίδα, που μπορούσε να τρυπήσει και σκληρή ασυγκίνητη πέτρα, να τη διαλύσει, να την κάνει να μιλήσει, να κραυγάσει μαζί της.
Η Βάσω, η μάνα της, ένιωσε μέσα της το μαχαίρι. Την είχε κόψει πολλές φορές το τελευταίο διάστημα, την είχε καταματώσει, κι όλο το αίμα στεκόταν στη σπασμένη καρδιά της, την πλημμυρισμένη από πόνο και απόγνωση. Άφησε τις λέξεις να κυλήσουν στον γκρεμό της και κράτησε πάλι μια δικαιολογία, από τις πολλές που αναγκαζόταν να εφευρίσκει για να κάνει το  μυαλουδάκι της Ιφιγένειας να ξεχνιέται κάπως.
«Πάλι ξύνεις το κεφάλι σου; Είναι τόσο όμορφο που δε λένε να φύγουν οι ψείρες. Έλα να σου βάλω φάρμακο και μετά να κάνουμε χτενάκι. Κι ύστερα, θα σου φτιάξω εκείνη τη γαλλική πλεξίδα που σ’ αρέσει και σε κάνει να μοιάζεις με πριγκίπισσα!»
Αλλά η τελευταία μαχαιριά από την κόρη της έκανε την πληγή μέσα της να μοιάζει με χαώδη σπηλιά.
«Δεν ξέρω καμιά πριγκίπισσα να πεινάει! Κι ούτε να έχει σκισμένα παπούτσια! Αλλά δε με νοιάζουν τα παπούτσια, πιο πολύ με νοιάζει που πεινάω, κι εσύ μου φτιάχνεις όλο βλακείες!» είπε θυμωμένα η Ιφιγένεια, που στα δέκα της χρόνια δεν έμοιαζε με παιδούλα αλλά με αγριεμένη έφηβη που μισεί όλο τον κόσμο.
Η Βάσω, δε, έμοιαζε με γριά στα σαράντα δύο της χρόνια! Ο τελευταίος χρόνος είχε περάσει σαν οδοστρωτήρας από πάνω της και την έκανε ένα με τη γη.  Όλα μπορούσε να τα αντέξει, και τη στενοχώρια και την ανέχεια και την πείνα της, όχι όμως των παιδιών της. Κι αν δεν ήταν αυτά, η Ιφιγένεια κι ο Ηλίας,  θα είχε γκρεμιστεί από κάποιο βουνό για να τελειώνει το μαρτύριο, που κάθε μέρα έσκιζε αργά και πολύ βασανιστικά τα σωθικά της.
Αυτή κι ο άντρας της, ο Σωτήρης, είχαν συμπληρώσει οκτώ μήνες χωρίς κανονικότητα στη δουλειά τους και δίχως σοβαρά έσοδα στο σπιτικό τους, κι όλο  αυτό που βίωναν ήταν αβάσταχτο και τους διέλυε μέρα με τη μέρα, ισοπέδωνε τους ίδιους και την αξιοπρέπειά τους.
Από τότε που άρχισε να κλυδωνίζεται η εταιρεία στην οποία δούλευαν, παρουσιάζοντας ισχυρά σημάδια πτώχευσης, η PYRAMIS LTD, που εξειδικευόταν σε κατασκευές πολυτελών κατοικιών, η ευτυχισμένη ζωή τους έγινε κατάμαυρος εφιάλτης που τους έσκιζε τις σάρκες.
Εκεί γνώρισε τον άντρα της, έναν  προκομμένο κι εργατικό άνθρωπο που έστυβε την πέτρα. Εκείνος οικοδόμος από τους λίγους, που πρέπει να είχε χτίσει εκατοντάδες σπίτια σε όλη την Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη, με όλους τους διευθυντάδες που πέρασαν από την κατασκευαστική εταιρεία να έχουν να λένε για τις ικανότητες και την  εργατικότητά του.
Εκείνη ήταν καθαρίστρια στα λεγόμενα ειδικά συνεργεία. Κάθε φορά που ολοκληρωνόταν ένα συγκρότημα κατοικιών, τα συνεργεία αναλάμβαναν να το καθαρίσουν –να το γλείψουν δηλαδή– για να μπορέσει να παραδοθεί σ’ αυτούς που αναλάμβαναν τις πωλήσεις. Κι ύστερα, αλλού κι αλλού κι αλλού, όλες τις εποχές του χρόνου. Είχαν ροζιάσει τα χέρια της, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Είχε μάθει από τον δικό της πατέρα ότι ο προκομμένος άνθρωπος δε διαμαρτύρεται και δε  βαρυγκομάει αλλά πορεύεται με βάση τις ανάγκες της δουλειάς, «γιατί αυτή οδηγεί το καράβι της ζωής», όπως της έλεγε από μικρή.
Έτσι την ερωτεύτηκε ο Σωτήρης….

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί τριάντα οχτώ συναπτά έτη.
Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Αθλητική, Sportime, Derby, στα περιοδικά Εικόνες, Nitro, Active, Επίκαιρα, βούτηξε στα ερτζιανά (ΕΡΑ, Sport FM, Sentra FM, SPORT 24) κι από το 1992 είναι στο Mega Channel.
Έκανε τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης, φτάνοντας ως τη Νότια Αφρική, με εκατοντάδες ρεπορτάζ και χιλιάδες βίντεο, όλα με ένα δικό του χρώμα.
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ, από τον οποίο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές για τηλεοπτικά θέματα.
Παραμένει έφηβος και εκρηκτικός, συνεχίζει να ονειρεύεται, να χαμογελάει, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και πιστεύει στην… άσπρη μέρα.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ, ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΚΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ και Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN:978-618-01-2733-1
ISBN Ebook: 978-618-01-2734-8


Δείτε επίσης το βιβλίο του συγγραφέα : “Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ”


Σχολιάστε εδώ