Discretion (κατά την κρίση)

Discretion (κατά την κρίση)

Υπό
JOHN GALT


Φίλε αναγνώστη, στο σημείωμα θα θέσω υπό την κρίση σου ένα ερώτημα: Πώς θα συμπεριφερθούν τα εθνικά Κοινοβούλια της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας, και το Eurogroup στην έγκριση των προϋπολογισμών της Ιταλίας και της Ελλάδος; Πώς θα εκφραστεί η βούληση των εταίρων της Ιταλίας και της Ελλάδος στην αποδοχή ή την αποπομπή των σχεδίων προϋπολογισμού, που θα καταθέσουν για επικύρωση στα εθνικά Κοινοβούλια; 

Όποια απάντηση και αν σκεφτείς να δώσεις, είναι σκόπιμο να γνωρίζεις τα εξής:

Η ευρωζωνική οικονομική πολιτική, νομισματική και δημοσιονομική, ακολουθεί τον εξής κανόνα μετά την κρίση. Πλήρης νομισματική αυτονομία στην Ευρωζώνη υπάρχει μόνο αν το χρέος είναι βιώσιμο. Και είναι βιώσιμο αν η χώρα μπορεί να το εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά από τα φορολογικά της έσοδα. Και επειδή η διατύπωση αυτή μπορεί να σου φανεί κενή περιεχομένου, τη διατυπώνω απλά. Βιώσιμο δημόσιο χρέος -και άρα αυτονομία από τις αγορές- σημαίνει πληθωρισμός συν ρυθμός πραγματικής ανάπτυξης μεγαλύτερος ως άθροισμα από το κόστος δανεισμού. Απλή και καθαρή εξίσωση.

Με βάση αυτήν τη σχέση, το έλλειμμα της Ιταλίας προσδιορίστηκε για το 2019 από την Επιτροπή στο 0,8% και γι’ αυτό υπάρχει η διένεξη με το ιταλικό ΥΠΟΙΚ, που κατέθεσε προϋπολογισμό με έλλειμμα 2,4%. Η απόκλιση του 0,8% από το αιτούμενο 2,4% αναδεικνύει την ερμηνεία του όρου και του σημερινού τίτλου («κατά την κρίση»). Πόση απόκλιση είναι αποδεκτή, κατά την κρίση των εμπλεκομένων, ώστε να έχουμε συμφωνία;

Το θεσμικό αλλά και το τυπικό της εφαρμογής των κανόνων δικαίου της Ευρωζώνης μετά την παγκόσμια κρίση και την παταγώδη αποτυχία της συμφωνίας του Μάαστριχτ οδήγησε το 2012 – 2013 σε θεσμοθέτηση οδηγιών δημοσιονομικής πειθαρχίας. Όλες οι χώρες που βρίσκονται εκτός Μνημονίων (πλέον το σύνολο των μελών της Ευρωζώνης) οφείλουν να συντονίζουν σε κοινώς αποδεκτά πλαίσια τη δημοσιονομική τους διαχείριση. Γι’ αυτό και υποχρεωτικά υπάγονται σε τρεις κατηγορίες ελέγχου. Επιδίωξη είναι η αποδοχή των προϋπολογισμών από το Συμβούλιο Υπουργών να μεταφράζεται και ως εμπιστοσύνη προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις για την αναμενόμενη από όλα τα μέλη εκούσια ή ακούσια αλληλεγγύη ως προς τη δημοσιονομική και νομισματική ισορροπία της Ευρωζώνης.

Η πρώτη αφορά τα μέλη που δεν έχουν θέματα βιωσιμότητας δημοσίου χρέους. Γι’ αυτά η Επιτροπή και το Συμβούλιο ασκούν έναν κατ’ αρχήν έλεγχο του προϋπολογισμού, πριν εγκριθεί από το εθνικό Κοινοβούλιο,. Στη δεύτερη ανήκουν οι χώρες του υπερβολικού ελλείμματος, π.χ. Ιταλία. Και αυτό διότι τα μέλη θεωρούν ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η δημοσιονομική τους πολιτική να μολύνει την κοινή νομισματική σταθερότητα. Η κρίση της εθνικής κυβέρνησης, όπως αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό, δημιουργεί αμφιβολίες και κινδύνους. Αν η χώρα δεν δεχθεί τις προτεινόμενες αλλαγές υφίσταται στενή παρακολούθηση και αυστηρές υποχρεώσεις ενημέρωσης των εταίρων, με ποινές και ρήτρες.

Προτείνουμε στους αναγνώστες να ανατρέξουν σε όσα συζητούσαμε πρόσφατα σε σχέση με τον δημοσιονομικό «κόφτη». Τέλος, μια τρίτη κατηγορία είναι εκείνη της ενισχυμένης εποπτείας, π.χ. Ελλάδα. Σύμφωνα με τον κανονισμό, η έγκριση του ελληνικού προϋπολογισμού τίθεται υπό την κρίση (discretion) του Συμβουλίου και των εθνικών Κοινοβουλίων των μελών της Ευρωζώνης. Εδώ δεν υπάρχει «κόφτης» στην εκτέλεση, αλλά στην έγκριση.

Η ιταλική κυβέρνηση λειτούργησε καθ’ υπέρβαση των αποδεκτών ορίων. Ζητά να ξεπεράσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της τα αποδεκτά όρια. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση εισηγείται έναν προϋπολογισμό που είναι συνεπής με τα συμφωνηθέντα στο Μεσοπρόθεσμο, αλλά ζητά παρέκκλιση ιδιαίτερα στο θέμα των συντάξεων. Υπογραμμίζουμε ότι ενώ η ιταλική κυβέρνηση προέρχεται από μία πρόσφατη εκλογική διαδικασία και οι όποιες ποινές θα την επηρεάσουν στο μέλλον, η ελληνική βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και η όποια παρέκκλιση θα μεταφραστεί και ως παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική της διαδικασία.

Η παραβολή του ασώτου ταιριάζει άριστα στην περίπτωση που εξετάζουμε. Αν η Ιταλία συνεχίσει να συμπεριφέρεται ως άσωτος υιός, οι ποινές του μέλλοντος θα επηρεάσουν καταστροφικά τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης. Αντίθετα, η απερχόμενη ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να εκμεταλλευθεί, σε βάρος των μελλοντικών εξελίξεων της οικονομίας, τις όποιες παραχωρήσεις εισπράξει, κατά την κρίση των εταίρων, σήμερα.

Σε γενικότερο επίπεδο όμως και οι δύο χώρες αιτούνται παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα. Ζητούν, στην απαρχή της εφαρμογής της δημοσιονομικής πειθαρχίας, από την πλειοψηφία των μελών να απελευθερώσει τον ασκό του Αιόλου.

Μικρό το κακό, αν πιστεύουμε ότι, στην ισχύουσα οικονομική πολιτική, η λογική της πειθαρχίας στους δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες δεν είναι ξεκάθαρη και αυστηρή. Υποθέτουν οι πολιτικοί ότι σε ζώνη σταθερού νομίσματος η εξουσία δύναται να παλινδρομεί αυτόνομα και κατά την κρίση της, μεταξύ απόλυτης και σχετικής εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοκυριαρχίας. Θεωρούν ότι το κράτος και το Κοινοβούλιο έχουν απόλυτη εξουσία στον προϋπολογισμό της χώρας, έχοντας την ευθύνη να ισοσταθμίζει «κατά την κρίση της κυβέρνησης» τα βάρη και τα οφέλη μεταξύ των πολιτών. Αφού όλοι έχουν τα ίδια διαβατήρια και τις ίδιες ταυτότητες, ισχυρίζεται κάποιος, γιατί να μην έχουν και τα ίδια νόμιμα δικαιώματα και υποχρεώσεις ;

Τι γίνεται όμως αν το ελληνικό διαβατήριο είναι ταυτόχρονα και ευρωπαϊκό; Τι γίνεται αν, για παράδειγμα, στη χώρα μου επιτρέπεται η οπλοχρησία και κυκλοφορούμε με όπλο και άδεια χρήσης σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα; Τι γίνεται αν η κυβέρνησή μας αδιαφορεί για τη φοροκλοπή και γι’ αυτό δανείζεται, μεταφέροντας μέρος των κινδύνων και στα άλλα μέλη της κοινοπολιτείας του ευρώ; Τελικά πόσο ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι είμαστε μετά την είσοδο στο ευρώ και μετά τις θεσμικές αλλαγές που προέκυψαν στην Ευρωζώνη με την κρίση;

Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι όσο δεν υπάρχει ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για να καλύπτει δημοσιονομικά τα κράτη-μέλη, τόσο η «κατά την κρίση» της κυβέρνησης δημοσιονομική πολιτική θα είναι από απόλυτα ελεγχόμενη (Ελλάδα) μέχρι σχετικά (Ιταλία) ή καθόλου (Γερμανία) από το Συμβούλιο Υπουργών. Η κατά την κρίση των εθνικών κυβερνήσεων αντιμετώπιση της έννοιας της κοινοτικής αλληλεγγύης επιβάλλει λογική γερμανικής πειθαρχίας και όχι γαλλικής κατανόησης. Κατανόηση δίδεται στον πειθαρχημένο και όχι στον απείθαρχο εταίρο.

Η κυβέρνηση τίμησε τις συμφωνίες και τους κανόνες κοινοτικής πειθαρχίας. Κατέθεσε προς έγκριση έναν προϋπολογισμό με όσα συμφώνησε τον Ιούλιο του 2018. Στη συνέχεια, ως πτωχός συγγενής, αιτήθηκε την πατριαρχική (ή μητρική) συγχώρεση. Επιχειρηματολογεί πάνω (με ωμέγα και όχι με όμικρον και πι κεφαλαίο) στη λογική του τύπου «κάντε τώρα την υποχώρηση, γιατί τα πράγματα θα πάνε καλύτερα από όσα συμφωνήσαμε τον Ιούλιο». Είναι η ιστορία του υπερπλεονάσματος.

Θα καταλήξουμε με το ερώτημα που ξεκινήσαμε. Τι θα κάνουν οι «θεσμοί»; Θα ακολουθήσουν κοινή πολιτική ελέγχου των προϋπολογισμών των δύο χωρών ή θα δώσουν σχετική συγχώρεση στην Ιταλία, ενώ στην Ελλάδα θα πουν: «Προχώρησε με αυτά που πρότεινες και αν πετύχει η δική σου πρόβλεψη, θα σου επιτρέψουμε να δώσεις αντίμετρα»;


Σχολιάστε εδώ